Πέτρος Παπακωνσταντίνου, Επιστροφή στο Μέλλον
Πέτρος Παπακωνσταντίνου, “Επιστροφή στο Μέλλον”, εκδ. Λιβάνη, Αθήνα 2010, σελ. 239, 12,62 €.
του Χρήστου Κεφαλή
Η βαθιά κρίση του καπιταλισμού, που ξεκίνησε το 2007 και συνεχίζεται ακόμη, υποκίνησε διεθνώς μια αναζωογόνηση της μαρξιστικής έρευνας. Στο επίκεντρο της συζήτησης ήρθαν ζητήματα ανάλυσης της ίδιας της κρίσης, των φάσεων και εκδηλώσεών της, των ιδιαίτερων προβλημάτων που θέτει σε κάθε χώρα, του χειρισμού της από τις αστικές κυβερνήσεις και των εναλλακτικών προτάσεων και δυνατοτήτων για μια ριζοσπαστική διέξοδο, που θα μπορούσαν να γίνουν αντικείμενο της πάλης των κινημάτων και πολιτικών φορέων της Αριστεράς. Γύρω από τα θέματα αυτά, έχει αναπτυχθεί στο εξωτερικό πλούσια αρθρογραφία.
Σε σύγκριση με άλλες χώρες, η θεωρητική αναφορά στα στρατηγικά ζητήματα του κινήματος υστερεί στη χώρα μας, όντας μάλιστα συχνά χαμηλού επιπέδου. Σε κόμματα όπως το ΚΚΕ, η πλήρης έλλειψή της καλύπτεται από τη νεκρανάσταση του Στάλιν και επικά αφιερώματα στη νίκη του ΔΣΕ στο Μάλι-Μάδι. Στις υπόλοιπες δυνάμεις, ΣΥΡΙΖΑ και εξωκοινοβουλευτική αριστερά, η κατάσταση είναι καλύτερη, συχνά όμως οι προσεγγίσεις γίνονται με μια λανθάνουσα προδιάθεση να τεκμηριωθεί μια “a priori” κομματική προσέγγιση, θέτοντας έτσι αχρείαστα όρια στην ευσυνείδητη, στοχαστική ανάλυση της πραγματικής κατάστασης.
Από αυτή την άποψη το τελευταίο βιβλίο του Π. Παπακωνσταντίνου ξεχωρίζει ως μια σημαντική προσπάθεια να κατατεθεί μια τεκμηριωμένη πρόταση για τη σύγχρονη επαναστατική στρατηγική. Πρόκειται για ένα ευπρόσδεκτο έργο που προσθέτει ουσιαστικά στον ήδη υπάρχοντα προβληματισμό, μη έχοντας να ζηλέψει από τις πιο αξιόλογες διεθνώς προσεγγίσεις.
Η δουλειά του Παπακωνσταντίνου δεν είναι μια ειδική πραγματεία, που παρουσιάζει και αξιολογεί οικονομικές στατιστικές και προβλέψεις ώστε να εξάγει “επιστημονικά τεκμηριωμένα” συμπεράσματα. Αν και το επιστημονικό υπόβαθρο δεν λείπει από το συγγραφέα, επιχειρεί μάλλον με κατατοπιστικά παραδείγματα να καταγράψει την πραγματική εικόνα του καπιταλισμού και τα καίρια γνωρίσματα της κρίσης σε κάθε πεδίο, ώστε να σκιαγραφήσει ορισμένες κατευθύνσεις αριστερών απαντήσεων. Αυτό αποτελεί ένα προτέρημα, στο βαθμό που την καθιστά προσιτή στο μέσο αναγνώστη. Θέτει όμως και ορισμένα όρια, τα οποία ο ίδιος αναγνωρίζει εξαρχής δηλώνοντας: «Η έκδοση… δεν φιλοδοξεί, βέβαια, να δώσει ολοκληρωμένες απαντήσεις… παρά μόνο να διατυπώσει νύξεις, κατ’ ανάγκη αποσπασματικές και προσωρινές» (σελ. 24).
