Η άνοδος και η πτώση (;) του ΛΑΟΣ
Η άνοδος και η πτώση (;) του ΛΑΟΣ
του Άρη Τόλιου*
Η ιστορία μας ξεκινάει από το 2000. Η απόσταση που μας χωρίζει μπορεί να μετριέται ποσοτικά σε 12 χρόνια, αλλά ποιοτικά μοιάζει έτη φωτός πίσω μας. Πρόκειται για μια εποχή, όπου η παγκοσμιοποίηση έχει αρχίσει να δείχνει τα δόντια της, η ευρωζώνη είναι έτοιμη να εγκατασταθεί (για να αποδειχθεί στο σήμερα εξαιρετικά βραχύβια) και ο δικομματισμός βρίσκει σαρωτική έκφραση στην κοινωνία (ΠΑΣΟΚ – ΝΔ συγκεντρώνουν στις εκλογές του 2000 αθροιστικά περίπου 6 εκατομμύρια ψήφους, ποσοστό 86,53% και 283 έδρες). Είναι η εποχή του «λαϊφστάιλ», του «εκσυγχρονισμού» της κυβέρνησης Σημίτη και των «διαπλεκόμενων». Ταυτόχρονα, είναι η εποχή που η Αριστερά μοιάζει δειλά - δειλά να βρίσκει τον προσανατολισμό που έψαχνε για περίπου δέκα χρόνια, μέσα από τα πρώτα αντι-παγκοσμιοποιητικά κινήματα, μετά από το συντριπτικό ιδεολογικό χτύπημα που δέχτηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’90.
Από την άλλη, αν και ο κοινωνικός αποκλεισμός και ο ρατσισμός υποβόσκει σε μεγάλη κλίμακα (σχεδόν στα όρια της συστημικής υποκουλτούρας), δεν υπάρχει ένας συμπαγής ακροδεξιός φορέας να την εκφράσει: η Χρυσή Αυγή, μετά από την εμφάνισή της στη συγκυρία του «Μακεδονικού» και τη διείσδυσή της σε διάφορους κοινωνικούς χώρους (π.χ. σύνδεσμοι οργανωμένων οπαδών), είναι πλέον στα όρια της οργανωτικής διάλυσης. Στο σύνολό της, η ακροδεξιά διχάζεται από ανταγωνιστικά, προσωποκεντρικά σχήματα με πολύ μικρή κοινωνική βάση, που διεκδικούν εναγωνίως το χρίσμα των επιφανών ακροδεξιών συμβόλων του παρελθόντος (Σ. Παττακός, Ν. Ντερτιλής, Ν. Μακαρέζος, Ι. Λαδάς). Καθόλου παράξενο, εξάλλου, αν σκεφτεί κανείς ότι καλά – καλά ο χώρος της Δεξιάς είναι οριακά συγκροτημένος, μετά από την κρίση πολιτικής ταυτότητας που βίωσε για αρκετά χρόνια.
Η Νέα Δημοκρατία δίνει χώρο σε μια γενιά νεότερων στελεχών, προερχόμενων κυρίως από την παραγωγική διαδικασία της ΟΝΝΕΔ και της ΔΑΠ - ΝΔΦΚ να προωθηθούν σε υψηλόβαθμες θέσεις, ώστε να δώσουν έναν νέο αέρα αισιοδοξίας στην αυτοαποκαλούμενη «μεγάλη δημοκρατική παράταξη»: ανάμεσα σε αυτούς βρίσκονται ο Κώστας Καραμανλής και ο Άρης Σπηλιωτόπουλος. Στο Δ΄ Συνέδριο της ΝΔ το 1997, ο Κ. Καραμανλής αναλαμβάνει την ηγεσία του κόμματος και θέτει αμέσως τον στόχο επαναφοράς της Νέας Δημοκρατίας στην εξουσία – θα το πετύχει μόλις 7 χρόνια μετά.
Την άνοιξη του 2000, ωστόσο, θα έρθει σε ρήξη με ένα από τα πιο γνωστά στελέχη της Νέας Δημοκρατίας, τον Γιώργο Καρατζαφέρη, ο οποίος κατηγορούσε τον πρόεδρο του κόμματος για υπερβολική εμπιστοσύνη στον στενό συνεργάτη του και τότε γραμματέα της παράταξης Α. Σπηλιωτόπουλο, αποκαλώντας τον τελευταίο «Σαλώμη». Αυτή η δήλωσή του αποτέλεσε τη σταγόνα που «ξεχείλισε το ποτήρι» για την ηγεσία της ΝΔ, μετά από το χρόνιο φλερτ του Καρατζαφέρη με παράγοντες του ακροδεξιού χώρου (Κ. Πλεύρης, Μ. Βορίδης, κτλ.). Αρχικά εκτός κοινοβουλευτικής ομάδας και στη συνέχεια εκτός κόμματος, ο Γιώργος Καρατζαφέρης βρίσκεται μετά από πολλά χρόνια και τρεις κοινοβουλευτικές θητείες (1993-2000) χωρίς πολιτική στέγη.
Ποιος είναι όμως ο Γιώργος Καρατζαφέρης;
Ο βίος και η πολιτεία του προέδρου του ΛΑΟΣ πριν από την ίδρυση του κόμματος δεν είναι αδιάφορος, αλλά αφορά το κομμάτι εκείνο της κοινωνικής ζωής, το οποίο επιβίωνε απόλυτα εντοιχισμένο στα πλαίσια του αστικού συστήματος τόσο πολιτικά όσο και ιδεολογικά: με άλλα λόγια, ο Γιώργος Καρατζαφέρης, είτε λόγω της συμμετοχής του εντός του μεγάλου κόμματος της ΝΔ είτε λόγω της σύγχρονης, «καλτ» υποκουλτούρας, την οποία εμπλούτιζε, δεν αποτελεί κάποιο σημείο αναφοράς για την κεντρική πολιτική ζωή της χώρας. Εξάλλου, για την παρουσία του προέδρου του ΛΑΟΣ στο δημόσιο βίο μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’90 περισσότερο ενδιαφέρον δείχνουν οι ερευνητές και δημοσιογράφοι τώρα παρά τότε.
Το βιογραφικό σημείωμα του Γ. Καρατζαφέρη είναι λίγο - πολύ γνωστό. Άλλωστε, ο ίδιος έχει φροντίσει να κοινοποιήσει σε όλους τους τόνους την εικόνα του ως «αυτοδημιούργητου» (κατά σειρά) ραδιοφωνικού παραγωγού, διαφημιστή, τηλεοπτικού παραγωγού, επιχειρηματία, δημοσιογράφου, εκδότη, παρουσιαστή και –εν τέλει– πολιτικού.
