Γιώργου Μανιάτη: Πολιτική και Ηθική. Η Διαλεκτική της Χειραφέτησης
Γιώργου Μανιάτη: Πολιτική και Ηθική. Η Διαλεκτική της Χειραφέτησης, εκδ. Στοχαστής, Αθήνα 2011
Από τις εκδόσεις Στοχαστής κυκλοφορεί το βιβλίο του Γιώργου Μανιάτη, Πολιτική και Ηθική. Η Διαλεκτική της Χειραφέτησης. Πρόκειται για μια μελέτη των θεμελιώσεων της ηθικής από την αρχαιότητας ως τις μέρες μας. Το παρόν αποτελεί ένα κεφάλαιο του έργου, όπου εξετάζεται η αντιπαράθεση ανάμεσα στη μαρξιστική και την καντιανή ηθική θεώρηση, το οποίο παραχώρησε στη μαρξιστική σκέψη ο συγγραφέας.
Η Διαμάχη ανάμεσα στην Καντιανή και τη Μαρξιστική Ηθική Θεωρία
του Γιώργου Μανιάτη*
Στη Γερμανική Ιδεολογία των Μαρξ και Ένγκελς θα βρούμε μια συμπυκνωμένη διατύπωση που αφορά στην καντιανή ηθική: «Το κράτος της Γερμανίας στα τέλη του περασμένου αιώνα αντικαθρεφτίζεται ολοκληρωτικά στην Κριτική του Πρακτικού Λόγου του Καντ»1. Η φράση ασφαλώς αναδεικνύει την ιστορικοϋλιστική προσέγγιση της φιλοσοφικής σκέψης, την αναγωγή της, δηλαδή, όχι σ’ ένα άλλο σύστημα ιδεών και τη σύγκρισή της μ’ αυτό, αλλά στη συγκεκριμένη κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα. Σύμφωνα μ’ αυτή την προσέγγιση η γερμανική φιλοσοφία του ΙΗ΄ αιώνα, ειδικότερα στην πιο έξοχη έκφρασή της, του Καντ, αναπτύσσεται σ’ ένα κοινωνικό περιβάλλον καθυστέρησης, σε σχέση μ’ αυτό της Γαλλίας ή της Αγγλίας. Ένα περιβάλλον όπου η συγκρότηση –οικονομική και θεσμική– της αστικής κοινωνίας βρισκόταν πιο πίσω από τα δυο βασικά ευρωπαϊκά κράτη. «Ενώ η γαλλική αστική τάξη, μέσω της πιο κολοσσιαίας επανάστασης που γνώρισε ποτέ η ιστορία, έπαιρνε την εξουσία και κατακτούσε την Ηπειρωτική Ευρώπη, ενώ η ήδη πολιτικά χειραφετημένη αγγλική αστική τάξη έφερνε επανάσταση στη βιομηχανία και υπέτασσε την Ινδία πολιτικά, και όλο τον υπόλοιπο κόσμο εμπορικά, οι ανίσχυροι Γερμανοί πολίτες δεν διαθέτουν τίποτε περισσότερο από “καλή θέληση”. Ο Καντ ήταν ικανοποιημένος μονάχα με την “καλή θέληση”, ακόμη κι αν έμενε χωρίς κανένα αποτέλεσμα, και μετέφερε την πραγματοποίηση αυτής της καλής θέλησης, την αρμονία ανάμεσα σ’ αυτή και τις ανάγκες και παρορμήσεις των ατόμων, στον υπερπέραν κόσμο. Η καλή θέληση του Καντ αντιστοιχεί ολοκληρωτικά στην αδυναμία, κατάπτωση και αθλιότητα των Γερμανών αστών, που τα μικροσυμφέροντά τους δεν ήταν ποτέ ικανά να εξελιχθούν στα κοινά, εθνικά συμφέροντα μιας τάξης και που γι’ αυτά τους εκμεταλλεύονταν διαρκώς οι αστοί όλων των άλλων εθνών»2.