Μετά από μια εισαγωγή, όπου τονίζεται ο μακροχρόνιος, ενδημικός και οργανικός χαρακτήρας της παρούσας κρίσης και γίνονται αναφορές στην κοινωνική αστάθεια που προκαλεί, τόσο διεθνώς όσο – ακόμη πιο οξυμένα – στην Ελλάδα, ο συγγραφέας περνά στα επόμενα τρία κεφάλαια (σελ. 27-103) στην παρουσίαση των εξελίξεων του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού που έδωσαν στην κρίση τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της, της αντεπίθεσης του κεφαλαίου κατά τις προηγούμενες δεκαετίες που, μέσα από το φαινομενικό θρίαμβο της νεοφιλελεύθερης αντίδρασης, την προετοίμασε αντικειμενικά, και της πορείας της ίδιας της κρίσης.
Ο Παπακωνσταντίνου παρουσιάζει αρχικά τη “μορφολογία” του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, τα γνωρίσματα της οποίας (τεχνολογική επανάσταση, αυτοματοποίηση, συμπίεση του αναγκαίου χρόνου εργασίας) συνδέει με αναλύσεις του Μαρξ στα “Grundrisse” για την ανάδυση στον ύστερο καπιταλισμό της “γενικής διάνοιας”, δηλαδή της επιστημονικής οργάνωσης της παραγωγής, με τη μαζική εφαρμογή σε αυτή των τεχνολογικών επιτευγμάτων. Μια σημαντική παρατήρηση του συγγραφέα είναι εδώ ότι «ο Μαρξ υποστηρίζει ότι η “επιστημονική” μετάλλαξη του καπιταλισμού δημιουργεί μόνο τους “υλικούς όρους” της ανατροπής του και όχι βέβαια αυτή την ίδια την ανατροπή, που απαιτεί την κοινωνική επανάσταση» (σελ. 41). Αντιπαραθέτοντας αυτή τη θεώρηση στις απόψεις των μικροαστών κριτικών του καπιταλισμού όπως ο Νέγκρι, που βλέπουν τις “νησίδες” του κομμουνισμού να σχηματίζονται ήδη και να απλώνονται αυτόματα μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα, σημειώνει ότι, ακριβώς λόγω του καπιταλιστικού υποβάθρου της, η τεχνολογική μεταλλαγή δεν είναι πλήρης και συνυπάρχει με «την αναπαραγωγή των πιο πρωτόγονων μορφών εκμετάλλευσης σε ένα μεγάλο κομμάτι της εθνικής και παγκόσμιας οικονομίας» (σελ. 35), ενώ ταυτόχρονα, η διαπλοκή της με την πτωτική τάση του ποσοστού του κέρδους δίνει ένα όλο και πιο οξύ χαρακτήρα στις κρίσεις υπερσυσσώρευσης (σελ. 33).
Στο επόμενο κεφάλαιο περιγράφεται η άνοδος του νεοφιλελευθερισμού, μετά την παρατεταμένη άνθιση (1945-75) και την κρίση του κεϋνσιανού προτύπου, που οδήγησε από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 στο βαθμιαίο παραμέρισμά του. Εδώ σημειώνονται οι παράγοντες που διασφάλισαν σε παγκόσμιο επίπεδο τη νεοφιλελεύθερη ηγεμονία: η χρηματιστικοποίηση της διεθνούς οικονομίας, η έναρξη την ίδια περίοδο της “τρίτης τεχνολογικής επανάστασης”, η τεχνολογική υστέρηση του υπαρκτού σοσιαλισμού.
Ο Παπακωνσταντίνου δίνει μερικά ενδιαφέροντα συγκριτικά στοιχεία: Ενώ στα 1970-96 στις ΗΠΑ το μερίδιο των επενδύσεων στην πληροφορική (υπολογιστές, τηλεπικοινωνίες, κ.λπ.) στο σύνολο των επενδύσεων του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού ανέβηκε από 5% στο 42%, στην ΕΣΣΔ κατά τη σταλινική περίοδο, η πληροφορική χαρακτηριζόταν «αντιδραστική ψευδο-επιστήμη» και «ιδεολογικό όπλο της αντίδρασης» (σελ. 52, 54). Αλλά και μεταγενέστερα, παρότι υπήρχαν ως ένα βαθμό οι επιστημονικοί όροι, δεν έγινε δυνατό το πέρασμα από την εκτατική στην εντατική ανάπτυξη, κυρίως λόγω της αντίδρασης και του συντηρητισμού της διευθυντικής γραφειοκρατίας (σελ. 55-57).