Το 2000 λοιπόν ο Γ. Καρατζαφέρης βρίσκεται για πρώτη φορά κομματικά ανερμάτιστος. Ο ίδιος, ωστόσο, σύντομα το αντιλαμβάνεται ως «αδέσμευτος» και «ανεξάρτητος». Επιπλέον, αντιλαμβάνεται ένα μεγάλο πολιτικό κενό: η Νέα Δημοκρατία έχει αρχίσει να προωθεί μια νέα, «κεντροδεξιά» ατζέντα, ικανή να πλαγιοκοπήσει το «εκσυγχρονιστικό» ΠΑΣΟΚ και η οποία θέτει σαφή όρια ανάμεσα σε αυτή και το υπερσυντηρητικό κομμάτι της παραδοσιακής Δεξιάς. Το τελευταίο μένει «ορφανό» – μόνο μέχρι το Σεπτέμβριο του 2000 και την ίδρυση του ΛΑΟΣ…
Πολιτική στρατηγική
Ο ΛΑΟΣ κατάφερε να διεμβολίσει πολύ δυναμικά το πολιτικό σκηνικό στην Ελλάδα και να σημειώνει αλλεπάλληλες εκλογικές επιτυχίες με εξαιρετική συνέπεια. Η υποψηφιότητα του Γ. Καρατζαφέρη για την Υπερνομαρχία Αθηνών συγκέντρωσε το 13,6% το 2002· στις βουλευτικές εκλογές του 2004, ο ΛΑΟΣ δεν μπαίνει στη Βουλή – ωστόσο, το ποσοστό του, όχι μόνο ξεφεύγει από τα όρια περιθωριακού κόμματος (2,19%), αλλά εξασφαλίζει την κρατική επιχορήγηση του ενός εκατομμυρίου ευρώ· οι Ευρωεκλογές του 2004 εξασφαλίζουν στον ΛΑΟΣ ποσοστό 4,12% και στην ακροδεξιά τον πρώτο Ευρωβουλευτή μετά το 1984 και τον Χρ. Δημητριάδη της ΕΠΕΝ· το 2007, επιτυγχάνεται η είσοδος του ΛΑΟΣ στη Βουλή, με το μεγαλύτερο ποσοστό (3,80%) μετά το 6,80% της Εθνικής Παράταξης το 1977· στις ευρωεκλογές του 2009, ο ΛΑΟΣ καταφέρνει να ανεβάσει ακόμα περισσότερο τα ποσοστά του (7,15%) και να εκλέξει δύο ευρωβουλευτές· τέλος, στις βουλευτικές εκλογές του 2009, ο ΛΑΟΣ συγκεντρώνει 5,63% και καταλαμβάνει 15 βουλευτικές έδρες και τη θέση του τέταρτου κόμματος έναντι του ΣΥΡΙΖΑ.
Η πολιτική παρουσία του ΛΑΟΣ έχει σημαδέψει –στο διάστημα της δωδεκαετούς ύπαρξης του– όλα τα μέσα που διαθέτει το αστικό μπλοκ εξουσίας (Εκκλησία, δυνάμεις καταστολής, ΜΜΕ). Έχοντας ως «κρίσιμη μάζα» ένα υπαρκτό κομμάτι με ακροδεξιές, νεοφασιστικές, φιλοβασιλικές και φιλοχουντικές πεποιθήσεις, το οποίο επιβίωσε της Μεταπολίτευσης, ο ΛΑΟΣ κατάφερε να αποκτήσει κοινωνική γείωση και συνεπές ακροατήριο. Πάνω σε αυτό το κομμάτι βασίστηκε στα πρώτα του βήματα για να αναπτυχθεί η πολιτική του στρατηγική και να εξαπλωθεί σιγά - σιγά και σε ευρύτερα τμήματα, μέσα στην πολιτική γεωγραφία της κοινωνίας.
Ωστόσο, αυτή η «κρίσιμη μάζα» δε θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να παίξει τον καταλυτικό ρόλο που οραματιζόταν ο Γ. Καρατζαφέρης ήδη από τις πρώτες εκπομπές του στο κανάλι του το «Τηλεάστυ» (πρώην TeleCity), στις ημέρες του στη Νέα Δημοκρατία. Αυτό που δεν αντιλήφθηκαν το 2000 οι στενοί συνεργάτες του Κ. Καραμανλή, που επιθυμούσαν τη διαγραφή του Καρατζαφέρη, ήταν ότι ταυτόχρονα του εκχωρούσαν αναγκαστικά και το μοναδικό μέσο άμεσης επικοινωνίας με τη «σκληρή» Δεξιά: το «Τηλεάστυ». Τη συχνότητα του καναλιού του χρησιμοποίησε λοιπόν αρχικά ο Καρατζαφέρης, ελλείψει οργανωτικής δομής, για να προπαγανδίσει το λόγο του, απέναντι σε ένα κοινό, ήδη εξοικειωμένο με την παρουσία και τη ρητορεία του και αρκετά ευρύτερο από τα στενά όρια της παραδοσιακής ακροδεξιάς.
Παράλληλα, ο τυχοδιωκτισμός του Γ. Καρατζαφέρη δε θα μπορούσε να αφήσει το ΛΑΟΣ αμέτοχο σε μια συγκυρία που καθιστούσε την ανάπτυξη τέτοιας αντιδραστικής αφήγησης εξαιρετικά ευνοϊκή. Πρώτον, η ανάδειξη του υπερσυντηρητικού και πολιτικά φιλόδοξου Χριστόδουλου ως αρχιεπισκόπου Ελλάδας και η υπόθεση με την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες που προέκυψε το 2000 δίνουν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για τον Καρατζαφέρη να ρίξει γέφυρες στην κοινωνία, πολύ μεγαλύτερες από την τότε εμβέλεια του κόμματός του. Μέσω των ΜΜΕ που έχει στην κατοχή του (κανάλι «Τηλεάστυ» και εφημερίδα «Α1»), ο Καρατζαφέρης επιδίδεται σε άγρια προπαγάνδιση του Χριστόδουλου και του «ελληνικοκεντρικού» και «ορθοδοξοκεντρικού» χαρακτήρα του κόμματος που αναμένεται να ιδρύσει. Τη χάρη θα ανταποδώσει ο αρχιεπίσκοπος όταν θα αποκαλέσει τους ψηφοφόρους του Καρατζαφέρη στις αυτοδιοικητικές εκλογές του 2002 «καλούς χριστιανούς». Η ακραιφνής υποστήριξη του Χριστόδουλου στο ΛΑΟΣ, καθώς και η αμφιλεγόμενη και «υπερκομματική» υποψηφιότητα του Γ. Τζανετάκου εκ μέρους της ΝΔ (που αποσυσπείρωσε το παραδοσιακό «δεξιό» ακροατήριο) εκτοξεύει το εκλογικό ποσοστό του ΛΑΟΣ στην Υπερνομαρχία Αθηνών.