Η κριτική αυτή καταδεικνύει το θεωρησιακό τρόπο συγκρότησης ηθικών αντιλήψεων και επιχειρημάτων ή ολοκληρωμένων ηθικών συστημάτων, όπως αυτό του Καντ. Δεν αξιολογείται η πρόθεση – η οποία θα μπορούσε να είναι, και στην περίπτωση του Καντ είναι, καλοπροαίρετη. Δεν αμφισβητείται, δηλαδή, η φιλοσοφική εντιμότητα του μεγάλου γερμανού φιλοσόφου. Ο Καντ δεν μπορεί να κατηγορηθεί για τις ηθικές του αντιλήψεις, αλλά να κριθεί για τον τρόπο που τις θεμελιώνει. Δεν είναι αρνητικό ή επικίνδυνο το καντιανό πρόταγμα να βλέπεις κατά την πράξη σου τον κάθε άνθρωπο πάντοτε ως σκοπό και ποτέ ως μέσον. Πρόταγμα που, με τη μορφή της κατηγορικής προσταγής, αποτελεί την πεμπτουσία της καντιανής ηθικής συνδέοντάς την με την πολιτική. Είναι προβληματικός φιλοσοφικά –με τη μαρξική έννοια του όρου ως διαδικασίας όχι μόνο ερμηνείας αλλά και αλλαγής του κόσμου– ο αφηρημένος τρόπος κατανόησης της ηθικής πράξης στο πλαίσιο ενός συνολικού δεοντικού ορίζοντα. Η ηθική δεν κατανοείται ως έκφραση, ασφαλώς σε ανώτατο επίπεδο αφαίρεσης, ιστορικοκοινωνικών διαδικασιών παρόλο που είναι αποτέλεσμά τους:
«Βρίσκουμε πάλι στον Καντ τη χαρακτηριστική μορφή που πήρε στη Γερμανία ο γαλλικός φιλελευθερισμός, ο βασισμένος πάνω σε πραγματικά ταξικά συμφέροντα. Ούτε ο Καντ, ούτε οι Γερμανοί αστοί που αυτός τους εξέφραζε ωραιοποιώντας τους, παρατήρησαν ότι αυτές οι θεωρητικές ιδέες της αστικής τάξης είχαν σαν βάση τους υλικά συμφέροντα και μια θέληση που καθοριζόταν και προσδιοριζόταν από τις υλικές σχέσεις παραγωγής. Ο Καντ, επομένως, ξεχώριζε αυτή τη θεωρητική έκφραση από τα συμφέροντα που αυτή εξέφραζε. Μετέτρεψε τους υλικά προκαλούμενους προσδιορισμούς της θέλησης του Γάλλου αστού σε καθαρούς αυτό-προσδιορισμούς της “ελεύθερης βούλησης”, της βούλησης μέσα στον εαυτό της και για τον εαυτό της, της ανθρώπινης θέλησης, και έτσι τους μετέτρεψε σε καθαρά ιδεολογικούς εννοιολογικούς προσδιορισμούς και ηθικά αιτήματα»3.
