Η συνεισφορά του Ρόμπερτ Σέρβις στην πλαστογράφηση της ιστορίας

Πολιτική Βιογραφία και το Ιστορικό Ψέμα

αντιγραφή από : http://www.wsws.org/el/articles/2012/oct2012/idlt-o27.shtml

Μία εξέταση της βιογραφίας του Τρότσκι από τον καθηγητή Ρόμπερτ Σέρβις (1)

Σύμφωνα με δημοσίευμα της λονδρέζικης εφημερίδας Ίβνινγκ Στάνταρντ, στην δημόσια παρουσίαση της καινούργιας βιογραφίας του για τον Τρότσκι στο βιβλιοπωλείο Ντοντ στο Χόλλαντ Παρκ του Λονδίνου, ο Ρόμπερτ Σέρβις δήλωσε: «Έχει ζωή ακόμα μέσα του ο γερο-Τρότσκι – αν όμως δεν κατάφερε να τον σκοτώσει η ορειβατική αξίνα, ελπίζω να το κατόρθωσα εγώ.»λεον τροτσκι

Μπορεί κανείς εύλογα να αναρωτηθεί τί λογής ιστορικός – και μάλιστα, τί λογής άνθρωπος – θα περιέγραφε το δικό του έργο, και με φανερή ικανοποίηση, με τέτοιο τρόπο. Είναι πράγματι ο σκοπός ενός σοβαρού βιογράφου να διαπράξει το λογοτεχνικό αντίστοιχο μιας δολοφονίας; Κάθε δυνατή ερμηνεία αυτής της δήλωσης είναι αποδοκιμαστική για τον κ. Σέρβις. Ο Λέων Τρότσκι δολοφονήθηκε με έναν ιδιαίτερα φρικτό και απαίσιο τρόπο. Η αμβλυμένη πλευρά μιας ορειβατικής αξίνας καρφώθηκε από τον δολοφόνο στο κρανίο του Τρότσκι. Η γυναίκα του, η Νατάλια, ήταν κοντά όταν συνέβη αυτό. Άκουσε την κραυγή του συντρόφου της, που ήταν μαζί του 38 χρόνια, και όταν έτρεξε μέσα στο γραφείο του, είδε το αίμα που έτρεχε στο μέτωπο και τα μάτια του. «Κοίτα τί μου κάνανε,» φώναξε ο Τρότσκι στην Νατάλια.

Ο θάνατος του Τρότσκι έγινε αισθητός σε πολλούς σαν μία σχεδόν αβάσταχτη απώλεια. Στην Πόλη του Μεξικού, 300.000 άνθρωποι απότισαν φόρο τιμής στον Τρότσκι καθώς η πομπή της κηδείας του πέρασε μέσα από τους δρόμους της πρωτεύουσας. Μια προσωπική επιστολή γραμμένη από τον Αμερικάνο λογοτέχνη, Τζέιμς Τ. Φάρελ, δίνει μία αίσθηση της συγκλονιστικής επίπτωσης της δολοφονίας του Τρότσκι. «Το έγκλημα είναι ανείπωτο. Δεν υπάρχουν λόγια για να περιγραφεί. Νοιώθω άναυδος, πληγωμένος, πικραμένος, ανίκανα οργισμένος. Ήταν ο πιο λαμπρός άνθρωπος της εποχής μας, και τον δολοφόνησαν, και η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών φοβάται ακόμα και τις στάχτες του. Θεέ μου!» (2)

 

Ντάνιελ Τανούρο, Η μαρτυρία από τη Φουκουσίμα: πυρηνική ενέργεια σημαίνει πυρηνική καταστροφή

του Ντάνιελ Τανούρο*

Αυτό που συνέβηκε ήταν εντελώς προβλέψιμο: άλλο ένα μεγάλο πυρηνικό “ατύχημα”. Την ώρα της συγγραφής, δεν είναι ακόμη βέβαιο αν θα πάρει τις διαστάσεις μιας καταστροφής παρόμοιας με το Τσερνομπίλ, αλλά αυτή είναι η κατεύθυνση προς την οποία τα πράγματα, αλίμονο, μοιάζει να εξελίσσονται. Αλλά είτε εξελιχθεί σε μια τεράστια καταστροφή είτε όχι, είμαστε και πάλι αντιμέτωποι με μαρτυρία ότι η τεχνολογία δεν μπορεί ποτέ να είναι 100% ασφαλής. Οι κίνδυνοι είναι τόσο τρομακτικοί που το συμπέρασμα είναι φανερό: είναι επιτακτικό να εγκαταλειφθεί η πυρηνική ενέργεια, και να γίνει αυτό όσο το δυνατό πιο σύντομα. Αυτό είναι το πρώτο μάθημα της Φουκουσίμα, το οποίο εγείρει εντελώς θεμελιώδη κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα, απαιτώντας μια αληθινή διαμάχη σε όλη την κοινωνία για μια εναλλακτική επιλογή προς το καπιταλιστικό μοντέλο της απεριόριστης ανάπτυξης.

 

Φρανσουά Σαμπαντό, για τη διεθνή κατάσταση

του Φρανσουά Σαμπαντό*

Οι επαναστάσεις στην Τυνησία και την Αίγυπτο συνιστούν ένα ιστορικό σημείο στροφής στη διεθνή κατάσταση. Αυτές οι επαναστάσεις αλλάζουν τους κανόνες του παιγνιδιού. Θα υπάρχει ένα πριν και ένα μετά τις επαναστάσεις της Τυνησίας και της Αιγύπτου. Είναι πολύ νωρίς να εκτιμήσουμε το βάθος και όλες τις συνέπειες αυτής της αλλαγής, αλλά είμαστε αντιμέτωποι με ιστορικές ανατροπές. Είναι οι πρώτες επαναστάσεις αυτού του 21ου αιώνα, ακριβέστερα – επειδή υπήρξαν επίσης επαναστάσεις στη Βολιβία το 2003 και το 2005 – οι πρώτες επαναστάσεις στον αραβικό κόσμο αλλά επίσης οι πρώτες επαναστάσεις που προκύπτουν από την κρίση του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος.


 

Helena Sheehan, Η επίθεση στην επιστημονική ορθολογικότητα: Ιστορική ανάλυση και επιστημολογική απόκριση

13ο  Συνέδριο Ευρωπαίων Σκεπτικών
7-9 Σεπτεμβρίου 2007, Δουβλίνο

Περίληψη

Ποια είναι η ιστορική προέλευση της παρούσας επίθεσης στην επιστήμη την οποία συγκλήθηκε για να διερευνήσει αυτό το συνέδριο; Ποιο ρόλο έχει διαδραματίσει η φιλοσοφία της επιστήμης στην όξυνση ή άμβλυνση αυτής της επίθεσης; Ποιες υποκείμενες δυνάμεις έχουν κατευθύνει την επίθεση στην επιστημονική ορθολογικότητα; Γιατί υπάρχει μια επιστημολογική κρίση της εποχής μας; Ποια θα ήταν μια κατάλληλη επιστημολογική απόκριση;