Τέλος, στο τρίτο και τέταρτο κεφάλαιο γίνεται μια αναφορά στην τωρινή κρίση και τις θεμελιώδεις ιδιομορφίες της: τεχνολογική επανάσταση, εμπορευματοποίηση του προϊόντος της γνώσης, επέκταση της εκμετάλλευσης από τη σφαίρα της παραγωγής στη σφαίρα της κυκλοφορίας και της αναπαραγωγής. Αυτοί οι παράγοντες μορφώνουν το παράδειγμα του “ολοκληρωτικού καπιταλισμού” που αντιστοιχεί στην εποχή της παγκοσμιοποίησης.
Ένα σημαντικό συμπέρασμα του συγγραφέα είναι ότι «η τρίτη τεχνολογική επανάσταση οδηγεί τη σύγκρουση ανάμεσα στις νέες παραγωγικές δυνάμεις και στις εκμεταλλευτικές παραγωγικές σχέσεις σε τέτοιο παροξυσμό, που τροφοδοτεί όχι απλά συνήθεις κρίσεις υπερσυσσώρευσης, αλλά μια ιστορική κρίση των ίδιων των νόμων αναπαραγωγής του κεφαλαίου». Ως αποτέλεσμα, «κερδίζει έδαφος σε ευρύτερα στρώματα η ενστικτώδης αίσθηση (η οποία, βέβαια, δεν εκφράζεται ακόμα συγκροτημένα και ορθολογικά) ότι στις συνθήκες του ύστερου καπιταλισμού, ακόμη και η μεταρρύθμιση δεν μπορεί να επιβληθεί πραγματικά, παρά μόνο με επαναστατικούς τρόπους μαζικού εκβιασμού της κυρίαρχης τάξης» (σελ. 101).
Στα επόμενα δυο κεφάλαια, “Οι δυο τελευταίες μεγάλες ιδέες” και “Το τέλος του κόσμου όπως τον ξέραμε”, εξετάζονται οι προσφερόμενες αστικές διέξοδοι και οι διεθνείς ανακατατάξεις που πυροδοτεί η κρίση. Εδώ αναδεικνύεται η ματαιότητα των συνταγών που εκπονούνται από καπιταλιστικούς οργανισμούς και κυβερνήσεις, οι οποίες είτε είναι αναποτελεσματικές (πράσινη ανάπτυξη) είτε εγγενώς αντιδραστικές και επικίνδυνες (περιχαράκωση, εθνικισμός). Οι νέες “μεγάλες ιδέες” λειτουργούν στην πράξη σαν μέσο απόσπασης της προσοχής από τις δραματικές γεωπολιτικές αλλαγές που προκαλεί η κρίση, όπως η επιδείνωση των αντιθέσεων ανάμεσα στις παλιές και τις ανερχόμενες μεγάλες δυνάμεις (Κίνα), ενώ δεν διαφαίνεται μια δυνατότητα εξεύρεσης μιας ισορροπίας και εξομάλυνσης των διεθνών οικονομικών σχέσεων: «Έχει, βέβαια, κανείς την αίσθηση ότι βρισκόμαστε σε μια μεταβατική εποχή όπου το παλιό πεθαίνει αλλά δεν έχει ακόμη πεθάνει, και το καινούργιο γεννιέται, αλλά δεν έχει ακόμη γεννηθεί. Μια χαοτική στιγμή μεγάλης αστάθειας του παγκόσμιου συστήματος, όπου οι βασικές τάσεις απέχουν πολύ από το να έχουν αποκρυσταλλωθεί» (σελ.129). Η ουσία αυτή της στιγμής – εκτιμά ο συγγραφέας, σε μια διεισδυτική παράγραφο – είναι η απόπειρα «συντεταγμένης αναδίπλωσης» του αμερικανισμού κάτω από τον Ομπάμα, ενώ η πιθανή αποτυχία της θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα παροξυσμένο ανταγωνισμό ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα (σελ. 134).