Δεύτερον, η συγκυρία της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, δίνει στον Καρατζαφέρη «χρυσή ευκαιρία» για την ανάπτυξη συνωμοσιολογικής και συντηρητικής αφήγησης. Στην (trash) τηλεοπτική πραγματικότητα, εισάγονται καινοφανείς «καλτ» εκπομπές telemarketing βιβλίων. Η κοινωνικά εγκατεστημένη «λατρεία του περιθωρίου» εκτοξεύει την ακροαματικότητα αυτών των εκπομπών, οι οποίες αναδεικνύουν το περιεχόμενό τους σε σκληρή αντιδραστική προπαγάνδα με ελληνοκεντρικό πρόσημο και τους παρουσιαστές τους (Δ. Λιακόπουλος, Κ. Βελόπουλος, αδελφοί Γεωργιάδη, κτλ.) σε πολιτικούς σχολιαστές και… μελλοντικούς βουλευτές.
Τρίτον, τον Απρίλη του 2002, ο διαβόητος Ζαν Μαρί Λεπέν σημειώνει τεράστια εκλογική επιτυχία: με 16,86% στις προεδρικές εκλογές, υπερσκελίζει τον τότε πρωθυπουργό Λιονέλ Ζοσπέν για να πάει στο δεύτερο γύρο με τον πρώτο Ζακ Σιράκ, από τον οποίο υπολειπόταν μόλις τρεις μονάδες. Αυτό το αποτέλεσμα φαίνεται ότι εμπνέει τον Καρατζαφέρη, ώστε να κατηγορήσει για άλλη μια φορά τον Κ. Καραμανλή για αδυναμία εκτοπισμού του Κ. Σημίτη. Παράλληλα, αρχίζει για πρώτη φορά να δίνει το προφίλ του άμεμπτου και συνεπούς «δεξιού», ο οποίος θα αναλάβει κάποια στιγμή τα ηνία της Δεξιάς, θα πάψει να κάνει εκπτώσεις για χάρη του «μεσαίου χώρου» και θα «στείλει σπίτι» τους σοσιαλδημοκράτες εκσυγχρονιστές.
Προφανώς, ο Γ. Καρατζαφέρης στο παρελθόν έχει επιδείξει, όχι μόνο μεγάλη ικανότητα στο να εκμεταλλεύεται τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται, αλλά και μεγάλη οξυδέρκεια και ευχέρεια στο να δημιουργεί και ο ίδιος μόνος την τύχη του – γι’ αυτό καθίσταται και επικίνδυνος. Το ακροατήριο – «χουντοβασιλικό κατάλοιπο» που βρήκε διαθέσιμο και μέσα στο οποίο ηγεμόνευσε, τα μικρής εμβέλειας ΜΜΕ («Α1» και «Τηλεάστυ») και η ευνοϊκή συγκυρία (ταυτότητες, 11/9, Λεπέν) του έδωσαν απλώς την ευκαιρία να μπει σε «ανοιχτό γήπεδο». Από εκεί και πέρα, ήταν δικό του θέμα να καταφέρει να «παίξει μπάλα».
Αρχικά, το κόμμα αποφάσισε να αλλάξει σταδιακά στρατηγική. Θέλοντας να αποτελεί στοιχείο του κεντρικού πολιτικού σκηνικού, ο ΛΑΟΣ δε μπορούσε να συνδιαλέγεται πλέον με τα πολύ «σκληρά» κομμάτια της ακροδεξιάς – τουλάχιστον όχι σε προνομιακούς όρους. Η γραμμή του κόμματος άρχισε σιγά - σιγά να αλλάζει, ειδικά μετά το 2004, οπότε και εξασφάλισε την εκπροσώπησή του στο Ευρωκοινοβούλιο. Η ρητορεία του Γ. Καρατζαφέρη ξεκίνησε σταδιακά να απομακρύνεται από τον αντισημιτισμό και τα ρατσιστικά ιδεολογήματα και να επικεντρώνεται στα ζητήματα (μεταναστευτικό, εξωτερική πολιτική, κτλ.) που είναι κεντρικά έτσι κι αλλιώς στην αφήγηση των περισσότερων νεωτερικών ακροδεξιών σχηματισμών στην Ευρώπη. Παράλληλα, ο ΛΑΟΣ άρχισε να βάζει «κόκκινες γραμμές» και στις ιδεολογικές καταβολές του: αποκηρύσσει τις έννοιες «φασισμός» και «ακροδεξιά» για χάρη της πιο αμβλυμμένης γραμμής του «υπερκομματικού δημοκρατικού πατριωτισμού», αποστασιοποιείται από τις αναφορές στον Χίτλερ, τον Μεταξά και τη Χούντα, οι σχέσεις με τον ιδεολόγο του νεοφασισμού Κ. Πλεύρη διαταράσσονται, ο ΛΑΟΣ θεωρητικά τίθεται εκτός του κλασικού οριζόντιου τόξου «αριστερά – δεξιά»1, κτλ. Την ίδια στιγμή, οι εξωφρενικές μηνύσεις για συκοφαντική δυσφήμηση γίνονται το πιο σύνηθες εργαλείο ενάντια στις διάφορες καταγγελίες αριστερών, δημοσιογράφων και αναλυτών για φασιστικό και ακροδεξιό κόμμα, επιβάλλοντας ένα ιδιότυπο καθεστώς λογοκρισίας και φόβου2.
Η τακτική του ΛΑΟΣ ριζώνει και αναπτύσσεται. Περίπου στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας ο Καρατζαφέρης συνειδητοποιεί ότι δεν έχει πλέον κανένα λόγο να πλαγιοκοπεί τη Νέα Δημοκρατία (με στελέχη της οποίας διατηρεί σχέσεις και συντηρεί την άποψη περί «επιστροφής του ασώτου υιού»), ώστε να τη φέρει πιο δεξιά. Αντιθέτως, νιώθει αρκετά ισχυρός, ώστε, κατά την επόμενη πενταετία, να φιλοδοξεί να εκτοπίσει τη ΝΔ και να καταλάβει για λογαριασμό του ΛΑΟΣ την ηγεμονία στον συντηρητικό χώρο, μετατοπίζοντας τον στο σύνολό του πιο δεξιά.
Σε αυτό το πλαίσιο, εντάσσεται και η στρατηγική του «δούρειου ίππου»: το 2006, ο ΛΑΟΣ επιλέγει να μην κατεβάσει υποψήφιο στο Δήμο της Αθήνας και να προσφέρει στήριξη στον Νικήτα Κακλαμάνη. Ο τελευταίος, παρά τις αντιδράσεις των φιλελεύθερων τεχνοκρατών της Νέας Δημοκρατίας (πιθανότατα επηρεασμένος και από τις δικές του υπερσυντηρητικές καταβολές, π.χ. τη θητεία του στην Πολιτική Άνοιξη), αποδέχεται την προσφορά του Καρατζαφέρη και τον βοηθάει να σημειώσει πολιτική νίκη. Αυτό συμβαίνει γιατί πλέον το ΛΑΟΣ παρουσιάζεται σημαντικός εταίρος ενός μεγάλου και σύγχρονου κόμματος όπως η Νέα Δημοκρατία και ενός «κοσμοπολίτη» δημάρχου όπως ο Ν. Κακλαμάνης. Με άλλα λόγια, ξεφεύγει ακόμα περισσότερο από τη «μιζέρια» και απωθητικότητα της ακροδεξιάς ρητορείας και παρουσιάζεται, όχι μόνο σαν ισότιμος συνομιλητής στην κεντρική πολιτική, αλλά και ως φορέας απτών προτάσεων για την επίλυση ζητημάτων καθημερινής προβολής – πάντα με τη πολύτιμη βοήθεια των κυρίαρχων ΜΜΕ.