Τόσο η επίθεση στην επιστήμη όσο και ο ρόλος που η φιλοσοφία της επιστήμης έχουν διαδραματίσει σε σχέση με αυτήν αντανακλούν μια βαθιά ριζωμένη κρίση στην ίδια την έννοια της επιστημονικής ορθολογικότητας. Είναι αναγκαίο να ερευνηθούν διεξοδικά οι κοινωνικο-ιστορικές ρίζες της επιστημολογικής κατάτμησης και της σύγχυσης της σύγχρονης εμπειρίας. Παρουσιάζεται με παράλληλους τρόπους σε μια σειρά ακαδημαϊκών κλάδων, καθώς και στην ευρύτερη σφαίρα της λαϊκής κουλτούρας.
Η επιστήμη, που κάποτε θεωρούνταν πηγή διαφωτισμού και απελευθέρωσης, αντιμετωπίζεται τώρα με καχυποψία και ακόμη με εχθρότητα, μερικές φορές ακόμη στιγματιζόμενη ως μυστικοποίηση και υποδούλωση.
Ακόμη και οι φυσικές επιστήμες, που κάποτε θεωρούνταν το ακλόνητο θεμέλιο της γνώσης μας, ανακηρύσσονται τώρα πως είναι μόνο μια ασυνεχής διαδοχή ασύμβατων παραδειγμάτων, σε συνάρτηση με τα οποία τα ερωτήματα της αλήθειας και του ψεύδους, της ορθολογικότητας και της ανορθολογικότητας, δεν μπορεί να τεθούν με νόημα. Μένουμε χωρίς κριτήρια για να εκτιμήσουμε τη μια ή την άλλη θεωρία, το ένα ή το άλλο παράδειγμα. Και έτσι, όπως διακήρυξε ο Φεγιέραμπεντ, «το κάθε τι έχει πέραση». Αστρολογία ή αστροφυσική: διαλέγετε και παίρνετε.
Υπάρχει ένα ευρύ φάσμα θέσεων γύρω από το ερώτημα του επιστημολογικού κύρους της επιστήμης. Σε αντίθετους πόλους βρίσκονται οι θετικιστικές και μεταμοντέρνες αποκρίσεις. Υπάρχουν ρεαλιστικές και αντι-ρεαλιστικές θέσεις, εμπειρικές και αντι-εμπειρικές θέσεις. Αυτές οι θέσεις, αν και μπορεί να παίρνουν εσωτεριστικές μορφές στα ακαδημαϊκά περιοδικά και τα συνέδρια, επίσης αντανακλούν τις εντάσεις μιας μείζονος διαδικασίας στην ευρύτερη κουλτούρα.
Οι διάφορες μορφές του εμπειρισμού – θετικισμός, νέο-θετικισμός, φυσικαλισμός, μαρξισμός – προσπάθησαν να ρίξουν ένα διασαφηνιστικό φως στη σύγχυση, ενώ ο μεταμοντερνισμός κυλίστηκε μέσα στη σύγχυση. Οι οπαδοί του εκστασιάστηκαν λυρικά αλλά χωρίς σαφήνεια για τον Ντεριντά και τον Ντελέζ και τον Λιοτάρ και τον Λακάν και τον κόσμο τους από μετέωρα σημαίνοντα χωρίς σημαινόμενο, τον εορτασμό τους της τυχαιότητας και της κατάτμησης, τις αναγγελίες τους του θανάτου της αλήθειας, του ανθρωπισμού, της ιστορίας, του νοήματος, της αναφορικότητας, της αξίας. Ωστόσο, μια επαναβεβαίωση του επιστημονισμού δεν είναι η απάντηση, οτιδήποτε και αν πιστεύει σχετικά ο Ντόκινς.
Το διανοητικό τοπίο περιλαμβάνει τα πάντα, από τον πιο επιπόλαιο, αντι-εμπειρικό, αβάσιμο θεωρητικισμό, ως τον πιο αφελή, απλοϊκό, εμπειρισμό που συλλέγει απλά τα γεγονότα. Κάθε είδος πλαστής διχοτομίας ευδοκιμεί. Σε τόσο πολλές διαφορετικές περιοχές βρίσκουμε τα ίδια παράλληλα ρεύματα: η μονότονη μερικότητα από τη μια, και ο αποδιαρθρωτικός εξωτισμός από την άλλη. Παρά το τεράστιο κενό ανάμεσα στην αστόχαστη απλοϊκότητα του ενός και την υπερ-στοχαστική πολυπλοκότητα του άλλου, και τα δυο οπισθοχωρούν σε έναν πλουραλισμό των τυχαίων κομματιών της εμπειρίας, τα οποία δεν μπορεί να ενοποιηθούν. Και τα δυο αντανακλούν την ανικανότητα να ολοκληρωθεί η εμπειρία και να επιτευχθεί οποιοδήποτε είδος κοινωνικο-ιστορικής προοπτικής.
Παράλληλες τάσεις όπως αυτές εγείρουν τα ερωτήματα: Τι είναι αυτό στην εποχή μας το οποίο παράγει έναν τέτοιο διανοητικό κατατεμαχισμό; Πού οφείλεται η επιμονή τόσο πολλών πλαστών διχοτομιών; Πού οφείλονται οι αναγγελίες ότι δεν υπάρχουν νόμοι, ότι δεν υπάρχει αλήθεια, ότι δεν υπάρχει νόημα, ότι δεν υπάρχει πρόοδος, ότι δεν μπορεί να υπάρχει συνεκτική αφήγηση;
Είναι η πεποίθησή μου ότι υπάρχει κάτι στην ίδια την ουσία της παρούσας κοινωνικής τάξης, το οποίο παρεμποδίζει δομικά την ολοκληρωμένη σκέψη, το οποίο υπονομεύει τα ίδια τα θεμέλια της ορθολογικότητας, της λογικής και της ηθικής. Υπάρχει κάτι στον ίδιο τον πυρήνα της σύγχρονης εμπειρίας, το οποίο παρεμποδίζει την πρόσβαση στην ολότητα, το οποίο κρατά τη θεωρία ιπτάμενη τόσο μακριά από την εμπειρία και κρατά την εμπειρία να ψηλαφίζει τόσο ανέλπιδα μέσα στα σκοτάδια. Μόνο ξεπερνώντας τα όριά του, μόνο διεισδύοντας στην ίδια την πηγή των εσωτερικών εντάσεων της κοινωνίας και αντιλαμβανόμενοι τον μηχανισμό που γεννά τον κατατεμαχισμό, μόνο κατονομάζοντας το σύστημα, διερευνώντας και καταπολεμώντας το, μπορεί να διακρίνουμε το δρόμο εμπρός.
Τόσο ο θετικισμός όσο και ο μεταμοντερνισμός προσφέρουν μαρτυρία για την αποσυνθετική δύναμη του σύγχρονου καπιταλισμού. Και οι δυο θεωρούν την ολότητα μη αναπαραστήσιμη. Αυτό εκδηλώνεται σε πολλά μέτωπα. Μια δύναμη που έχει επιτύχει την εξουσία τείνει να υπεκφεύγει από το χαρακτήρα της εξουσίας της. Στην περίπτωση του τωρινού παγκόσμιου συστήματος, του πιο ολοτικού στην παγκόσμια ιστορία, υπάρχει παράλυση της συστημικής ανάλυσης, υπάρχουν πολλαπλές πιέσεις ενάντια στην ολοκληρώνουσα σκέψη.
Φαίνεται να έχουμε πιαστεί σε μια δίνη σχετικότητας, με τα κεφάλια μας να περιστρέφονται γύρω από την ανακάλυψη της τεράστιας ποικιλότητας που έχει υπάρξει ανά τους αιώνες και στις διάφορες κουλτούρες˙ στην απαρίθμηση διαδικασιών, νομενκαλτούρων τρόπων παραγωγής, κοινωνικο-πολιτικών θεσμών, νομικών συστημάτων, ηθικών κωδίκων, αισθητικών αξιών, θρησκευτικών πίστεων, επιστημολογιών, οντολογιών, κοσμολογιών. Ζούμε στο μέσον ενός ιλίγγου συγκρουόμενων αξιώσεων. Τα κριτήρια ώστε να διακρίνουμε την αλήθεια από την πλαστότητα, την ορθολογικότητα από τον ανορθολογισμό, το γεγονός από τη φαντασία, τη δυνατότητα από την αυθαιρεσία, έχει γίνει ακόμη πιο δύσκολο να διατυπωθούν με έναν τρόπο που εμπνέει την πεποίθηση και τη συναίνεση.