Η τοποθέτηση αυτή αναδεικνύει την μαρξική κριτική στον ηθικό φορμαλισμό. Η διάσπαση μορφής και περιεχομένου και η αυτονόμηση της πρώτης ενισχύει μεν το αίτημα της καθολικότητας των ηθικών αξιών και την ηθικών επιταγών –με τρόπο μάλιστα που συχνά είναι ηθικοπολιτικά ριζοσπαστικός, αφού φαίνεται να αφορά σε όλους τους ανθρώπους, δίχως αποκλεισμούς– αλλά δεν παύει, λόγω ακριβώς του αφηρημένου χαρακτήρα αυτής της καθολικότητας, να καταλήγει, πολλές φορές, σε κενή ηθικολογία. Κατ’ ουσία εδώ το αίτημα της καθολικότητας νοείται ως αξιωματική προϋπόθεση και όχι ως ενδεχόμενη ιστορικοκοινωνική πραγματικότητα. Ο Φρ. Ένγκελς θα αναφερθεί στο ζήτημα της ηθικής σ’ ένα θεμελιώδες έργο κριτικής, το Αντι-Ντύρινγκ. Σε σχέση με το καλό και το κακό είναι δύσκολο να βρεθούν οριστικές και απόλυτες αλήθειες. «Ο αντιλήψεις σχετικά με το καλό και το κακό έχουν αλλάξει τόσο πολύ από λαό σε λαό, από εποχή σε εποχή, που, συχνά, έχουν έρθει σε αντίφαση μεταξύ τους». Ο Ένγκελς θα επισημάνει ότι στην εποχή του συνυπάρχουν διάφορες ηθικές θρησκευτικής προέλευσης –από τα επίσημα ιστορικά δόγματα αλλά και τις επιμέρους διασπάσεις τους– και ηθικές που αντιστοιχούν στην ταξική διαίρεση της κοινωνίας: «Δίπλα σ’ αυτές, υπάρχει η σύγχρονη-αστική και, δίπλα σ’ αυτή, πάλι η προλεταριακή ηθική του μέλλοντος. Έτσι, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον μας δίνουν στις πιο προηγμένες χώρες της Ευρώπης ήδη τρεις μεγάλες ομάδες ηθικών θεωριών, που ισχύουν, ταυτόχρονα, η μία δίπλα στην άλλη. Ποια, τώρα είναι η αληθινή; Καμιά, με την έννοια της απόλυτης οριστικότητας. Σίγουρα, όμως, εκείνη η ηθική, η οποία αντιπροσωπεύοντας μέσα στο σήμερα την ανατροπή του σήμερα, το μέλλον, θα διαθέτει τα περισσότερα στοιχεία που υπόσχονται διάρκεια, δηλαδή η προλεταριακή ηθική»4. Θα διατυπώσει, μάλιστα, με τρόπο ευσύνοπτο τις αρχές της ιστορικοϋλιστικής προσέγγισης του ζητήματος. Συγκεκριμένα γράφει:
«Βλέποντας, όμως, ότι οι τρεις τάξεις της σύγχρονης κοινωνίας, η φεουδαρχική αριστοκρατία, η αστική τάξη και το προλεταριάτο, έχουν η καθεμιά τη δική της ηθική, δεν μπορούμε παρά να βγάλουμε το συμπέρασμα ότι οι άνθρωποι αντλούν, συνειδητά ή ασυνείδητα, τις ηθικές απόψεις τους σε τελευταία ανάλυση από τις πραγματικές σχέσεις, στις οποίες βασίζεται η ταξική τους θέση – τις οικονομικές σχέσεις, μέσα στις οποίες παράγουν και ανταλλάσσουν. Όμως, οι παραπάνω τρεις ηθικές θεωρίες έχουν, ωστόσο, πολλά κοινά. Αυτό το σύνολο από κοινά σημεία δεν είναι τουλάχιστον ένα μέρος της ηθικής, που ισχύει μια για πάντα; Εκείνες οι ηθικές θεωρίες αντιπροσωπεύουν τρεις διαφορετικές βαθμίδες της ίδιας ιστορικής εξέλιξης. Έχουν, λοιπόν, ένα κοινό ιστορικό φόντο και μόνο γι’ αυτό το λόγο είναι αναγκαίο να έχουν πολλά κοινά. Ακόμα περισσότερο. Για παρόμοιες ή κατά προσέγγιση παρόμοιες οικονομικές βαθμίδες ανάπτυξης, οι ηθικές θεωρίες πρέπει αναγκαστικά λίγο πολύ να συμφωνούν. Από τη στιγμή που είχε αναπτυχθεί η ατομική ιδιοκτησία σε κινητά πράγματα, όλες οι κοινωνίες, στις οποίες ίσχυε η ατομική ιδιοκτησία, έπρεπε να είχαν κοινή την ηθική εντολή: Ου κλέψεις. Αυτό, όμως, κάνει αυτή την εντολή αιώνια ηθική εντολή; Καθόλου. Σε μια κοινωνία, στην οποία έχουν εκλείψει τα κίνητρα για κλοπή και που, επομένως, το πολύ μόνο οι πνευματικά άρρωστοι εξακολουθούν να κλέβουν, πώς θα γελούσαν με τον κήρυκα της ηθικής, που θα ήθελε να κηρύξει επίσημα την αιώνια αλήθεια: Ου κλέψεις!