Από αυτές τις αφετηρίες ο Παπακωνσταντίνου θέτει στα επόμενα κεφάλαια τα θέματα στρατηγικής του κινήματος. Μέσα από μια γόνιμη αναφορά σε θέσεις των Λένιν και Γκράμσι για την ηγεμονία και το ενιαίο μέτωπο, καταλήγει στη διατύπωση ορισμένων βασικών αξόνων για μια σύγχρονη αριστερή, επαναστατική πολιτική: ρήξη με την παγκοσμιοποίηση, ανατροπή συμφώνου σταθερότητας, μια ριζική κοινωνική αλλαγή που ακόμη και αν δεν είναι άμεσα σοσιαλιστική, θα προπαρασκευάζει το σοσιαλισμό (το παράδειγμα της Βενεζουέλας του Τσάβες θα μπορούσε να είχε αναφερθεί εδώ ως μια “κατ’ αναλογία” υπόδειξη του επιδιωκόμενου στόχου).
Χωρίς να είναι δυνατό να επεκταθούμε αναλυτικά, δεν μπορεί να μην επισημάνουμε τη θεμελιώδη και πολύτιμη ιδέα του συγγραφέα για την “περιφέρεια” ως το πιο ευνοϊκό πεδίο πραγματοποίησης της ρήξης: «Η ρήξη με την παγκοσμιοποίηση μπορεί μεν να αρχίσει από μία χώρα, αλλά δεν θα έχει μέλλον αν δεν επεκταθεί σε μια σημαντική ομάδα χωρών, κάτι που είναι, βεβαίως, πιο εύκολο να γίνει σε περιφερειακή κλίμακα… Η κλίμακα της περιφέρειας, του συνεταιρισμού μιας κρίσιμης μάζας εθνών-κρατών είναι εκείνη που φαίνεται πιο κατάλληλη για την αντικαπιταλιστική ανατροπή και το σοσιαλισμό του 21ου αιώνα» (σελ. 205)1. Στην περίπτωσή μας αυτό θα σήμαινε, π.χ., πως ακόμη και αν ξεκινούσε μια διαδικασία επαναστατικής ανατροπής από την Ελλάδα, κρίσιμο στοίχημα για την επιτυχία της θα ήταν η επέκτασή της στις γειτονικές χώρες, με την εγκαθίδρυση, ας πούμε, μιας Βαλκανικής Ομοσπονδίας. Αλλά ακόμη και έτσι, παραμένει το ερώτημα: ποιο θα είναι το υποκείμενο αυτών των ανατροπών;
Ίσως το πιο αξιόλογο μέρος του βιβλίου σε αυτή τη συνάφεια είναι η κριτική του σε θεωρητικούς όπως οι Πρέβε, Μπαντιού, Νέγκρι και Χαρντ, Χόλογουεϊ, κ.ά., οι οποίοι αρνούνται τη ικανότητα της εργατικής τάξης να ηγηθεί των καταπιεσμένων και να υπερβεί το καπιταλιστικό σύστημα. Όπως δείχνει σε διάφορα μέρη ο Παπακωνσταντίνου (βλ. σελ. 156-72, 214-18, κ.ά.), αυτές οι διόλου πρωτότυπες ιδέες, που αντλούν από την – πολύ πιο διαστοχασμένη – παράδοση της Σχολής της Φρανκφούρτης, καταλήγουν τελικά να παρουσιάζουν ως εκ προοιμίου αδύνατη τη συγκρότηση μιας σύγχρονης επαναστατικής πρωτοπορίας, προσφέροντας απατηλά υποκατάστατα ή διαπιστώνοντας υψηλόφρονα ως μοιραίο ένα δογματικά επινοημένο αδιέξοδο. Στην περίπτωση του Μπαντιού, για παράδειγμα, η προοπτική της απελευθέρωσης εναποτίθεται σε έναν «κομμουνισμό χωρίς μαρξισμό», όπου ηγεμονεύει το μυστικιστικό συμβάν, ερχόμενο «από το πουθενά, χωρίς ρίζες σε οποιαδήποτε κοινωνική αιτιότητα», ενώ, κατ’ αυτόν, και όλη «η θεωρία του ιστορικού υλισμού περί πάλης των τάξεων είναι ξεπερασμένη» (σελ. 164, 160).