Η κρίση κυοφορείται εδώ και αρκετούς αιώνες. Η παρακμή της φεουδαρχίας έφερε την εκτόπιση του ενός κέντρου της διανοητικής και ηθικής αυθεντίας που πολλοί είχαν βρει στον καθολικισμό. Η μεσαιωνική σύνθεση υποχώρησε στις επείγουσες ανάγκες της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης, της προτεσταντικής μεταρρύθμισης, της επιστημονικής και τεχνολογικής επανάστασης και μιας κοινωνικής τάξης που χαρακτηριζόταν από διαρκώς αυξανόμενους καταμερισμούς της εργασίας και ολοένα και πιο ατομικιστικά πρότυπα σκέψης. Στη μεγάλη επεκτατική του περίοδο, οι εξερευνητές των νέων κόσμων έφεραν αφηγήσεις μιας αφάνταστης ποικιλίας κουλτούρων, εθίμων, κωδίκων, κριτηρίων. Ο 18ος αιώνας, στη μεγάλη ορθολογική παράδοση του διαφωτισμού, προσπάθησε να βγάλει νόημα από αυτά ανακαλύπτοντας κάποιο είδος διατήρησης σε όλη την διογκωνόμενη ποικιλία και διαφοροποίηση στην έννοια μιας άχρονης τάξης της φύσης, σε μια απαράλλακτη ανθρώπινη ουσία, σε μη ιστορικές και καθολικές αρχές ορθολογικότητας και ηθικής. Ο 19ος αιώνας, ωστόσο, κυριαρχούμενος από την ιδέα της εξέλιξης βρήκε δύσκολο να υποστηριχθούν τέτοιες έννοιες, δίνοντας γένεση σε ένα σαρωτικό και απομυστικοποιητικό ιστορισμό˙ σε μια νέα αίσθηση του χρόνου και της ιστορικής διαδικασίας, μια νέα αίσθηση της γένεσης, της μεταβλητότητας και της ανοδικής κίνησης˙ μια νέα αίσθηση της συνάφειας.
Ολοένα και περισσότερο, υπήρχαν αδιάψευστες μαρτυρίες της φυσικής προέλευσης των φυσικών φαινομένων, της ανθρώπινης προέλευσης των ανθρώπινων θεσμών, αξιών, εθίμων, πεποιθήσεων και κριτηρίων ορθολογικότητας. Οι αιώνιες βεβαιότητες ανακαλύφθηκε πως είχαν έναν χρόνο και τόπο προέλευσης και είχαν διαμορφωθεί μέσα σε εξαιρετικά περίπλοκα πρότυπα ανάπτυξης, συχνά με γραμμές να διακλαδίζονται στις πιο διαφορετικές κατευθύνσεις. Δεν μπορούσε πια το ανθρώπινο είδος και οι θεσμοί μας, οι αξίες και οι νόρμες να θεωρηθούν πως είχαν ξεπηδήσει έτοιμες από τα χέρια ενός δημιουργού ή πως είχαν κατά κάποιο τρόπο μια υπερβατική εγκυρότητα, καθώς τώρα ανακαλύφθηκαν πως ήταν τα προϊόντα μιας μακριάς και περίπλοκης εξελικτικής ιστορίας. Δεν μπορούσε πια ένα σύνολο πεποιθήσεων, πρακτικών και νορμών μιας οποιασδήποτε κουλτούρας ή περιόδου να θεωρηθεί δεδομένα ως έγκυρο για όλες τις κουλτούρες και όλες τις εποχές. Η κάθε κουλτούρα, άρχισε να λέγεται, έπρεπε να κρίνεται με τις δικές της νόρμες. Με την κατάτμηση να συνεχίζεται ακόμη παραπέρα, κατέληξε κάποτε στο να κρίνεται κάθε άτομο μόνο από τις νόρμες του.
Μια συνέπεια όλων αυτών υπήρξε μια  ακραία σχετικοποίηση των θρησκευτικών πεποιθήσεων, ηθικών νορμών, αισθητικών αξιών, κοινωνικών εθίμων, κοινωνικο-πολιτικών θεσμών και διανοητικών πεδίων. Ο γνωστικός σχετικισμός, αναδυόμενος παράλληλα με διάφορες μορφές του πολιτικού, ηθικού και αισθητικού σχετικισμού, εισχώρησε πρώτα στις ανθρωπιστικές σπουδές και μετά στις επιστήμες.
Στις αρχές του 20ού αιώνα, η κρίση είχε φτάσει ακόμη και στην φυσική, φαινομενικά την περιοχή που θα ήταν η καλύτερα ικανή να αντισταθεί στη σχετικιστική πλημμυρίδα. Η κρίση στη φυσική, ένα πολύπλευρο φαινόμενο, το οποίο πέρασε διάφορες φάσεις και διατηρείται ως αυτή την ημέρα, προέκυψε από έναν αριθμό από συγκλίνουσες αιτίες. Συχνά έχει αναλυθεί διαμέσου αυτών των φάσεων, ως εάν να πήγαζε αποκλειστικά από προβλήματα που αναπτύχθηκαν μέσα στην ίδια τη φυσική και μια λύση να μπορούσε να βρεθεί μέσα στη φυσική μόνο.
Είναι ασφαλώς αληθινό ότι η κρίση αναδύθηκε καθώς νέες ανακαλύψεις αμφισβητούσαν τις παραδοσιακές έννοιες του χρόνου, του χώρου, της ενέργειας, της αιτιότητας, της αντικειμενικότητας. Ωστόσο, είναι επίσης αληθινό ότι τόσο οι κλασικές όσο και οι μετα-κλασικές έννοιες της φυσικής έχουν διαμορφωθεί μέσα σε ένα πιο περιεκτικό κοινωνικο-διανοητικό περιβάλλον. Επιπρόσθετα, οι διάφορες αποκρίσεις στην κρίση όλες αντανακλούν τις διάφορες εντάσεις μέσα στο ευρύτερο διανοητικό περιβάλλον – από την παράδοση του θετικισμού από τον Μαχ μέσω του κύκλου της Βιέννης κ.ο.κ., τις διάφορες μαρξιστικές αναλύσεις της κρίσης στον Κόντγουελ, τον Μπέρναλ, τον Λανζεβέν, τη Ζολιό Κιουρί, κ.ά., που προσπάθησαν να απομυστικοποιήσουν την κρίση, ως τους διάφορους θεολογίζοντες επιστήμονες και επιστημονικίζοντες θεολόγους που μυστικοποίησαν την κρίση σε κυριακάτικες λειτουργίες, χρηματοδοτούμενες από το Τέμπλετον πανεπιστημιακές παραδόσεις, διαλέξεις διασημοτήτων, ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές, μπεστ σέλερ πωλούμενα σε αεροδρόμια, blogs του Διαδικτύου, DVD, πάντα έτοιμοι να διακηρύξουν ότι η επιστήμη έχει φτάσει στα όριά της και εκεί βρήκε πάλι το Θεό.
Αυτό που ήταν για δεκαετίες η κυρίαρχη παράδοση στη φιλοσοφία της επιστήμης – ο λογικός θετικισμός και οι παραλλαγές του – αναδύθηκαν από αυτή την κρίση. Σε σχέση με τις διάφορες μορφές του σκοταδισμού που εκτράφηκε από αυτή την κρίση, προσπαθούσαν να θέσουν την επιστημονική ορθολογικότητα και πάλι πάνω σε ασφαλή θεμέλια, να διατυπώσουν κριτήρια οριοθέτησης, να υποτάξουν όλη την πίστη στο καθαρό φως του λόγου και την αυστηρότητα του πειράματος. Το έκαναν αυτό ωστόσο από μια βάση που ήταν εξαιρετικά στενή, χρησιμοποιώντας κριτήρια που ήταν πολύ περιορισμένα, αφήνοντας έξω από την εικόνα πάρα πολλά που ήταν εντελώς αληθινά, αποκλείοντας τις ιστορικές, ψυχολογικές, κοινωνιολογικές, μεταφυσικές διαστάσεις ως μη αναφορικές.
Η διαδρομή αυτής της παράδοσης, από το θετικισμό στις πολλές ποικιλίες των μετα-θετικιστικών φιλοσοφιών της επιστήμης, έχει αντικατοπτρίσει την πίεση μιας περίπλοκης πραγματικότητας σε αντιλήψεις πολύ περιορισμένες για να δώσουν έναν επαρκή απολογισμό της. Οι διαδοχικές τροποποιήσεις της παράδοσης με το πέρασμα των χρόνων, από την επαλήθευση στη διαψευσιμότητα, την αλλαγή παραδειγμάτων, το μεθοδολογικό ντανταϊσμό, υπήρξαν κατά καιρούς εντυπωσιακές αλλά ακόμη ανεπαρκείς προσπάθειες να συνδιαλλαγούν με τις μεταφυσικές και ιστορικές διαστάσεις της επιστήμης.
Παρ’ όλες τις σημαντικές παρεκκλίσεις από την αντι-μεταφυσική και ανιστορική κληρονομιά του Κύκλου της Βιέννης, ακόμη δεν μπορεί να ειπωθεί ότι οι φιλόσοφοι της επιστήμης έχουν επιτύχει να αποτυπώσουν το πλήρες βάρος των συνεπειών της ιστορικότητας στην κοσμοθεώρηση της επιστήμης. Επιπρόσθετα, στο βαθμό που αυτές οι διαστάσεις ήρθαν στο προσκήνιο, αυτό έτεινε να γίνεται με έναν αρνητικό τρόπο, καθώς γίνονταν αντιληπτές σαν να υπονόμευαν την ορθολογικότητα της επιστήμης. Πολλές από τις τωρινές διαμάχες έχουν τη ρίζα τους σε μια διαρκή ανικανότητα να συμφιλιωθεί η ορθολογικότητα της επιστήμης με τον μεταφυσικό και κοιωνικο-ιστορικό χαρακτήρα της επιστήμης. Κατά παράδοξο τρόπο, τα κατάλοιπα του θετικισμού καθυστερούν και χρωματίζουν τις απόψεις ακόμη και των πιο ριζικών αντι-θετικιστών.