Να γιατί απορρίπτουμε κάθε απαίτηση να μας επιβληθεί οποιοσδήποτε ηθικός δογματισμός σαν αιώνιος, οριστικός, αμετάβλητος ηθικός νόμος με την πρόφαση ότι και ο ηθικός κόσμος έχει τις σταθερές αρχές του υπεράνω της ιστορίας και των διαφορών ανάμεσα στους λαούς. Ισχυριζόμαστε, αντιθέτως, ότι η κάθε μέχρι τώρα ηθική θεωρία είναι, σε τελευταία ανάλυση, το προϊόν της εκάστοτε οικονομικής κατάστασης της κοινωνίας. Όπως η κοινωνία μέχρι τώρα κινιόταν μέσα από ταξικές αντιθέσεις, έτσι και η ηθική ήταν πάντα ταξική… Μια πραγματική ανθρώπινη ηθική πάνω από τις ταξικές αντιθέσεις και πάνω από τις ταξικές επιβιώσεις στη μνήμη των ανθρώπων, μπορεί μόνο να υπάρχει σε μια κοινωνική βαθμίδα, στην οποία οι ταξικές αντιθέσεις θα έχουν όχι μόνο ξεπεραστεί, αλλά θα έχουν ξεχαστεί στην πράξη της ζωής»5.
Από το μακροσκελές αυτό απόσπασμα μπορούν να συναχθούν ορισμένα σημαντικά για τη μαρξιστική προβληματική ζητήματα. Πρώτον, εντοπίζεται η ιστορικοκοινωνική διάσταση της ηθικής. Οι ηθικές αρχές εκφράζουν, σ’ ένα ορισμένο επίπεδο αφαίρεσης, πραγματικές κοινωνικές σχέσεις και ειδικότερα τον οικονομικό τους πυρήνα. Δεύτερον, επισημαίνεται ότι στην ιστορική διαδρομή τους και στις αντικειμενικές μεταξύ τους σχέσεις οι διαφορετικές ηθικές θεωρίες έχουν ορισμένα κοινά στοιχεία –αυτά που παγιώνονται στη μορφή των “αιώνιων” ηθικών αξιών. Επομένως, εύλογα συμπεραίνει κάποιος ότι οι κοινές ηθικές αξίες δεν αφορούν μόνο θεωρήσεις αφηρημένου ηθικολογικού χαρακτήρα, αλλά μπορούν να κατανοηθούν και μέσω της ιστορικοϋλιστικής προβληματικής. Δεν έχουν, δηλαδή, ως φιλοσοφικό στήριγμα την εξωιστορική αντίληψη για μιαν “αιώνια ανθρώπινη φύση” στην οποία ανάγονται και με την οποία εξηγούνται όλες οι εκφάνσεις της ηθικής συμπεριφοράς. Αντιθέτως οι συμπτώσεις, που οδηγούν στη διαπίστωση κοινών ηθικών αξιών, εξηγούνται ιστορικοκοινωνικά, δηλαδή συγκεκριμένα. Όσο πιο αργή είναι η ιστορική εξέλιξη, όσο περισσότερο ομαλά διαδέχονται οι κοινωνικοοικονομικές σχέσεις μιας ιστορικής εποχής εκείνες της προηγούμενης, όσο, δηλαδή, δεν έχουμε ρήξεις και άλματα –κοινωνικές επαναστάσεις– στην ιστορική εξέλιξη, τόσο προκύπτουν στοιχεία κοινότητας, συχνά και ομοιότητες, στις ηθικές αξίες. Τρίτον, η ιστορικοϋλιστική προσέγγιση έχει στον πυρήνα της την αντίληψη για την κοινωνική εξέλιξη ως ένα γίγνεσθαι με αντιθέσεις, άλματα, ρήξεις, υπερβάσεις, αντιστάσεις. Μια όχι γραμμική πορεία, μια συνεχή περιπέτεια με το ενδεχόμενο που, όμως, καθορίζεται από βασικές ισχυρές τάσεις, οι οποίες και την εξηγούν. Επομένως, οι ηθικές