Αυτά θα είναι το μεταναστευτικό, η εξωτερική πολιτική (ειδικά το Μακεδονικό) και η κρατική καταστολή. Με αυτό τον τρόπο, ο ΛΑΟΣ επιτυγχάνει δύο πράγματα: αφ’ ενός, για πρώτη φορά, να εκφράσει σε μεγάλη κλίμακα σαφείς πολιτικές θέσεις για οτιδήποτε (και όχι ρατσιστικά ιδεολογήματα και «θολές» διακηρύξεις) και να είναι σε θέση να διαμορφώνει καταλυτικά την ατζέντα διαλόγου σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι –ανάμεσα σε διάφορους άλλους παράγοντες– η παρουσία του ΛΑΟΣ και στο Κοινοβούλιο από το 2007 αναγκάζει τα δύο μεγάλα αστικά κόμματα να μετατοπιστούν αμήχανα προς το συντηρητικότερο. Βρισκόμαστε στον «Χρυσό Αιώνα» του ΛΑΟΣ, ο οποίος θα διαρκέσει περίπου τρία χρόνια.
Μέσα σε αυτή την περίοδο, ο Καρατζαφέρης θα επιδιώξει να φέρει συντριπτικό χτύπημα στη ΝΔ. Εγκαθιστώντας τον όρο «γαλάζια πολυκατοικία», ο… «δούρειος ίππος» του Καρατζαφέρη, ο ΛΑΟΣ, θα επιδιώξει να παίξει ηγεμονικό ρόλο στα δρώμενα της Δεξιάς, ειδικά μετά την κατάρρευση της Νέας Δημοκρατίας στις εκλογές του 2009 (συνθλίβεται ανάμεσα στην σαρωτική επικράτηση του ΠΑΣΟΚ και στον παγιωμένο πλέον χώρο που καταλαμβάνει ο ΛΑΟΣ) και την κρίση ηγεσίας στο κόμμα. Παλαιότερα, ο πρόεδρος του ΛΑΟΣ χρησιμοποιούσε το παρελθόν του στην παράταξη, τις σχέσεις του με στελέχη της ΝΔ και τη μάλλον ήπια αντιμετώπισή του από την ηγεσία της τελευταίας για να «εξιλεώνεται» απέναντι σε οποιαδήποτε μομφή προς το πρόσωπό του για αντιδημοκρατική δράση. Εκείνη την εποχή όμως οι όροι είχαν αλλάξει: ο Καρατζαφέρης εγκαλεί συνεχώς τη ΝΔ σε απολογία για εγκατάλειψη των αρχών της3 και την προσκαλεί σε «επιστροφή στις ρίζες» και συμπαράταξη – αυτή τη φορά, όμως, με τον ΛΑΟΣ στο ρόλο της συνεπούς «δεξιάς πρωτοπορίας».
Αυτό που μάλλον δεν υπολόγισε ο Γιώργος Καρατζαφέρης, ωστόσο, ήταν το Μνημόνιο και τις διαλυτικές επιδράσεις του. Αν και η Ιστορία δεν έχει καταλήξει ακόμα στο αν ήταν εν τέλει στρατηγικό λάθος η στήριξη των μνημονιακών πολιτικών και η συμμετοχή στην κυβέρνηση υπό τον Λ. Παπαδήμο, τα φαινόμενα δεν δείχνουν να δικαιώνουν τον πρόεδρο του ΛΑΟΣ ως τώρα. Έτσι, υπερεκτίμησε τις δυνατότητες του κόμματος του μέσα στο ιδεολογικό - αξιακό πλέγμα (και όχι πολιτικό) των κομμάτων σε καιρό Μνημονίου.
Όταν τέθηκε το δίλημμα «Μνημόνιο ή όχι», οι περισσότεροι κοινοβουλευτικοί σχηματισμοί υιοθέτησαν στάσεις αναμενόμενες ως προς την τοποθέτησή τους στο φάσμα «Αριστερά - Δεξιά». Προέκυψε μόνο μια αντίφαση: η ΝΔ, παρότι ένθερμος υποστηρικτής των πιο αντιλαϊκών πολιτικών, καταψήφισε το Μνημόνιο, μόνο για λόγους αντιπολίτευσης. Έτσι, προέκυψε μια ιδιόρρυθμη κοινοβουλευτική «συμμαχία» ΠΑΣΟΚ - ΛΑΟΣ, την οποία στήριζαν σε ορισμένες μνημονιακές πολιτικές (π.χ. νομοσχέδιο για την παιδεία) και η ΝΔ, η Δημοκρατική Συμμαχία και η Δημοκρατική Αριστερά.
Ωστόσο, αυτό έφερε τον ΛΑΟΣ σε μια ασυνήθιστη θέση: έπρεπε να εγκαταλείψει τον ρόλο του ως «αντάρτη της πολιτικής» και την καταγγελτική ρητορεία. Επιπλέον, είτε για να μην είναι ανακόλουθος με την πολιτική εύνοιας του μεγάλου κεφαλαίου που υποστηρίζει είτε για να μεταμορφωθεί από «απρόβλεπτο παράγοντα» της πολιτικής ζωής σε «ρυθμιστή», οδηγήθηκε σε μια επιλογή, η οποία, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, έχει καθιερωθεί στη συλλογική συνείδηση ως πλήρως «αντιπατριωτική»!
Επιπλέον, για πολλούς λόγους, ο λόγος ύπαρξης του ΛΑΟΣ είχε περιοριστεί. Το ΠΑΣΟΚ κάλυπτε επαρκώς το κομμάτι της λαϊκίστικης, δημαγωγικής αφήγησης (π.χ. δηλώσεις Πάγκαλου), ενώ η ΝΔ βρισκόταν όχι μόνο σε ρόλο αντιπολίτευσης που καρπώνεται τη λαϊκή αγανάκτηση, αλλά και οδηγούμενη από τη συντηρητική ηγεσία του Αντώνη Σαμαρά. Έτσι, ο ΛΑΟΣ ούτε στη νομή της εξουσίας συμμετείχε επί της ουσίας, ούτε εισέπραττε πολιτικά οφέλη, ούτε μπορούσε να ελιχθεί τόσο ανεύθυνα και ανώδυνα.