Το υποκείμενο ερώτημα είναι: Πώς μπορεί η επιστήμη να είναι η περίπλοκη, αβέβαιη, επισφαλής, ανθρώπινη διαδικασία που είναι, αξεδιάλυντα συνδεμένη με όλα τα είδη των φιλοσοφικών υποθέσεων και με όλα τα είδη των ευρύτερων κοινωνικο-ιστορικών διαδικασιών, και να είναι ακόμη αξιόπιστη γνώση της φύσης;
Καθώς το δράμα εκτυλίσσεται μέσα στη φιλοσοφία της επιστήμης, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια ακραία πόλωση:
Από τη μια μεριά, βρίσκονται εκείνοι που αποκρίθηκαν στο δίλημμα με προσπάθειες να δικαιολογήσουν την επιστημονική ορθολογικότητα διατυπώνοντας ανιστορικά, ανεξάρτητα από τη συνάφεια κριτήρια για να επιλέγουν ανάμεσα σε αντίπαλες θεωρίες και παραδείγματα. Για τους Πόπερ, Λάκατος και Λοντάν, η κοινωνικο-ιστορική εξήγηση έρχεται εκεί που η λογική εξήγηση αποτυχαίνει. Εκείνοι που σκέφτονται με αυτόν τον τρόπο σκέφτονται πάντα με όρους εισβολής των κοινωνικών παραγόντων, κοινωνικών περιορισμών, ιδεολογικής διαστρέβλωσης, εξωτερικών παρεμβολών στην επιστήμη.
Ενάντια σε αυτή την τάση, επιθυμώ να επιχειρηματολογήσω ότι είναι λάθος να περιορίζεται η κοινωνικο-ιστορική εξήγηση στο ανορθολογικό, να γίνεται αντιληπτή η επίδραση της κοινωνικής τάξης πάνω στην επιστήμη μόνο με όρους εισβολής, περιορισμού, διαστρέβλωσης, ή να αναπαρίσταται η σχέση ανάμεσα στο κοινωνικό περιβάλλον και την επιστήμη ως εξωτερική.
Από την άλλη μεριά, υπάρχουν τα ιστορικιστικά ρεύματα, αποκρινόμενα με μια έμφαση στον κοινωνικο-ιστορικό χαρακτήρα της επιστήμης η οποία τείνει προς της απόρριψη οποιωνδήποτε κριτηρίων διαφορικής αξιολόγησης των θεωριών και των παραδειγμάτων και οδηγεί σε μερικές περιπτώσεις στην εγκατάλειψη της ίδιας της έννοιας της επιστημονικής ορθολογικότητας. Εδώ αναφέρομαι στον Φεγιέραμπεντ, στη Σχολή του Εδιμβούργου, στο μεταμοντερνισμό. Ενάντια σε αυτές τις σχολές, θέλω να επιχειρηματολογήσω ότι η πλήρης συνειδητοποίηση του κοινωνικο-ιστορικού χαρακτήρα της επιστήμης δεν θα έπρεπε να περιλαμβάνει της εγκατάλειψη της διαφορικής αξιολόγησης, ούτε θα έπρεπε να υπονομεύει το κύρος της επιστημονικής ορθολογικότητας.
Υπάρχουν ασφαλώς διάφορες ενδιάμεσες θέσεις, που υιοθετούνται από τέτοιους φιλοσόφους της επιστήμης όπως οι McMullin, Newton-Smith, Harré and Hesse, που προχωρούν αρκετά μακριά στην κατεύθυνση του να αναδιατυπώσουν μια  υπεράσπιση της επιστημονικής ορθολογικότητας στο φως της ιστοριστικής πρόκλησης. Επιδιώκουν να βρουν από περίπτωση σε περίπτωση τη σωστή ισορροπία ανάμεσα σε λογικούς παράγοντες και κοινωνικούς παράγοντες. Για μένα, ωστόσο, υπάρχει μια μη ικανοποιητική τυχαιότητα σε αυτό τον απολογισμό, ο οποίος βλέπει τους κοινωνικούς παράγοντες να παίζουν έναν ρόλο, αλλά έναν κάπως περιστασιακό ρόλο.
Υπάρχει επίσης ο μαρξισμός ο οποίος επιβεβαίωσε μια βαθύτερη ιστορικότητα, μια πιο αδιάρρηκτη σύνδεση ανάμεσα στις γνωστικές και κοινωνικές διαστάσεις της επιστήμης.
Η θέση που θέλω να υποστηρίξω είναι μια η οποία είναι ταυτόχρονα ισχυρά ορθολογική και ισχυρά ιστορικιστική. Κατά την άποψή μου, αυτό που απαιτείται δεν είναι απλά ζήτημα του να αναγνωριστεί η σημασία της αναφοράς στην κοινωνική συνάφεια των επιστημονικών αναπτύξεων ή να επεξεργαστούμε τη σωστή ισορροπία ανάμεσα στις λογικές και τις ιστορικές θεωρήσεις. Είναι ζήτημα του να αντιληφθούμε πλήρως ότι η ίδια η ορθολογικότητα έχει μια ιστορία και συνίσταται από αυτή την ιστορία.
Πολλοί φιλόσοφοι λησμονούν το γεγονός ότι η φιλοσοφία είναι ιστορική, εκτός από μια πολύ κοινότοπη και επιπόλαιη έννοια. Ακόμη και όταν εξετάζουν την ιστορία της φιλοσοφίας, κάτι που πολλοί δεν κάνουν, την πραγματεύονται με έναν εντελώς ανιστορικό και μη συναφή τρόπο, έτσι που ο καθένας θα μπορούσε να είχε πει πρακτικά το κάθε τι οποτεδήποτε. Οι ιδέες των Πλάτωνα, Ντεκάρτ, Χιουμ, Καντ, Χέγκελ, Κάρναπ και Κουίν αντιμετωπίζονται ως διακριτές και ικανές να αλληλομετατεθούν μονάδες, πρακτικά ανεξάρτητες από το χρόνο και το χώρο, σαν να γεννήθηκαν σε μια αυτόνομη δραστηριότητα με καμιά αναγκαία ή ακέραια σχέση με οτιδήποτε άλλο. Αν αναφέρεται η χρονική ακολουθία των οικονομικών, κοινωνικών, πολιτικών ή επιστημονικών αναπτύξεων, γίνεται μόνο με συμπτωματικό ή περιστασιακό τρόπο. Είναι εξαιρετικά σπάνιο σήμερα να βρούμε ένα φιλόσοφο με αληθινή αίσθηση της ροής, της κίνησης, της διαδικασίας της ιστορίας της φιλοσοφίας και με μια ζωντανή αίσθηση της στενής σχέσης της με την οικονομία, την κουλτούρα, την πολιτική και την επιστήμη.
Πολλοί αναλυτικοί φιλόσοφοι δεν μελέτησαν ποτέ την ιστορία της φιλοσοφίας. Οι ηπειρωτικοί φιλόσοφοι σπαταλήθηκαν μέσα σε μια μεταμοντέρνα ανάγνωση. Ο Φουκώ, που ακόμη παρατίθεται πολύ, είδε την ιστορία της γνώσης σαν να χαρακτηρίζεται από ωμή διαδοχή των γεγονότων και τόνισε τη ριζική ενδεχομενικότητα των εννοιών που εμφανίζονται σε οποιαδήποτε εποχή. Δεν υπάρχει πρόοδος να αναφερθεί, ούτε καμιά ευδιάκριτη συνέχεια. Δεν υπάρχει θεωρία για τη φύση της γνώσης ή της κοινωνίας ή της ιστορίας. Πραγματικά, υπάρχει μια ισχυρή αποκήρυξη της ίδιας της έννοιας ότι είναι δυνατό να υπάρξει τέτοια θεωρία.
Η κατάρρευση της ιδέας της προόδου στην πολιτική σφαίρα δεν είναι άσχετη με την κατάρρευσή της στην ιστορία της φιλοσοφίας και της επιστήμης. Είναι καιρός να την ξαναπιάσουμε, να προχωρήσουμε πέρα από τις απομυστικοποιητικές και υπονομευτικές επιχειρήσεις, να προχωρήσουμε πέρα από την επιστημολογική παράλυση ενόψει των προβλημάτων των ψευδών θεωριών, του υποκαθορισμού, της ιδεολογίας, του κοινωνικο-ιστορικού καθορισμού.