Προφανώς, μια τέτοια θεώρηση στην πράξη μπορεί μόνο να διαιωνίσει την αδυναμία του κινήματος να δώσει τη δική του διέξοδο στην κρίση, καταδικάζοντας τα επαναστατικά ξεσπάσματα στον αυτοπεριορισμό στη σφαίρα του αυθόρμητου και τελικά την ήττα, με συνέπεια τη διαιώνιση της αντιδραστικής κυριαρχίας. Το βάθεμα της κριτικής και ο σαφής, ισχυρός διαχωρισμός από τα παραπάνω ρεύματα είναι έτσι αναντικατάστατος όρος για τη διαμόρφωση μιας μαρξιστικής πρωτοπορίας άξιας του ονόματος, που θα συνεισφέρει με τις επεξεργασίες της στην επαναστατική αλλαγή.
Δεν μπορεί να εξαντλήσουμε εδώ τα ζητήματα που θέτει το βιβλίο, ίσως όμως δεν είναι άσκοπο να επισημάνουμε λίγα ακόμη από αυτά, ιδιαίτερα στο μεθοδολογικό πεδίο.
Ο Π. Παπακωνσταντίνου φέρνει μια γόνιμη σύνδεση της μορφής που τείνει να προσλάβει το καπιταλιστικό σύστημα στο στάδιο της παγκοσμιοποίησης με τις υποκείμενές της τεχνολογικές διαδικασίες, αντιπαραθέτοντάς τη στις προηγούμενες βαθμίδες του καπιταλισμού:
«Όπως η πρώτη τεχνολογική επανάσταση της ατμομηχανής κυοφορούσε το βιομηχανικό καπιταλισμό του ελεύθερου ανταγωνισμού και η δεύτερη, του εξηλεκτρισμού, της χημικής βιομηχανίας και του κινητήρα εσωτερικής καύσης ωρίμαζε τον κλασικό μονοπωλιακό καπιταλισμό-ιμπεριαλισμό, η τεχνολογική επανάσταση της πληροφορικής και της βιοτεχνολογίας συνοδεύεται από την τάση προς μια νέα μορφή “ολοκληρωτικού” καπιταλισμού».
Παραθέτοντας αυτή την τοποθέτηση, σε μια βιβλιοκριτική στην ιστοσελίδα του ΣΕΚ, διατυπώνουν ορισμένες αντιρρήσεις, που, αν και τελικά άστοχες, βοηθούν να αποσαφηνίσουμε καλύτερα το πρόβλημα που θέτει ο Παπακωνσταντίνου: «Μια τέτοια απόπειρα περιοδοποίησης», εκτιμούν οι συγγραφείς, «πάσχει διπλά. Χάνει σε μεγάλο βαθμό τη συνέχεια της εσωτερικής δυναμικής του συστήματος που παραμένει η ίδια σε κάθε περίοδο. Η τυφλή ανταγωνιστική συσσώρευση του κεφάλαιου και ο συνακόλουθος μηχανισμός της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους υποβαθμίζονται ως παράγοντες και ανοίγει η πόρτα για αντιλήψεις “νεοκαπιταλισμού” που ψάχνουν περισσότερο στα “Γκρουντρίσε” παρά στο “Κεφάλαιο” του Μαρξ»(πηγή: http://www.marxistiko.gr/home.php?Book_ID=680&crit=1).
Είναι αναμφισβήτητο ότι η εσωτερική δυναμική του καπιταλιστικού συστήματος ως όλου, εφόσον κάνουμε αφαίρεση από τις ιδιομορφίες κάθε σταδίου του και επομένως τους δομικούς μετασχηματισμούς που υφίστανται οι μορφές της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και οι εδραζόμενες σε αυτές κοινωνικές σχέσεις και εποικοδομήματα, παραμένει γενικά σταθερή. Αυτή η δυναμική καθορίζεται διαχρονικά από τους ίδιους παράγοντες: την πτωτική τάση του ποσοστού του κέρδους, που ανίχνευσε ο Μαρξ, και τις αντιφάσεις της καπιταλιστικής συσσώρευσης που αναπόφευκτα γεννά η συγκεκριμένη τάση και τα απεγνωσμένα μέσα αντίδρασης του κεφαλαίου.