Όσο κι αν ακούγεται παράδοξο, το ΛΑΟΣ έσωσαν –προσωρινά τουλάχιστον– οι κυρίαρχοι υπερεθνικοί πολιτικοί και οικονομικοί κύκλοι, οι οποίοι πίεσαν στα τέλη του 2011 για την «κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας» και δέσμευσαν σε αυτήν και τη ΝΔ του Αντώνη Σαμαρά, μαζί με ΠΑΣΟΚ - ΛΑΟΣ. Αυτό, όχι μόνο «ανακούφισε» κάπως τον ΛΑΟΣ από την πίεση της ΝΔ, αλλά φρέναρε και κάπως την τελευταία στις δημοσκοπήσεις και –κατά συνέπεια– στον αγώνα δρόμου για την κυριαρχία στη Δεξιά. Μάλιστα, στην υπόθεση Εφραίμ, ο ΛΑΟΣ επιχείρησε να ακολουθήσει την «πεπατημένη» και να επαναπροσεγγίσει δυναμικά τους συντηρητικούς και ακραίους θρησκευτικούς κύκλους, προσφέροντας πλήρη πολιτική κάλυψη στον ηγούμενο!
Αυτό που δεν μπορούσε να αποφύγει με τίποτα ο Γ. Καρατζαφέρης ήταν ότι παρέμενε εγκλωβισμένος εντός του Μνημονίου, έχοντας απέναντί του ένα χώρο (ας τον ονομάσουμε εντελώς καταχρηστικά «αντιμνημονιακό»), στον οποίον, υπό άλλες προϋποθέσεις, θα μπορούσε να ευημερεύσει! Αυτό ακριβώς επιχείρησε να διορθώσει στην προ εβδομάδων ψήφιση του Μνημονίου ΙΙ. Εκεί θεώρησε ότι παρουσιάστηκε η κατάλληλη ευκαιρία για απεμπλοκή από τις ευθύνες του Μνημονίου και για τη συνηθισμένη καταγγελία των δύο μεγάλων κομμάτων. Η Νέα Δημοκρατία δεν μπορούσε ακόμα να κάνει αυτή την επιλογή, αφού αυτομάτως θα προκηρύσσονταν εκλογές, τις οποίες ακόμα δεν έχει αποφασίσει πώς θα διαχειριστεί και –το κυριότερο– η συμφωνία για το νέο μνημόνιο, τη νέα δανειακή σύμβαση, το PSI και το νέο πακέτο μέτρων θα βρίσκονταν μετέωρα, προκαλώντας την οργή των Ευρωπαίων και των δανειστών!
Έτσι, το κόμμα του ΛΑΟΣ απείχε από την ψηφοφορία (σε μια μάλλον γελοία ερμηνεία της «σολομώντειας λύσης»), αλλά στην πορεία βρέθηκε «λαβωμένο». Δύο από τα κορυφαία και πιο προβεβλημένα στελέχη του, ο Μάκης Βορίδης και ο Άδωνις Γεωργιάδης δήλωσαν «ανυπακοή» στην κομματική γραμμή και «πίστη» στις νεοφιλελεύθερες συνειδήσεις τους, υπερψήφισαν και διαγράφηκαν. Τις επόμενες μέρες, ο Γ. Καρατζαφέρης εκτόνωσε σε όλους τους τόνους την πικρία του για τους δύο πρώην «πραιτωριανούς» του, με σαφείς υπαινιγμούς και αιχμές. Ο λόγος; Τα δύο στελέχη έσπευσε να «αγκαλιάσει» στη Νέα Δημοκρατία ο Αντώνης Σαμαράς, προσφέροντάς τους πολιτική στέγη και εξασφαλίζοντας ότι θα αποδυναμώσει και θα δημιουργήσει ρήγματα στην «δεξιά αντιπολίτευση» (ΛΑΟΣ), ενώ θα προσπαθεί να κερδίσει χρόνο για να μην καταρρεύσει η ΝΔ και ο ίδιος προσωπικά υπό το βάρος του Μνημονίου.
Από την άλλη πλευρά, αν και ο Γ. Καρατζαφέρης επιστρέφει σε γνώριμο περιβάλλον (δηλαδή στο «αντιμνημονιακό» πεδίο, από όπου θα μπορεί να δημαγωγεί και να καταγγέλλει τους πάντες και τα πάντα), αυτό έχει αλλάξει τον τελευταίο ενάμιση χρόνο – από την ημέρα υπογραφής του Μνημονίου το Μάιο του 2011, στο διάστημα δηλαδή στο οποίο ο ΛΑΟΣ ασκούσε (ουσιαστικά στην αρχή και έπειτα και θεσμικά) μνημονιακή φιλοκυβερνητική πολιτική και όχι αντιπολίτευση.
Σε περιόδους κρίσης, τα κόμματα ψάχνουν να βρουν σταθερές, πάνω στις οποίες θα μπορέσουν να στηριχθούν και να ανασυνταχθούν. Ποιες είναι όμως αυτές για τον Γιώργο Καρατζαφέρη; Ο παραδοσιακός ακροδεξιός χώρος, ο οποίος αποτέλεσε γι’ αυτόν την «κρίσιμη μάζα» πριν μια δεκαετία, του έχει γυρίσει την πλάτη. Πλέον, υπάρχει αντίπαλος στη χώρο της ακροδεξιάς, ακόμα πιο επικίνδυνος και ονομάζεται Χρυσή Αυγή: εκεί αναμένεται, δυστυχώς, να βρουν έκφραση όλα εκείνα τα «σταγονίδια» (εθνικιστές, νεοφασίστες, ακροδεξιοί, φιλοχουντικοί), τα οποία «θυσίασε» ο Καρατζαφέρης για να αποτινάξει από πάνω του τον χαρακτηρισμό «ακραίος».
Επιπλέον, σύμφωνα με την «αντιμνημονιακή» αφήγηση, η υπεράσπιση της χώρας έχει γίνει υπόθεση πολλών παραγόντων – άρα και περισσότερων δοχείων διάχυσης πατριωτικού αισθήματος (από την κομμουνιστική αριστερά μέχρι την νεοφασιστική ακροδεξιά) στις επερχόμενες εκλογές. Προφανώς, οι περισσότερες παραπάνω επιλογές δεν έχουν καμία απολύτως σχέση μεταξύ τους, ωστόσο σε διακηρυκτικό επίπεδο, εκεί όπου συνήθιζε να ευημερεί, ο ΛΑΟΣ δεν είναι καθόλου μόνος του και έχει πλέον βεβαρημένο «αντιπατριωτικό» παρελθόν.