Χρειάζεται να είμαστε πιο ρωμαλέοι, πιο τολμηροί. Χρειάζεται να πάψουμε να εννοιολογικοποιούμε τη γνώση σαν 100% βεβαιότητα ή σαν μηδέν, οπότε κάθε γνώμη είναι εξίσου καλή με κάθε άλλη. Χρειάζεται να μην παραλυόμαστε από την αβεβαιότητα, να είμαστε πιο πρόθυμοι να πάρουμε τα ρίσκα μας σε ένα αβέβαιο σύμπαν, να εναποθέσουμε τις τύχες μας σε καλά θεμελιωμένες αλλά όχι πιστοποιημένες δυνατότητες, με εγγυημένη επιβεβαιωσιμότητα, με υγιή πιθανότητα. Χρειάζεται να πάμε πέρα από τη διαμάχη ανάμεσα σε μονόπλευρες ακρότητες και την ενίσχυση των αποσπασματικών προοπτικών. Χρειάζεται να επεξεργαστούμε πιο πλούσιες, αναδομημένες έννοιες της επιστημονικής ορθολογικότητας και της επιστημονικής προόδου, σε συνέχεια με τις παλιότερες έννοιες, αλλά ενσωματώνοντας μια κατανόηση όλων εκείνων που τις οδήγησαν σε κρίση, ιδιαίτερα της σπουδαιότητας της κοινωνικο-ιστορικής συνάφειας της επιστήμης.
Να σκιαγραφήσω χονδρικά τι εννοώ με αναδομημένες έννοιες:
Μια επιμονή στην αναφορικότητα της ιστορίας και της κοινωνικής συνάφειας δεν βασίζεται στην αναγνώριση ότι είναι καλό να γνωρίζουμε, ή ότι είναι χρήσιμο να γνωρίζουμε, αλλά ότι είναι καίριο να γνωρίζουμε. Η ανθρώπινη σκέψη δεν μπορεί να διαχωριστεί από την ιστορία και τη συνάφεια του ανθρώπινου στοχασμού χωρίς να παραμορφωθεί εντελώς αυτό που πραγματικά είναι. Η ιστορία της γνώσης δεν μπορεί να αποσπαστεί από τη διαδικασία της ανάπτυξής της σε περίπλοκη αλληλεπίδραση με ένα ολόκληρο δίκτυο άλλων διαδικασιών χωρίς να αποτύχουμε πλήρως να κατανοήσουμε περί τίνος πράγματι πρόκειται. Τα στάδια σε αυτή τη διαδικασία δεν έχουν υπάρξει απλά διαδοχικά, ούτε οι αλληλεπιδράσεις εντός της ήταν απλά συμπτωματικές. Τα νέα φιλοσοφικά ρεύματα δεν αναδύθηκαν απλά επειδή κάποιος τα επινόησε. Οι νέες επιστημονικές θεωρίες δεν μπορεί να αιτιολογηθούν εξαντλητικά με την απαρίθμηση των πειραματικών αποτελεσμάτων.
Υπάρχει ένας κτυπητός παραλληλισμός στην ιστορία των ιδεών ανάμεσα στην επιστημονική θεωρία, την κοινωνική τάξη και την κοσμοαντίληψη. Υπήρχε λόγος γιατί τέτοιοι τρόποι σκέψης όπως ο μηχανικισμός και ο ιστορικισμός αναδύθηκαν σε μια συγκεκριμένη περίοδο. Δεν ήταν, για παράδειγμα, σύμπτωση ότι η σωματιδιακή θεωρία της ύλης εμφανίστηκε ταυτόχρονα με ατομικιστικές κοινωνικές θεωρίες, ατομικιστικές οντολογίες, μηχανιστικές κοσμολογίες, προτεσταντικές θεολογίες και τις επείγουσες ανάγκες της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης. Θα ήταν μυωπικό να μη δούμε κάποια σύνδεση ανάμεσα στις ιδέες της αυτονομίας του λόγου, της τέχνης για την τέχνη, της νατουραλιστικής πλάνης, της συγκινησιακής ηθικής και σε μια κοινωνική τάξη σημαδεμένη από το διαρκώς αυξανόμενο καταμερισμό της εργασίας. Δεν θα προκαλούσε έκπληξη να ανακαλύψουμε ότι η θεωρία της φυσικής επιλογής στη βιολογία προέκυψε ταυτόχρονα και στον ίδιο τόπο με τη θεωρία του laissez-faire στην πολιτική οικονομία ή ότι η έκκληση για μια προλεταριακή επιστήμη στη Σοβιετική Ένωση πήρε ύπαρξη στο πρώτο πεντάχρονο πλάνο και όχι στη διάρκεια της Νέας Οικονομικής Πολιτικής.
Δεν θεωρώ ότι πρέπει να κοιτάμε πάντα για ένα-προς-ένα αντιστοιχίες ανάμεσα στις ιδέες και τα ταξικά συμφέροντα. Οι συνδέσεις δεν είναι πάντα άμεσες ή ευθείες ή συνειδητές. Υπάρχουν πολλές περιπλοκές, λεπτομέρειες, αλληλοεπικαλύψεις και ακόμη αντίρροπες τάσεις.
Πρόκειται για μια εξαιρετικά περίπλοκη διαδικασία. Για να τη συλλάβουμε, πιστεύω είναι το καλύτερο να εστιάσουμε στο συνολικό zeitgeist μιας περιόδου, το πνεύμα της εποχής, την όλη αλληλεπιδρούσα συνάφεια, που εκφράζει τις εντάσεις μιας δοσμένης κοινωνικής τάξης, διαμορφώνει τα θεμελιώδη πρότυπα σκέψης, τοποθετεί τα προβλήματα στην ημερήσια διάταξη, θέτει τους όρους της διαμάχης. Είναι σε αυτά τα συνολικά πρότυπα σκέψης, και στις πραγματικότητες των κοινωνικο-οικονομικών τάξεων στις οποίες θεμελιώνονται, που θα πρέπει να ερευνάμε για να κατανοήσουμε την ιστορία της γνώσης. Είναι η συνολική ώθηση και πίεση της εποχής που μορφώνει την επιστημονική φαντασία όπως και κάθε τι άλλο. Η επιστήμη αναπτύσσεται σε συνάρτηση με κεντρικές εικόνες, μεταφορές κλειδιά και φιλοσοφικές υποθέσεις που γεννώνται σε μια πολύ ευρύτερη διαδικασία. Βρίσκεται εντελώς μέσα στην ιστορία.
Η ίδια η ορθολογικότητα έχει μια ιστορία και συνίσταται από αυτή την ιστορία. Στην ανοδική πορεία μας από τη σύγχυση και το σκοτάδι, από τα πρώτα μας αδέξια πειράματα με χειροτεχνήματα στα πιο λεπτεπίλεπτα εργαλεία που ακούν τους θορύβους των μακρινών γαλαξιών, το είδος μας homo sapiens εξόρμησε στο περιβάλλον του και έπλασε με την πράξη του τον πολύπλοκο γνωστικό μηχανισμό που πολλοί σήμερα θεωρούν δεδομένο. Αλλά το ξετύλιγμα της ιστορίας σε κάθε στάδιο εισερχόταν και διαμόρφωνε αποφασιστικά την ίδια την επιστημονική και φιλοσοφική σκέψη. Δεν υπάρχουν μη-συναφείς, ανιστορικές νόρμες. Ούτε υπάρχει ανάγκη για τέτοιες. Δεν υπάρχει σημείο του Αρχιμήδη. Δεν υπάρχουν νέα από το πουθενά. Δεν υπάρχει αλήθεια που να στέκει πάνω από την ιστορία ή πέρα από την ιστορία. Η ιστορία είναι το παν.
Δεν υπάρχει τίποτε σε όλα αυτά που θα μπορούσε να υπονομεύσει την εμπιστοσύνη μας στην επιστημονική ορθολογικότητα. Απεναντίας. Το γεγονός ότι οι κανόνες μας ορθολογικότητας μορφώνονται ιστορικά δεν θα έπρεπε να μας κάνει να συμπεράνουμε ότι είναι αθεμελίωτοι, αλλά θα έπρεπε να καταδείξει σε μας πόσο καλά θεμελιωμένοι πραγματικά είναι, αφού αντιπροσωπεύουν την ενσάρκωση αιώνων προσπάθειας, δοκιμής και λάθους, συνεχούς εκλέπτυνσης των γνωστικών εργαλείων μας. Η γνώση μας έχει τη θεμελίωσή της σε αυτή τη διαδικασία.
Η ιστορικότητα δεν υπονοεί ανορθολογικότητα, αυθαιρεσία, ασυνέχεια, ασυμβατότητα, αποδόμηση ή υπερ-στοχαστικότητα. Εντελώς βέβαια δεν αποκλείει τη διαφορική εκτίμηση συγκρουόμενων ισχυρισμών σχετικά με τη γνώση, των αντίπαλων θεωριών και παραδειγμάτων. Απεναντίας, την απαιτεί. Η ιστορική διαδικασία μέσω της οποίας η εκπληρωμένη γνώση και τα κριτήριά μας για το τι μπορεί να υπολογίζουμε σαν γνώση έχουν φτάσει σε μας υπήρξε σημαδεμένη από τη συνεχή διαφορική αξιολόγηση εναλλακτικών επιλογών και συνεχή δοκιμασία εναλλακτικών μεθόδων διαφορικής εκτίμησης των εναλλακτικών επιλογών. Είναι στη δοκιμασία αυτής της πραγματωμένης εμπειρίας, κοινωνικο-ιστορικά εκτυλιγμένης, που υποβάλλουμε κάθε νέα εμπειρία, προωθώντας της σκέψη μας και ακόμη την ιστορία των ιδεών.