Το να αρκεστεί κανείς όμως στην παραπάνω γενική διαπίστωση θα ήταν πολύ λίγο. Κάτι τέτοιο σημαίνει πρακτικά να αγνοηθούν όχι μόνο οι αλλαγές στη διάρκεια του ιμπεριαλιστικού σταδίου, αλλά και εκείνες ανάμεσα στον προμονοπωλιακό καπιταλισμό, όταν η καπιταλιστική συσσώρευση, με όλη τη σκαιότητά της, εκπλήρωνε ένα προοδευτικό ρόλο (γκρέμισμα της φεουδαρχίας και εδραίωση των καπιταλιστικών σχέσεων), και στον ιμπεριαλισμό. Το να περιορίζεται κανείς να σηκώνει σοφά τους ώμους, διαπιστώνοντας ότι παρ’ όλα αυτά ο καπιταλισμός παρέμεινε και παραμένει καπιταλισμός, είναι το σήμα κατατεθέν της “Αριστεράς-πολιτικού ερημίτη”, που εύστοχα κριτικάρεται στο βιβλίο.
Ο ίδιος ο Μαρξ, όχι κάπου αλλού, αλλά στον πρώτο τόμο του “Κεφαλαίου”, κάνει μια φημισμένη αναφορά στη διαφορά της τεχνολογικής βάσης της φεουδαρχίας και του καπιταλισμού, διαπιστώνοντας ότι ο χερόμυλος δίνει το φεουδάρχη και ο ανεμόμυλος τον καπιταλιστή. Το να την προεκτείνει κανείς στα επόμενα στάδια, έχοντας υπόψη ότι πρόκειται για μια ποιοτική μόνο περιγραφή, και ότι η αντιστοιχία ανάμεσα στην τεχνική βάση και τις σχέσεις παραγωγής δεν πραγματώνεται αυτόματα και καθολικά, αλλά σε βαθμούς καθορισμένους από τις συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες και την ταξική πάλη, όντας σύνθετη και διαμεσολαβημένη, είναι κάτι όχι μόνο θεμιτό, αλλά και αναγκαίο από μαρξιστική άποψη.
Ούτε λειτουργεί παραγωγικά να αντιπαρατίθενται άκαμπτα η σταθερότητα και η μεταβολή της δυναμικής του καπιταλισμού. Από διαλεκτική άποψη, θα έπρεπε μάλλον να μιλάμε για ενότητα του “σταθερού” και του “μεταβλητού”, για επιβεβαίωση αυτού που είναι “σταθερό” μέσα από τη “νομοειδή μεταβολή” του, καθορισμένη από τη φύση της κεφαλαιοκρατικής σχέσης. Αυτό θα έκανε άμεσα σαφές ότι ενώ η γενική δυναμική παραμένει σταθερή, αυτό που αλλάζει σε κάθε στάδιο είναι η τροπικότητα της δυναμικής. Όσο είναι λοιπόν σημαντικό να διατηρείται η αίσθηση της γενικής τάσης, άλλο τόσο είναι αναγκαίο να διακρίνεται το νέο, αυτό που μόνο εμβρυακά υπήρχε πριν και που εκδηλώνεται ολοκληρωμένα πρώτα σε ένα συγκεκριμένο στάδιο.
Εδώ ανακύπτουν δυο μεθοδολογικοί κίνδυνοι. Από τη μια είναι δυνατό να αποσπάσει κανείς το νέο από τη γενική τάση και να το πραγματευτεί ανεξάρτητα, ανοίγοντας το δρόμο σε αυθαίρετες συναγωγές (αυτή όντας τυπικά η περίπτωση των Νέγκρι-Χαρντ). Και από την άλλη, συχνά από το φόβο του “οπορτουνισμού”, να υποτιμηθεί η σημασία των νέων γνωρισμάτων, μένοντας στην αυτάρκη ικανοποίηση των “καθαρών αληθειών” (όπως συμβαίνει με το σταλινικό δογματισμό και έναν αριθμό υπεραριστερών ρευμάτων). Ο Παπακωνσταντίνου διατηρεί μια ισορροπία απέναντι στις δυο ακρότητες, παρότι η κριτική αδυναμιών είναι πάντα δυνατή. Ανάλογα ισχύουν για τις πολιτικές του συναγωγές, την αντιπαράθεση στις δυο ακραίες εκδοχές της “κατοικίδιας αριστεράς” και της “αριστεράς ερημίτη” και τον τονισμό της σύνδεσης με την εργατική τάξη απέναντι σε “περιθωριακές” λογικές. Βέβαια, θα επιθυμούσε κανείς εδώ μια ανάδειξη του γεγονότος ότι στην καθαυτό εργατική τάξη συνήθως είναι τα πιο καταπιεσμένα και αδικημένα στρώματα που αποτελούν την κινητήρια δύναμη των επαναστατικών αλλαγών.