Ιδεολογικό προφίλ
Τον ΛΑΟΣ πρέπει να τον δει κάποιος κάτω από ένα ιδεολογικό πρίσμα, αρκετά διαφορετικό από τα παραδοσιακά προπολεμικά φασιστικά και μεταπολεμικά νεοφασιστικά κόμματα της Ευρώπης. Για την ακρίβεια, ανήκει σε μια σειρά ακροδεξιών κομμάτων, τα οποία εμφανίστηκαν στην Ευρώπη από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 και διαμόρφωσαν την κεντρική πολιτική ατζέντα (Front National στη Γαλλία, Lega Nord και Alleanza Nazionale στην Ιταλία, κτλ), μετατοπίζοντας με εξαιρετική αποτελεσματικότητα τον δημόσιο διάλογο σε θέματα μεταναστευτικής πολιτικής, πολυπολιτισμικότητας, ακόμα και «καθαρότητας» έθνους ή φυλής. Ο λόγος τους, δυναμικός και λαϊκίστικος, ακροβατούσε –ειδικά στην εξωκοινοβουλευτική τους περίοδο– στα όρια της νομιμότητας και της συνταγματικότητας.
Ουσιαστικά, ο ΛΑΟΣ προσανατολίζει την κατασκευή ιδεών του, όπως ορίζεται από τρεις βασικούς παράγοντες: τη στάση της Νέας Δημοκρατίας (και της Δεξιάς εν γένει), την εμπειρία των «αδελφών» ακροδεξιών κομμάτων στην υπόλοιπη Ευρώπη και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της νεοελληνικής κοινωνίας (ατομικισμός, απαξίωση της κεντρικής πολιτικής, νεοπλουτισμός, κτλ).
Ο Γ. Καρατζαφέρης, μετά το «διαζύγιό» του με τη Νέα Δημοκρατία, αναλαμβάνει να ηγηθεί και να ηγεμονεύσει στον ασυγκρότητο τότε και διχασμένο ακροδεξιό χώρο. Το κάνει με όρους προσωπικής προβολής, δημοσίων σχέσεων και εντυπωσιασμού. Βεβαίως, η αλήθεια είναι ότι, όσο δεν του επιτρέπει η συγκυρία την άρθρωση επίκαιρου ιδεολογικού τόνου, «βολοδέρνει» στα γνωστά και κλασικά απωθημένα κάθε ακροδεξιάς πατριδοκάπηλης «διαλεκτικής» που σέβεται τον εαυτό της: αντισημιτισμός, ελληνοκεντρισμός και ορθοδοξοκεντρισμός, σεξισμός, ρατσισμός, αντικομμουνισμός και εξαιρετικά χαμηλής ποιότητας συνωμοσιολογία (μασονία, ψευδοεπιστημονικές θεωρίες, μυστικισμός, κτλ). Όσο για την πολιτική πραγματικότητα, ο λόγος εξαντλείται σε καταγγελία των μεταπολιτευτικών «διαπλεκόμενων» και σκανδάλων.
Ωστόσο, κατά μια έννοια, είναι και τυχερός, καθώς οι συνθήκες του επιτρέπουν να παράγει όχι μόνο πολιτική αλλά και ιδέες. Τέτοιες «χρυσές» συγκυρίες, που επέτρεψαν στον Καρατζαφέρη να προσαρμόζει με ευκολία και αποτελεσματικότητα την ιδεολογική του γραμμή αποτελούν:
• Η άνοδος του Χριστόδουλου στην ηγεσία της Ελληνορθόδοξης εκκλησίας στα τέλη της δεκαετίας του ’90. Ο εξαιρετικά φιλόδοξος αρχιεπίσκοπος, ο οποίος συνδεόταν και με προσωπική φιλία με τον Καρατζαφέρη, εισήγαγε μια νέα αφήγηση, δημαγωγική και επικοινωνιακή, η οποία πολύ συχνά παρενέβαινε στον πολιτικό βίο (επί παντός επιστητού) και εξέφραζε την επιθετική επανεκκίνηση της Εκκλησίας έναντι του κοσμικού –σε «εκσυγχρονιστική» πορεία– κράτους. Παράλληλα, το θέμα της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες προσέφερε σε Χριστόδουλο και Καρατζαφέρη λαμπρή ευκαιρία για σύμπραξη και επίκληση στην συνείδηση των «καλών Χριστιανών».
• Η τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου πυροδοτεί όργιο συνωμοσιολογικών θεωριών, οι οποίες κρατούν για πολλά χρόνια και τις περισσότερες εκ των οποίων ασπάζεται ο ακροδεξιός χώρος. Αντιπαγκοσμιοποίηση, εθνικισμός, ρατσισμός, αντιαμερικανισμός, ισλαμοφοβία γίνονται ένα και ενεργοποιούν αρκετά ακόμα ιδεολογήματα: η προαιώνια σύνδεση ελληνικού έθνους και ρώσικης φυλής (ως αντίπαλος –ειδικά επί Πούτιν– στον Αμερικάνικο ιμπεριαλισμό), σιωνιστικές δολοπλοκίες, «Σύγκρουση των Πολιτισμών», ακόμα και μεταφυσικές αναζητήσεις ως προς την καταγωγή των Ελλήνων! Σε αυτό καθοριστικά συμβάλλει μια σειρά συγγραφέων, εκδοτών και τηλεπωλητών, οι οποίοι, μέσω των απίθανων θεωριών τους, γίνονται σημείο αναφοράς για την ακροδεξιά αφήγηση στη νεοελληνική κοινωνία.
• Αθλητικές επιτυχίες (ιδιαίτερα Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου και Ολυμπιακοί Αγώνες) καπηλεύονται για να προάγουν ιδέες περί ανωτερότητας του «αδάμαστου έθνους», οι οποίες εκτροχιάζονται από την κωμική τους διάσταση όταν εκφράζονται με εθνικιστικές εξάρσεις οπαδών (ρατσιστικά συνθήματα, δολοφονικές επιθέσεις σε μετανάστες, κτλ.).
• Η εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008, η οποία, μετά την εκτόνωσή της, έδωσε βήμα για μια ολομέτωπη ακροδεξιά επίθεση προς την παρέκκλιση, η οποία αναλυόταν ως ανεπάρκεια του δημοκρατικού πολιτεύματος και φυσικά, εξαντλούταν στην καταγγελία της παραβατικής δράσης «κουκουλοφόρων» και «μεταναστών». Σε αυτό το πλαίσιο, η πολιτική του ΛΑΟΣ συνάντησε, για πρώτη φορά τόσο έντονα, την κληρονομιά του μεσοπολεμικού και μεταπολεμικού φασισμού: οι δυνάμεις καταστολής ηρωοποιούνταν για τη δράση τους, η ρητορεία περί «νομιμότητας και τάξεως» εξαπλωνόταν, οργανώσεις πολιτών με ακροδεξιό πρόσημο (βλ. Άγιος Παντελεήμονας) εξυμνούνταν, οι διαδηλώσεις χαρακτηρίζονταν ζημιογόνες για το εμπόριο και έτειναν προς απαγόρευση, κτλ. Είναι η πρώτη φορά που ο ΛΑΟΣ καταφέρνει να συντονίσει όλους τους θεσμούς - «βραχίονες» του συστήματος (ΜΜΕ, Εκκλησία, στρατός, σώματα ασφαλείας) σε έναν ρυθμό, με έντονες αναφορές σε Ιδιώνυμο, Μεταξά, Μουσολίνι και Χούντα.