Τα θεμέλια της γνώσης μας βρίσκονται σε αυτή τη διαδικασία και δεν χρειάζεται να αναζητούμε θεμέλια είτε σε ένα υπερβατικό βασίλειο του καθαρού λόγου, είτε στο κατώτατο επίπεδο των θεωρητικά ουδέτερων παρατηρησιακών δηλώσεων. Δεν χρειάζεται να αναζητούμε τη γνωστική αξιοπιστία σε κριτήρια ορθολογικότητας που είναι ανεξάρτητα από τη συνάφεια. Έχουμε όντως κριτήρια ορθολογικότητας και είναι όλα εξαρτημένα από την συνάφεια και όχι λιγότερο αξιόπιστα γι’ αυτό το λόγο. Θεωρούμε τις πεποιθήσεις ορθολογικές αν θεμελιώνονται στην εμπειρία, στο μέλλον της εμπειρίας, αν είναι ανοικτές προς τη νέα εμπειρία, αν είναι λογικά συνεκτικές και αν είναι δομημένες σε ένα οργανωμένο σύστημα πεποιθήσεων. Θεωρούμε τις πεποιθήσεις ανορθολογικές αν δεν βασίζονται στην εμπειρία ή βασίζονται σε ανεπαρκή εμπειρία, αν δεν υπόκεινται σε αναθεώρηση στο φως της παραπέρα εμπειρίας, αν βασίζονται σε μη αναφορικές θεωρήσεις, αν είναι μη συνεκτικές, αν είναι ασύμβατες με ότι υποστηρίζουν άλλες πεποιθήσεις.
Δεν υπάρχει τίποτε σε όλα αυτά που να απομακρύνει από την ιστορική συνάφεια. Απεναντίας. Όλα περιλαμβάνουν αναφορά στην εμπειρία και η εμπειρία είναι πάντα συνάφεια. Το θέμα είναι ότι οι πεποιθήσεις πρέπει να αποδειχτούν μέσα σε μια πολλαπλότητα συναφειών, όχι ότι πρέπει να είναι ανεξάρτητες από τη συνάφεια. Το να εκτιμήσουμε τις αντιλήψεις, πραγματικά για να εκφέρουμε κρίση μεταξύ όλων των συγκρουόμενων αξιώσεων για τη γνώση μέσα σε μια κουλτούρα, δεν περιλαμβάνει (ενάντια σε πολλούς) την έκκληση σε ένα ανιστορικό ουδέτερο πίνακα. Αυτό που όντως περιλαμβάνει, απεναντίας, είναι η έκκληση στην ιστορική διαδικασία.
Η διχοτομία ανάμεσα στην ορθολογικότητα και την ιστορικότητα, ανάμεσα στην επιστήμη ως αξιόπιστη γνώση της φύσης και ως κοινωνικο-ιστορική διαδικασία, είναι πλαστή. Τελικά καταλήγει στο ποια επιστημολογία υπόκειται της προσέγγισής μας σε αυτά τα ερωτήματα.
Χρειαζόμαστε, πρώτ’ απ’ όλα, να αποφύγουμε τις παγίδες των παθητικών, ατομικιστικών, θεωρησιακών, αντικειμενίστικων θεωριών της γνώσης, οι οποίες βλέπουν τους επιστήμονες σαν να ανακαλύπτουν χωρίς προβλήματα τα «ακατέργαστα γεγονότα» γύρω από τη φύση όπως είναι «καθεαυτή» και την επιστήμη σαν ένα αυξανόμενο απόθεμα από τέτοια γεγονότα γύρω από τη φύση, που δεν χρειάζονται καμιά θεωρία αναφοράς ή κοινωνικο-ιστορική συνάφεια. Ποτέ δεν γνωρίζουμε τη φύση έξω από τη δική μας γνώση γι’ αυτή, τη φύση όπως είναι καθεαυτή, έξω από τον τρόπο που μεσολαβείται από την ιστορική εξέλιξη όλου του κοινωνικά δομημένου μας εννοιολογικού μηχανισμού της ανθρώπινης γνώσης. Συναντάμε τη φύση μόνο μέσω της ανθρώπινης ιστορίας, μόνο μέσα και μέσω των κοινωνικά εξελιγμένων κατηγοριών της ανθρώπινης σκέψης.
Ωστόσο, δεν πρέπει να παραλύουμε από αυτό και να αποτυχαίνουμε να δούμε ότι όντως συναντάμε τη φύση. Κατανοούμε την όλη διαδικασία ως συμμέτοχοί της. Κατανοούμε τον κόσμο σε αλληλεπίδραση με αυτόν. Σε αυτή την αλληλεπίδραση βρισκόμαστε χωρίς αμφιβολία απέναντι σε έναν κόσμο μη αναγώγιμο στους εαυτούς μας.
Είναι έτσι επίσης αναγκαίο να αποφύγουμε την άλλη παγίδα, αυτή των υπερ-στοχαστικών, κοινωνικά συμβατικών, υποκειμενιστικών θεωριών της γνώσης, που τείνουν να παραλύουν τόσο από την ιστορική ποικιλότητα στην ερμηνεία των γεγονότων, ακόμη και των πειραματικών αποτελεσμάτων στις φυσικές επιστήμες, ώστε να απομακρύνονται από το θέμα αν κρίνεται κάποιο αντικειμενικό γεγονός και να συμπεραίνουν ότι μας απομένουν μόνο ο εαυτός μας και οι δικές μας υποκειμενικές, τυχαίες, αυθαίρετες εκλογές.
Είναι αλήθεια ότι δεν μπορεί ποτέ να αποσπάσουμε τον εαυτό μας από το κοινωνικό περιβάλλον μας ώστε να είμαστε ικανοί να πούμε πώς φαίνεται ο κόσμος πέρα από αυτό, αλλά μπορούμε να υπερβούμε τα στενά όρια των παρωχημένων κουλτούρων και της μη κριτικής παραδοχής των δογματικών παραδόσεων και να αφομοιώσουμε όσο το δυνατό περισσότερα από τις κουλτούρες ανά τους αιώνες. Μπορεί να κάνουμε δικά μας τα καλύτερα γνωστικά επιτεύγματα όλων των εποχών και να ενσωματώσουμε στη σκέψη μας όσο περισσότερα δεδομένα επιτρέπει η παρούσα κατάσταση της γνώσης. Μπορεί να εκθέσουμε τον εαυτό μας στα επιχειρήματα όλων των συγκρουόμενων τάσεων και να στηρίξουμε τις διανοητικές επιλογές μας σε μια όσο το δυνατό πιο σταθερή βάση.
Για να το κάνουμε αυτό με επάρκεια, χρειαζόμαστε μια κατάλληλη επιστημολογία, μια επιστημολογία της αλληλεπίδρασης, σε αντιπαράθεση με τις αντικειμενιστικές και υποκειμενιστικές επιστημολογίες του παρελθόντος, επιστημολογίες που παίρνουν ως σημείο αφετηρίας τους μια ριζική διάσπαση ανάμεσα στο αντικείμενο και το υποκείμενο, ανάμεσα στη φύση και την ιστορία, ανάμεσα στον κόσμο κι εμάς. Και οι δυο είναι, ασφαλώς, επιστημολογίες με μια κοινωνικο-ιστορική βάση, οι οποίες αντιπροσωπεύουν στάδια στην ανάπτυξη της ορθολογικότητας, αλλά στάδια που πρέπει να ξεπεραστούν.
Αυτό που χρειαζόμαστε είναι μια επιστημολογία η οποία θα παίρνει το σημείο εκκίνησής της σε ένα ανώτερο επίπεδο ολοκλήρωσης, στην αλληλεπίδραση ανάμεσα στον κόσμο κι εμάς. Είναι μια αλληλεπίδραση που φέρει πάντα τη σφραγίδα του εαυτού μας και όλων των κοινωνικο-ιστορικών δυνάμεων που μας έχουν κάνει αυτό που είμαστε, καθώς και τη σφραγίδα ενός κόσμου που συναντούμε, μη αναγώγιμου σε μας. Είναι μια αλληλεπίδραση που αποφέρει στο τέλος, με το δικό της περίπλοκο τρόπο και όχι πάντα, αξιόπιστη γνώση τόσο του κόσμου όσο και του εαυτού μας.
Χρειάζεται να αναδομήσουμε τις έννοιές μας της επιστημονικής ορθολογικότητας και της επιστημονικής προόδου σε ένα ανώτερο επίπεδο ολοκλήρωσης. Χρειάζεται να βλέπουμε την επιστήμη ως την εξαιρετικά περίπλοκη γνωστική διαδικασία που είναι, λεπτεπίλεπτα και αξεδιάλυντα συνυφασμένη με ένα ευρύτερο δίκτυο διαδικασιών και να τη βλέπουμε ως μια διαδικασία με προοδευτικό χαρακτήρα. Πάντα υπήρξε μια κίνηση εμπρός, όχι μια ευθεία γραμμή, αλλά ένα ταραγμένο μονοπάτι κατάσπαρτο με παραμερισμένες έννοιες, ανεπαρκή κριτήρια, αποτυχίες, λάθη, τραγωδία, ωμότητα, πραγματικά ακόμη και πολλή «υπεκφυγή, ρητορική και προπαγάνδα», αλλά επίσης και πολύ από αυτό που με εμπιστοσύνη αποκαλούμε γνώση.