Στο καταληκτικό κεφάλαιο γίνεται μια καίρια αναφορά στη σημασία της οπτικής της ολότητας, της αξίωσης για μια συνολική αλλαγή του υπάρχοντος και του πολιτικού σχεδίου, ως όρων για την επαναθεμελίωση της κομμουνιστικής προοπτικής. Αναφερόμενος στις κυρίαρχες λογικές του τέλους της ιστορίας, της αποδόμησης, κ.λπ., ο συγγραφέας αποδίδει την πλατιά διάδοση τους στην Αριστερά σε μια τάση να εμφανίζονται οι περιορισμοί της, η κοντόφθαλμη προσήλωση στο “άμεσα εφικτό” και η αδυναμία να αλλάξει την κοινωνία, ως προτερήματα (σελ. 218-19). Αυτό, ωστόσο, οδηγεί μοιραία στο ερώτημα για το συγκεκριμένο χαρακτήρα της ολότητας, την εκτίμηση της κατάστασης, με την πιο πλατιά έννοια του χαρακτήρα του δοσμένου σταδίου της ανάπτυξης, του χαρακτήρα της δοσμένης περιόδου του κινήματος.
Με βάση τις εκτιμήσεις του συγγραφέα για την ήττα της ΕΣΣΔ στον οικονομικό ανταγωνισμό με τον ιμπεριαλισμό, θα φαινόταν εύλογο το συμπέρασμα ότι η ήττα και η απώλεια θέσεων του κινήματος στην τελευταία 20τία ήταν από μια άποψη αναπόφευκτη. Η οικονομική εξέλιξη καθορίζει σε τελική ανάλυση την τροχιά της ταξικής πάλης, έτσι που μια ριζική οικονομική ήττα δεν μένει ποτέ χωρίς πολιτικές συνέπειες. Σε μια τέτοια περίπτωση, το πρόβλημα δεν θα βρισκόταν τόσο στην υποχώρηση καθαυτή (και τις υποχωρητικές τακτικές των ηγεσιών, ιδιαίτερα της Περεστρόικα), αλλά στο ότι η αναγκαιότητά της δεν αναγνωρίστηκε (όπως είχε γίνει με τη ΝΕΠ επί Λένιν) και ότι αντί να γίνει εύτακτα, η υποχώρηση μετατράπηκε σε άτακτη φυγή.
Χωρίς να το αποκρούει, ο Π. Παπακωνσταντίνου δεν εξάγει αυτό το συμπέρασμα. Ορισμένες δε αναφορές του στο τέλος, σχετικά με τις ευθύνες του Λένιν και του Τρότσκι για τη σταλινική εκτροπή ίσως συσκοτίζουν λίγο το ζήτημα, στο βαθμό που αποδίδεται σε τακτικές προσωρινές επιλογές, επιβεβλημένες από την καθυστέρηση της ΕΣΣΔ και την καταθλιπτική πραγματικότητα του εμφυλίου, η ευθύνη για την παγιοποίησή τους από τον σταλινισμό όταν αυτές ήταν πλέον περιττές. Το ότι φέρνει τη συζήτηση ως εδώ, ωστόσο, είναι ήδη μια ουσιαστική συμβολή, που ξεπερνά αρκετά τους διακηρυγμένους σκοπούς του βιβλίου του.
1.Ακόμη και οι αξιόλογες μαρξιστικές προσεγγίσεις στη χώρα μας σήμερα δεν φτάνουν συνήθως σε μια τέτοια συγκεκριμένη επίλυση της αντίθεσης εθνικό-διεθνικό. Βλέπε, π.χ., την ενδιαφέρουσα συζήτηση ανάμεσα στους Τ. Μαστρογιαννόπουλο και Στ. Κουβελάκη στην “Αυγή” και την “Εποχή”, 10/10, 7/11 και 21/11/2010.