Ο ρόλος των ΜΜΕ
Το να ισχυριστεί κανείς ότι τα ΜΜΕ απλώς σπέρνουν τα ακροδεξιά και ρατσιστικά σύνδρομα τυχαία σε όλο το εύρος της ελληνικής κοινωνίας είναι σε κάθε περίπτωση απλουστευτικό (όσο κι αν συχνά η σύγχρονη τηλεόραση καθιστά την υπεραπλούστευση πραγματικότητα). Ωστόσο, τα ΜΜΕ, ως ιδεολογικοί μηχανισμοί της κρατικής εξουσίας και της αστικής τάξης, ενεργοποιούν ανά περίπτωση αυτές ακριβώς τις αντιδραστικές αντιλήψεις και υποκουλτούρες, οι οποίες επιτρέπουν την ευκολότερη διείσδυση δυναμικών ρατσιστικών ιδεολογημάτων στα λαϊκά στρώματα.
Ο ΛΑΟΣ ήταν μια τέτοια περίπτωση: αποτέλεσε αρχικά μια ενδιαφέρουσα παρουσία, η οποία, χάρις στην αξιοζήλευτη επικοινωνιακή γλώσσα και ικανότητα του αρχηγού του στην τηλεοπτική δημαγωγία, μπορούσε να αποτελέσει ένα ελπιδοφόρο τηλεοπτικό προϊόν. Οι παρουσιαστές τηλεοπτικών δελτίων σε κανάλια τεράστιων επιχειρηματικών συμφερόντων αναδείκνυαν τον Καρατζαφέρη σε «απολαυστική φιγούρα», φιλική προς τη χαλαρή διάθεση και καταναλωτική ανεμελιά που παραγόταν κατά κόρον από τα ΜΜΕ. Την ίδια στιγμή, ο πρόεδρος του ΛΑΟΣ εξυπηρετούσε και τις προσχηματικές ανάγκες της πολυφωνίας στον τηλεοπτικό πολιτικό διάλογο, έχοντας πολύ πριν την είσοδο του κόμματός του στο Κοινοβούλιο προνομιακή μεταχείριση ως προς την προσφορά τηλεοπτικού βήματος.
Στην πορεία, όμως, ο Γ. Καρατζαφέρης κατάφερε να εκμεταλλεύεται με τον καλύτερο τρόπο τη μιντιακή «γλώσσα» του συστήματος και της αστικής τάξης (κλίμα τρομοκρατίας, σκανδαλολογίας, υφέρπων ρατσισμός, ατομικισμός, κτλ.), ώστε να κεφαλαιοποιείται από το διαρκώς υποβαθμισμένο πολιτικό προϊόν· την ίδια στιγμή, μπορούσε να μετουσιώνει αυτές ακριβώς τις βαλβίδες αποσυμπίεσης των κοινωνικών αντιδράσεων σε πολιτική πρόταση που θα συγκρατεί την ταξική αντιπαράθεση, υλοποιώντας τον παραδοσιακό ρόλο της ακροδεξιάς εντός ενός πεδίου παγιωμένων πολιτικών συσχετισμών (δικομματισμός).
Έτσι, το «λάιφσταιλ» συνάντησε την πολιτική στα στελέχη του ΛΑΟΣ – σε μια πιο ευτελή επαναφορά του λαϊκίστικου λόγου που εγκατέστησε το ΠΑΣΟΚ τη δεκαετία του ’80. Σημαντικό ρόλο προφανώς έπαιξαν και τα μέσα που διέθετε ο Γ. Καρατζαφέρης στην διάθεση του (εφημερίδα «Α1» και κανάλι «Τηλεάστυ»), τα οποία μπορούσαν να απευθυνθούν με σοβαρούς όρους στην παραδοσιακή ακροδεξιά είτε με λιγότερο σοβαρούς (εξίσου με επιτυχία όμως) σε ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας – ιδιαίτερα της νεολαίας.
Η υπεροψία της Αριστεράς
Παρότι συχνά η Αριστερά, η ιστορία της και τα λάθη της αντιμετωπίζονται από τους αριστερούς με έναν ασυνήθιστο φετιχισμό, στην περίπτωση του ΛΑΟΣ, η Αριστερά δεν έχει κάνει ακόμα την αυτοκριτική της. Για πολλά χρόνια, υποτιμούσε τον κίνδυνο του ΛΑΟΣ, υποβιβάζοντάς τον σε ένα πρόσκαιρο, καιροσκοπικό φαινόμενο, το οποίο άνηκε στο περιθώριο και θα έκλεινε τον κύκλο του, όταν ανακαλούταν ο πρόεδρός του στη Νέα Δημοκρατία. Μάλιστα, αντιμετωπιζόταν (πολύ εσφαλμένα) ως ένα ακόμα «καλτ» σημείο της υποκουλτούρας των ΜΜΕ.
Εδώ λοιπόν η Αριστερά κάνει τρία σοβαρότατα λάθη: αφ’ ενός, «κλείνει τα μάτια» στην ύπαρξη ενός πραγματικού τμήματος του πληθυσμού, το οποίο ανήκει παραδοσιακά στη σκληρή Δεξιά και δεν εκφράζεται επαρκώς από τη ΝΔ (και πόσο μάλλον από τη στρατηγική του «μεσαίου χώρου»)· αφ’ ετέρου, υποτιμά ένα μεγάλο υποβόσκον ρατσιστικό και αντιδραστικό ρεύμα, που σαρώνει ολόκληρη την ελληνική κοινωνία και επηρεάζει προς το συντηρητικότερο και τις εκλογικές βάσεις άλλων κομμάτων· τέλος, εθελοτυφλεί όσον αφορά την ανοχή και διαλλακτικότητα των κυρίαρχων ελίτ και ΜΜΕ μπροστά σε τέτοια πολιτικά μορφώματα (ιστορική η πολιτική εύνοια και υλική υποστήριξη που παρείχε το γερμανικό κεφάλαιο στην άνοδο του ναζιστικού κόμματος στη δεκαετία του ’30).