*Το παρόν κείμενο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Ο Πολίτης. Η Helena Sheehan διδάσκει ιστορία των ιδεών στο πανεπιστήμιο του Δουβλίνου και είναι συγγραφέας βιβλίων για τις φυσικές επιστήμες και το μαρξισμό.

 

Sean Sayers,Ο Καρλ Μαρξ και η διδασκαλία του

Ο Μαρξ γεννήθηκε το 1818 από Εβραίους γονείς στο Τρίερ, τότε μια επαρχία της Ρηνανίας στην Πρωσία. Ο πατέρας του ήταν ένας επιτυχημένος φιλελεύθερος δικηγόρος που είχε βαπτιστεί όταν η δουλειά του απειλήθηκε από τους αντισημιτικούς νόμους. Ο Μαρξ μελέτησε φιλοσοφία, ιστορία και νομικά στα πανεπιστήμια της Βόννης και του Βερολίνου και πήρε το διδακτορικό του από το Πανεπιστήμιο της Ιένας. Απογοητευμένος στις ελπίδες  του για μια ακαδημαϊκή σταδιοδρομία, εξαιτίας του ριζοσπαστισμού του, στράφηκε στη δημοσιογραφία. Διετέλεσε για λίγο εκδότης της «Εφημερίδας του Ρήνου» ώσπου κλείστηκε από την πρωσική λογοκρισία. Το 1843 μετακινήθηκε στο Παρίσι, όπου ξεκινά η μακρά φιλία και συνεργασία του με τον Φρειδερίκο Ένγκελς. Στο Παρίσι ίδρυσε ένα άλλο ριζοσπαστικό περιοδικό με τον Άρνολντ Ρούγκε, αλλά αυτό επίσης σύντομα κλείστηκε και, το 1845, ο Μαρξ εκδιώχθηκε από τη Γαλλία και μετακινήθηκε στις Βρυξέλες. Το 1847 οι Μαρξ και Ένγκελς βοήθησαν στην ίδρυση της Ένωσης των Κομμουνιστών, για την οποία έγραψαν το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» (1848). Το 1848, μια χρονιά επαναστατικής αναταραχής σε όλη την Ευρώπη, ο Μαρξ βρισκόταν στην Κολωνία, όπου πάλι εξέδιδε μια ριζοσπαστική εφημερίδα. Μετά την αποτυχία της επανάστασης του 1848, η εφημερίδα κλείστηκε και ο Μαρξ εκδιώχθηκε από τη Γερμανία. Τελικά έφτασε στο Λονδίνο, όπου εγκαταστάθηκε εξόριστος για όλη τη ζωή του.
Στο Λονδίνο έζησε με την οικογένειά του στα όρια της φτώχειας ασκώντας περιστασιακά δημοσιογραφία και στηριζόμενος στην οικονομική βοήθεια του Ένγκελς (που είχε γίνει συνέταιρος στην οικογενειακή φίρμα στο Μάντσεστερ). Χρησιμοποιώντας τις πηγές της βιβλιοθήκης του Βρετανικού Μουσείου, αφοσιώθηκε στην παραγωγή μιας συστηματικής θεωρίας του καπιταλισμού, την οποία ενσαρκώνουν οι τόμοι του κύριου έργου του, του «Κεφαλαίου». Ο πρώτος τόμος δημοσιεύθηκε το 1867, ενώ οι υπόλοιποι δύο συγκεντρώθηκαν από τον Ένγκελς από σημειώσεις μετά το θάνατο του Μαρξ. Χειρόγραφες σημειώσεις για ένα τέταρτο τόμο εκδόθηκαν αργότερα από τον Κάουτσκι ως «Θεωρίες για την Υπεραξία». Αν και ο Μαρξ αφιέρωσε πολλή από τη ζωή του στη φιλολογική εργασία, ήταν Γραμματέας της Διεθνούς Ένωσης των Εργατών (η «Πρώτη Διεθνής»), στην οποία έπαιζε ηγετικό ρόλο ως το θάνατό του στα 1883.
Η αρχική διαμόρφωση του Μαρξ πέρασε από τη ριζοσπαστική σχολή κοινωνικής κριτικής των «Νέων Χεγκελιανών» που εμφανίστηκε στη Γερμανία μετά το θάνατο του Χέγκελ στα 1832, συνεισφέροντας στη ζύμωση των ιδεών που οδήγησαν στις επαναστάσεις του 1848. Επηρεασμένος αρχικά από τον Φόιερμπαχ, αφιέρωσε τα πρώτα γραπτά του σε μια κριτική της πολιτικής φιλοσοφίας του Χέγκελ από μια αριστερή χεγκελιανή, ριζοσπαστική ανθρωπιστική θεώρηση. Ωστόσο, σύντομα αντιλήφθηκε ότι οι νομικές σχέσεις και οι κρατικές μορφές έχουν τις ρίζες τους στις υλικές και οικονομικές σχέσεις. Ο Ένγκελς έφτανε σε παρόμοια συμπεράσματα ως αποτέλεσμα των εμπειριών του στο Μάντσεστερ («Η Κατάσταση της Εργατικής Τάξης στην Αγγλία», 1844), και οι δυο τους συνεργάστηκαν σε έναν αριθμό έργων όπου επιτέθηκαν στους νέους χεγκελιανούς συγχρόνους τους (Φόιερμπαχ, Στίρνερ, Ρούγκε, Μπρούνο Μπάουερ) για τον ιδεαλισμό τους («Η Αγία Οικογένεια», 1844, «Η Γερμανική Ιδεολογία», 1845). Από εκεί εμφανίστηκε η «υλιστική θεωρία της ιστορίας», η θεωρία που, όπως λέει ο Μαρξ, χρησίμευσε ως το «καθοδηγητικό νήμα» για τις μελέτες του σε όλη την υπόλοιπη ζωή του.
Μερικοί συγγραφείς, όπως ο Αλτουσέρ, επιμένουν σε μια οξεία διάκριση ανάμεσα στο «πρώιμο φιλοσοφικό έργο του Μαρξ» (ως το 1845) και το μεταγενέστερο έργο του. Αν και η σκέψη του Μαρξ αναπτύσσεται και αλλάζει με την αυξανόμενη εστίαση στην οικονομία, οι περισσότεροι σχολιαστές συμφωνούν ότι δεν υπάρχει ριζική ασυνέχεια στη σκέψη του.
Η υλιστική θεωρία της ιστορίας ξεκινά από την πρόταση ότι τα ανθρώπινα όντα είναι προϊόντα της ανάγκης, και συνεπώς η υλική πλευρά της ανθρώπινης ζωής, οι φυσικές ανάγκες και η οικονομική δράση για την ικανοποίησή τους, είναι πρωταρχική και βασική. Αυτό μπορεί να φαίνεται προφανές ως το βαθμό της κοινοτυπίας, αλλά δεν είναι. Γιατί η ιστορία και η κοινωνική φιλοσοφία πριν από τον Μαρξ εστίαζε στις πράξεις των κρατών και των κυβερνητών, μη αποδίδοντας πρακτικά σημασία στις οικονομικές αναπτύξεις. Σύμφωνα με τον Μαρξ, κάθε κοινωνία αποτελείται από ορισμένες «παραγωγικές δυνάμεις» (εργαλεία, μηχανές και την εργασία που τα κινεί) με τις οποίες συνδέονται καθορισμένες κοινωνικές «σχέσεις παραγωγής (σχέσεις ιδιοκτησίας, καταμερισμός εργασίας). Αυτές συναποτελούν την υλική «βάση» της κοινωνίας, πάνω στην οποία υψώνεται ένα «εποικοδόμημα» πολιτικών και νομικών θεσμών, και ιδεολογικών μορφών (τέχνη, θρησκεία και φιλοσοφία). «Δεν είναι η συνείδηση των ανθρώπων που καθορίζει την ύπαρξή τους, αλλά απεναντίας, η κοινωνική ύπαρξή τους καθορίζει τη συνείδησή τους» («Συμβολή στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας», Μόσχα 1978, σελ.21).
Σε κάθε ιστορική περίοδο οι σχέσεις παραγωγής παρέχουν το κοινωνικό πλαίσιο για την οικονομική ανάπτυξη, Οι αναπτυσσόμενες παραγωγικές δυνάμεις δίνουν γένεση σε αυξανόμενες συγκρούσεις με τις υπάρχουσες σχέσεις παραγωγής και αυτές οι συγκρούσεις αντανακλώνται ως ταξικοί αγώνες. «Από μορφές ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων αυτές οι σχέσεις μετατρέπονται σε δεσμά τους. Τότε αρχίζει μια εποχή κοινωνικής επανάστασης» (στο ίδιο, σελ.21). Ο Μαρξ χωρίζει την ιστορία σε έναν αριθμό διαφορετικών εποχών ή τρόπων παραγωγής: δουλοκτητική κοινωνία, φεουδαρχία, καπιταλισμός.
Η οικονομική ανάπτυξη δεν δημιουργεί μόνο μια πληθώρα νέων αγαθών, αλλά επίσης νέες μορφές κοινωνικών σχέσεων και νέες κοινωνικές ομάδες και τάξεις. «Ο χειροκίνητος μύλος δίνει το φεουδάρχη, ο ατμοκίνητος τον καπιταλιστή» («Η Αθλιότητα της Φιλοσοφίας», Λονδίνο 1955, σελ.202). Το προλεταριάτο (η βιομηχανική εργατική τάξη) είναι επίσης ένα προϊόν του καπιταλισμού. Οι Μαρξ και Ένγκελς ανιχνεύουν την ανάπτυξή του στο λαμπρό εισαγωγικό κεφάλαιο στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο». Δείχνουν πώς η διαδικασία της εκβιομηχάνισης συγκεντρώνει τους εργαζόμενους ανθρώπους στα εργοστάσια και τις πόλεις, και πώς σαν αποτέλεσμα, η εργατική τάξη αναπτύσσεται από μια ανοργάνωτη και ασυνείδητη μάζα (μια τάξη καθεαυτή) μέσω του αγώνα της με την αστική τάξη σε μια οργανωμένη και συνειδητή κοινωνική δύναμη (μια τάξη δι’ εαυτή), μια δύναμη που προορίζεται τελικά να είναι ο νεκροθάφτης του καπιταλισμού και ο ιδρυτής ενός νέου τρόπου παραγωγής.
Για τον Μαρξ, η κοινωνία δεν είναι απλά μια συλλογή από χωριστά, ανταγωνιζόμενα άτομα, αν και αυτή είναι η εμφάνιση που δίνει η καπιταλιστική κοινωνία. Όλες οι ιστορικές κοινωνίες χωρίζονται σε ανταγωνιζόμενες τάξεις, που ορίζονται δομικά και οικονομικά με όρους της σχέσης τους με τα μέσα παραγωγής. Έτσι, ο Μαρξ αντιλαμβάνεται την αστική τάξη ως ιδιοκτήτες και το προλεταριάτο ως μη-ιδιοκτήτες μέσω παραγωγής. Ο Μαρξ πίστευε ότι η καπιταλιστική κοινωνία πολωνόταν βαθμιαία σε «σε δυο μεγάλα αντιπαρατιθέμενα στρατόπεδα» αστών και προλεταρίων. Η πραγματική ιστορική ανάπτυξη του καπιταλισμού δεν το επιβεβαίωσε αυτό άμεσα, τουλάχιστον στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες, αν και οπωσδήποτε μια τέτοια πόλωση αναπτύχθηκε σε διεθνή κλίμακα. Ο χαρακτήρας των κοινωνικών τάξεων στη βιομηχανική κοινωνία άλλαξε σημαντικά αφότου ο Μαρξ έγραφε στα μέσα του 19ου αιώνα και υπήρξαν πολλές διαμάχες για το αν μπορεί ακόμη να κατανοηθούν με μαρξιστικούς όρους. Παρ’ όλα αυτά, η κατανόηση της κοινωνίας με όρους κοινωνικών τάξεων είναι τώρα ένα αναντικατάστατο στοιχείο της σύγχρονης κοινωνικής σκέψης.