Και τις τρεις διαστάσεις της ολιγωρίας της, η Αριστερά τις βίωσε όταν τέθηκε σε ευρεία κλίμακα το θέμα του μεταναστευτικού. Όσο κι αν ακούγεται παράδοξο, ο Καρατζαφέρης έθεσε το ζήτημα σε πολιτικές βάσεις – και γι’ αυτό «κέρδισε» στο συγκεκριμένο «σκάκι». Αποκηρύσσοντας κάθε ρατσιστική ερμηνευτική προσέγγιση και επικαλούμενος την εγκληματικότητα και την οικονομική δραστηριότητα, ο ΛΑΟΣ πρότεινε πολιτικές (ασφαλώς απαράδεκτες από οποιαδήποτε σκοπιά) προτάσεις: μεταναστευτική πολιτική, ρήτρες, τείχος στον Έβρο. Αντιθέτως, η Αριστερά αναλωνόταν στην υπεράσπιση της δημογραφικής ανομοιογένειας που είχε αναμφίβολα προκύψει σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα και ουσιαστικά έβαζε τον εαυτό της αμυνόμενο στο «γήπεδο» του Καρατζαφέρη. Επικαλούμενη μόνο πανανθρώπινες αξίες (που σαφώς και πρέπει να καθορίζουν το αξιακό πρόσημο της Αριστεράς, αλλά σε μια κοινωνία που γίνεται όλο και πιο απάνθρωπη, είναι «λόγια στον αέρα»), καθυστέρησε να βάλει το ζήτημα στην ταξική του διάσταση: του μετανάστη ως «φτηνού» εργαζόμενου, που χρησιμοποιείται για να αυξάνονται τα κέρδη των εργοδοτών, να συμπαρασύρεται προς τα κάτω το εργατικό κόστος γενικά και να διασπάται η ενότητα του εργατικού κινήματος και των λαϊκών αντιστάσεων.
Χρησιμοποιώντας το μεταναστευτικό ζήτημα ως «πολιορκητικό κριό», ο ΛΑΟΣ πέτυχε να διευρύνει την ατζέντα του σε πιο «σοβαρά» προβλήματα και να ηγείται μιας διαρκούς «εμφυλιοπολεμικής» διαλεκτικής, η οποία έβρισκε την Αριστερά συνήθως σε θέση άμυνας και απολογούμενη. Η διάταξη αυτή στην πολιτική σκακιέρα απέκτησε και ιδεολογικά χαρακτηριστικά τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα εν μέσω σαρωτικών αντιλαϊκών μεταρρυθμίσεων.
Την ίδια στιγμή που ο ΛΑΟΣ συντασσόταν με τα πιο σκληροπυρηνικά κομμάτια των δυνάμεων καταστολής (δημιουργώντας ταυτόχρονα μέσα σε αυτά και ακροδεξιούς ιδεολογικούς πυρήνες) και την άκρατη χρήση βίας, η Αριστερά αναγκαζόταν να «καταδικάζει διαρκώς τη βία από όπου κι αν προέρχεται» και να δυσκολεύεται να αντιληφθεί το ρόλο της μέσα σε συνθήκες κοινωνικού αναβρασμού. Την ίδια στιγμή που οι κυρίαρχοι πολιτικοί και οικονομικοί κύκλοι ξεδίπλωναν ολόκληρο το σχέδιο διεξόδου από την κρίση προς όφελος του μεγάλου κεφαλαίου, ο ΛΑΟΣ –πιστός στις νεοφιλελεύθερες αρχές του (κατά τα πρότυπα των ακραίων οικονομικών πολιτικών που εφαρμόστηκαν στις δικτατορίες Βιδέλα και Πινοσέτ στη Λατινική Αμερική)– μιλούσε για «σοβιετικό κράτος» και «αποσοβιετοποίηση»! Ευτυχώς, αυτή η ιδεολογική εισχώρηση του ΛΑΟΣ προς τα βαθύτερη υπεδάφη της κοινωνίας μοιάζει αυτή τη στιγμή να έχει ανακοπεί και να υποχωρεί.
Ωστόσο, θα ήταν μάλλον σώφρον να μην βιαστεί κάποιος να πανηγυρίσει για την αναμφισβήτητη πτώση του ΛΑΟΣ. Μπορεί στην παρούσα φάση να πιέζεται ισχυρά από Νέα Δημοκρατία και Χρυσή Αυγή (αλλά και από τις ίδιες του τις αντιφάσεις), αλλά, όσο παραμένει ζωντανό ως κόμμα στην πολιτική και κοινοβουλευτική πραγματικότητα, δε θα πάψει ποτέ να αποτελεί μια ικανότατη «εφεδρεία» της αστικής εξουσίας, πρόθυμη να κινηθεί με σπάνια πειθαρχία και ευελιξία πάνω στο συστημικό στρατηγικό σχέδιο. Εξάλλου, την πτώση του ΛΑΟΣ (και εν γένει την επιβράδυνση της ανόδου της ακροδεξιάς στην Ελλάδα) δεν την προκάλεσε κάποιο ρεύμα αντίστασης που διαμορφώθηκε ηγεμονικά από την Αριστερά –έλλειμμα, που, ας ελπίσουμε, δεν θα επαναληφθεί στην περίπτωση της Χρυσής Αυγής– αλλά η πολύμορφη λαϊκή αντίδραση (με τις αδιαμφισβήτητες ασυνέχειές της) που εκτυλίσσεται εδώ και περίπου ένα χρόνο. Μάλιστα, αν ο Καρατζαφέρης είχε προλάβει να συγκροτήσει τη «γαλάζια πολυκατοικία» σύμφωνα με το σχέδιο του, προτού γίνει κοινωνός της μνημονιακής πολιτικής, ενδεχομένως το σήμερα να ήταν αρκετά διαφορετικό. Από την άλλη, το πολιτικό σύστημα –στη μορφή του δικομματισμού που το είχαμε γνωρίσει ως τώρα– μπορεί να φτάνει σε ένα σημείο εμφανούς καμπής, αλλά στην προσπάθεια του να επιβιώσει (κάτι που είναι ζήτημα χρόνου, όσο δεν υπάρχει αριστερόστροφη πορεία ανατροπής) θα αναδιατάξει τις δυνάμεις του με κάθε πιθανό τρόπο – ακόμα και με αυτόν που θα επαναφέρει στο προσκήνιο τον προς το παρόν «παροπλισμένο» ΛΑΟΣ.
Σημειώσεις
1. Ενδεικτικές είναι οι δηλώσεις του Γ. Καρατζαφέρη κατά καιρούς: «Δεν υπάρχει Αριστερά και Δεξιά», «Στην ίδια υψηλή θέση βάζω τον Λεπέν, τον Καντάφι, τον Φιντέλ Κάστρο, τον Μιλόσεβιτς, τον Σαντάμ Χουσεΐν και τον Μπόσι», «Η Ακροδεξιά είναι ο Τσε Γκεβάρα της Εποχής μας», «δεξιοί στα εθνικά, αριστεροί στα κοινωνικά, Έλληνες στη συνείδηση» κτλ.
2. Όμοια τακτική είχε χρησιμοποιήσει και ο Λεπέν στη Γαλλία.
3. Χαρακτηριστικό ήταν το προεκλογικό τηλεοπτικό σποτ του ΛΑΟΣ την άνοιξη του 2009, όταν πρόβαλλε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή να συγκινείται μπροστά στις κάμερες για το θέμα του Μακεδονικού. Με αφορμή το γεγονός, ο εκφωνητής του σποτ αναρωτιόταν «ως πότε θα προδίδει η ΝΔ τα δάκρυα του ιδρυτή της».
* Ο Άρης Τόλιος είναι υποψήφιος διδάκτωρ κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.