Κατά τον Μαρξ, όλες οι ιστορικές κοινωνίες χωρίζονται σε ανταγωνιστικές τάξεις. Το κράτος δεν αντιπροσωπεύει τα συμφέροντα «του λαού» ή μια κοινή «γενική βούληση» (Ρουσσώ). Ούτε είναι μια δύναμη που στέκει πάνω ή πέρα από τη σύγκρουση των ταξικών συμφερόντων, όπως υποστηρίζουν φιλελεύθεροι φιλόσοφοι σαν τον Χομπς και τον Λοκ. Για τον Μαρξ, το κράτος είναι ουσιαστικά ένα εργαλείο ταξικής κυριαρχίας. Το κράτος στην καπιταλιστική κοινωνία είναι ένα αστικό κράτος: δεν είναι παρά «μια επιτροπή για τη διαχείριση των κοινών υποθέσεων της μπουρζουαζίας» («Κομμουνιστικό Μανιφέστο», στο Κ. Μαρξ & Φ. Ένγκελς, τόμ.1, 1962, σελ.223). Τα κριτήριά του δικαιοσύνης, δημοκρατίας και δικαίου είναι αστικά κριτήρια. Αυτό δεν αμφισβητεί ότι στην καπιταλιστική κοινωνία υπάρχουν μορφές αστικής δημοκρατίας στις οποίες διαφορετικά κόμματα αντιπροσωπεύουν διαφορετικά ταξικά συμφέροντα, συμπεριλαμβανόμενων και εκείνων των εργατών. Ωστόσο, οι φιλελεύθεροι δημοκρατικοί πολιτικοί θεσμοί λειτουργούν μέσα στα όρια και τους περιορισμούς του καπιταλιστικού συστήματος. Αν αυτά απειλούνται ριζικά, η δημοκρατία ακυρώνεται.
Ο Μαρξ πίστευε ότι ο καπιταλισμός θα οδηγούσε αναπόφευκτα σε αυξανόμενη ταξική πόλωση και ταξική σύγκρουση. Μέσω των δικών του εσωτερικών διαδικασιών ανάπτυξης προορίζεται να δώσει τελικά γένεση στη δική του διάλυση: σε μια επανάσταση που θα οδηγήσει στην ανατροπή του και στη δημιουργία μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας. Η κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη θα οδηγήσει, κατ’ αρχή, στη δημιουργία ενός σοσιαλιστικού κράτους, ενός κράτους όπου η εργατική τάξη είναι κυρίαρχη τάξη και που λειτουργεί προς τα συμφέροντά της. Με αυτό τον τρόπο, η «δικτατορία του προλεταριάτου» θα αντικαταστήσει τη «δικτατορία της μπουρζουαζίας». Με αυτές τις φράσεις, ο Μαρξ δεν εννοεί ότι αυτά τα κράτη έχουν μια δικτατορική μορφή, αλλά ότι κυβερνούν προς το συμφέρον μιας συγκεκριμένης τάξης.
Ωστόσο, η «δικτατορία του προλεταριάτου» είναι μόνο η «πρώτη φάση» της μετακαπιταλιστικής ανάπτυξης. Ο κύριος σκοπός της είναι να καταργήσει την ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, και συνεπώς την κοινωνικής και οικονομική βάση των ταξικών διαιρέσεων. Επιπρόσθετα, ο Μαρξ πίστευε ότι η έλευση των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής θα αποδέσμευε τις παραγωγικές δυνάμεις και θα οδηγούσε σε μια μεγάλη οικονομική πρόοδο. Καθώς θα διαλυόταν η υλική βάση των ταξικών διαιρέσεων, θα εξαφανίζονταν βαθμιαία οι ταξικές διαφορές, και μαζί τους η ανάγκη για το κράτος ως ένα εργαλείο ταξικής κυριαρχίας και ως διακριτής καταπιεστικής δύναμης. Στο ανώτερο στάδιο του πλήρους κομμουνισμού, το κράτος προορίζεται τελικά να «σβήσει», όπως το θέτει ο Ένγκελς, και «η διακυβέρνηση των ανθρώπων θα αντικατασταθεί από τη διεύθυνση των πραγμάτων» («Η Καταγωγή της Οικογένειας, της Ατομικής Ιδιοκτησίας και του Κράτους, στο Κ. Μαρξ & Φ. Ένγκελς, Selected Works, τόμ. 2, Μόσχα 1962).
Ο Μαρξ περιγράφει το όραμα της κομμουνιστικής κοινωνίας ως εξής: «Σε μια ανώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας αφού η υποδουλωτική καθυπόταξη του ατόμου στον καταμερισμό της εργασίας, και μαζί της επίσης η αντίθεση της διανοητικής και φυσικής εργασίας θα έχουν εξαλειφθεί˙ αφού η εργασία θα έχει γίνει όχι μόνο ένα μέσο ζωής, αλλά η κύρια ανάγκη της ζωής˙ αφού οι παραγωγικές δυνάμεις θα έχουν επίσης αναπτυχθεί με την ολόπλευρη ανάπτυξη του ατόμου, και όλες οι πηγές του συνεργατικού πλούτου θα αναβλύζουν σε αφθονία – μόνο τότε θα μπορεί να διαγραφεί πλήρως ο στενός ορίζοντας του αστικού δικαίου και η κοινωνία να γράψει πάνω στη σημαία της: από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του» («Κριτική του Προγράμματος της Γκότα», στο Κ. Μαρξ & Φ. Ένγκελς, Selected Works, τόμ. 2, Μόσχα 1962, σελ. 569).
Ο Μαρξ απορρίπτει τις «ουτοπικές» και ηθικές ιδέες του σοσιαλισμού, υπέρ μιας αντίληψης βασισμένης σε αυτό που υποστηρίζει πως είναι ένας αντικειμενικός και «επιστημονικός» απολογισμός της ιστορικής ανάπτυξης. Η ιδέα του για το σοσιαλισμό, επιμένει, δεν είναι μια έκφραση ηθικών αξιών, δεν είναι ένα ιδανικό που θα έπρεπε απλά να εκπληρωθεί, είναι η πραγματική προβλεπόμενη  τάση της καπιταλιστικής ανάπτυξης. «Ο κομμουνισμός δεν είναι για μας μια κατάσταση πραγμάτων που πρόκειται να εγκαθιδρυθεί, ένα ιδανικό προς το οποίο πρέπει να προσαρμοστεί η πραγματικότητα. Ονομάζουμε κομμουνισμό την πραγματική κίνηση που καταργεί την παρούσα κατάσταση πραγμάτων». («Η Γερμανική Ιδεολογία», Λονδίνο 1975, σελ.171). Ωστόσο, υπάρχει μια φανερά οραματική και «ουτοπική» διάσταση στη σκέψη του Μαρξ, που ενέπνευσε έκτοτε τους σοσιαλιστές, και η οποία υπήρξε από τις πιο ισχυρές ηθικές ιδέες στο σύγχρονο κόσμο.
Το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» ξεκινά με τα τολμηρά λόγια, «Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από την Ευρώπη, το φάντασμα του κομμουνισμού». Την εποχή που γράφτηκαν αυτά τα λόγια ήταν περισσότερο μια έκφραση ελπίδας, παρά μια περιγραφή της ιστορικής κατάστασης που επικρατούσε τότε. Η Ένωση των Κομμουνιστών, για την οποία γράφτηκε το «Μανιφέστο», ήταν μόνο μια μικρή ομάδα ακτιβιστών, χωρίς κάποια πλατιά οργάνωση ή οπαδούς. Λίγο μετά τη δημοσίευση του «Μανιφέστου», οι επαναστατικές ελπίδες που εξέφραζε καταπνίχτηκαν. Οι επαναστάσεις του 1848 ηττήθηκαν. Η Ένωση των Κομμουνιστών, μαζί με άλλες επαναστατικές ομάδες συντρίφτηκε˙ τα μέλη της καταδιώχτηκαν και κυνηγήθηκαν. Το «φάντασμα του κομμουνισμού» είχε, κατά τα φαινόμενα, εξαλειφθεί, και το τολμηρό όραμα του «Μανιφέστου» είχε αναιρεθεί.
Βαθμιαία αλλά σταθερά, ωστόσο, το επαναστατικό σοσιαλιστικό κίνημα αναδιοργανώθηκε και επανεμφανίστηκε. Το 1864, ιδρύθηκε η Διεθνής Ένωση των Εργατών, η Πρώτη Διεθνής, με τον Μαρξ Γραμματέα και ηγετικό στοχαστή της. Ως το 1883, χρονιά του θανάτου του Μαρξ, οι σοσιαλιστικές ομάδες είχαν αναζωογονηθεί και οι ιδέες του Μαρξ αποκτούσαν επιρροή σε όλη την Ευρώπη. Το φάντασμα είχε επιστρέψει.
Στη διάρκεια του 20ου αιώνα, η ίδια η ιστορία έμοιαζε να παρέχει αξιοσημείωτη επιβεβαίωση των κύριων κατευθύνσεων στη σκέψη του Μαρξ. Η πρόγνωση ότι ο καπιταλισμός προορίζεται να είναι μόνο ένα ειδικό και περιορισμένο ιστορικό στάδιο που θα ξεπεραστεί φαινόταν να δικαιολογείται από τη διαδοχή των επαναστάσεων που είχαν μετακινήσει ένα μεγάλο μέρος του κόσμου από την κυριαρχία του. Ο κομμουνισμός φαινόταν να είναι ένα «φάντασμα» που πλανιόταν όχι μόνο πάνω από την Ευρώπη, αλλά ολόκληρο τον κόσμο.
Με την κατάρρευση των καθεστώτων του Σοβιετικού και Ανατολικο-ευρωπαϊκού κομμουνισμού το 1989, ωστόσο, αυτή η εικόνα τέθηκε σε αμφιβολία. Μερικοί λένε ότι ο μαρξισμός είναι τώρα νεκρός και ότι η πρόγνωση για ένα ιστορικό στάδιο πέρα από τον καπιταλισμό είναι μια ψευδαίσθηση. Ο καπιταλισμός και η φιλελεύθερη δημοκρατία είναι τα ανώτατα δυνατά στάδια της κοινωνικής ανάπτυξης, το «τέλος της ιστορίας». Με δεδομένα τα συνεχιζόμενα προβλήματα, τις κρίσεις, τις συγκρούσεις και τις αντιφάσεις στον καπιταλιστικό κόσμο, αυτή δεν είναι μια προφανής, ούτε μια υποστηρίξιμη άποψη. Χωρίς αμφιβολία, ο μαρξισμός χρειάζεται επανεξέταση στο φως της ιστορικής εμπειρίας. Παρ’ όλα αυτά, παραμένει η πιο περιεκτική και ισχυρή θεωρία για την κατανόηση του καπιταλιστικού κόσμου και μια συνεχή πηγή ελπίδας και έμπνευσης για όλους εκείνους που πιστεύουν  ότι μια καλύτερη μορφή ανθρώπινης ζωής είναι δυνατή.

*Το παρόν αποτελεί λήμμα για τον Μαρξ γραμμένο από τον Sean Sayers για τη συλλογή των Nöel Parker και Stuart Sim, «The A-Z Guide to Modern Social and Political Theorists» (Hemel Hempstead: Prentice-Hall/Harvester Wheatsheaf, 1997), σελ. 241-5. Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Σπάρτακος». O Sean Sayers είναι καθηγητής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Κεντ, συγγραφέας σειράς εργασιών για τη διαλεκτική και το μαρξισμό.

 
Περισσότερα Άρθρα...