θεωρίες και οι συναφείς μ’ αυτές αρχές και αξίες υπόκεινται σ’ αυτή τη διαλεκτική ιστορικοκοινωνική διαδικασία. Οι εντός αυτής κοινωνικές αντιθέσεις καθορίζουν, τελικά, και τις ηθικές στάσεις των διαφόρων κοινωνικών κατηγοριών σε συλλογικό επίπεδο αλλά και τον ιδιαίτερο, ατομικό, προσωπικό τρόπο των συγκεκριμένων ηθικών συμπεριφορών. Αυτή η εικόνα όχι μόνο δεν διαγράφει τη δυνατότητα μιας πανανθρώπινης ηθικής, αντιθέτως τη θεωρεί ως ιστορικά πιθανή. Η πανανθρώπινη ηθική δεν αποτελεί, εντός αυτής της προβληματικής, μια προσχηματισμένη, δεοντολογική επιταγή –ένα είδος καντιανής κατηγορικής προσταγής– αλλά τελικό προϊόν μιας ιστορικής διαδικασίας. Όχι ως αδήριτη βεβαιότητα αλλά ως δυνατότητα. Ακριβώς αυτή η αίσθηση της ενδεχομενικότητας, της δυνατότητας, που ενδέχεται και να μην πραγματωθεί, συγκροτεί το πραγματικό πεδίο της ηθικής, των ηθικών επιλογών, των διλημμάτων και των συγκρούσεων. Η ιστορία δεν κινείται μόνη της. Είναι συνισταμένη των δρώντων προσώπων με τις ταξικές, πολιτισμικές, ψυχοσυναισθηματικές οριοθετήσεις τους.
Οι ιστορικοί και κοινωνικοί όροι γέννησης, διατήρησης και επιβίωσης κάθε ηθικής καθορίζουν την ιστορική σχετικότητα και αλήθεια της. Δεν είναι τυχαίο που ο Ένγκελς αναφέρει την τυπολογία των ηθικών που αντιστοιχούν στις κύριες τάξεις της εποχής του αμέσως μετά τη διαπραγμάτευση της αντίθεσης ανάμεσα στον ιστορικά μη αυτόνομο, προσδιορισμένο και, κατ’ επέκταση, περιορισμένο τρόπο μεμονωμένης προσέγγισης της αντικειμενικής αλήθειας από την ανθρώπινη συνείδηση και τον αυτόνομο και απεριόριστο, που προέρχεται από την ίδια τη φύση της νόησης, την αποστολή, τις δυνατότητες και τον τελικό ιστορικό της σκοπό.
Η έτσι εννοούμενη ιστορική σχετικότητα, και όχι ο σχετικισμός, η συνεχής διαλεκτική αντίθεση σχετικού και απόλυτου, είναι ιδιαιτέρως σημαντική στο πεδίο της ηθικοπολιτικής δραστηριότητας. Εδώ, η γοργή αλλαγή καταστάσεων όχι μόνο δεν αποκλείει αλλά αντιθέτως απαιτεί την ανάγκη υπολογισμού της γενικής προοπτικής της κοινωνίας, των γενικών νομοτελειών της κοινωνικής ανάπτυξης, που η γνώση τους δίνει το μοναδικό σωστό νόημα ώστε να μη χαθεί στα κοιλώματα και στα ζιγκ-ζαγκ της ιστορίας. Η σχέση στρατηγικής και τακτικής στην πολιτική συμπυκνώνει ακριβώς αυτή τη διαδικασία.
Αυτή η αντίληψη, πυρηνική στο μαρξισμό, καθορίζει τη σχέση θεωρίας και πολιτικής καθώς και τη σχέση πολιτικής και ηθικής. Τονίζει την αναγκαιότητα γνώσης, κατανόησης και αξιοποίησης των γενικών τάσεων του κοινωνικού γίγνεσθαι ως βάση και κριτήριο της πολιτικής αντιμετώπισης της σχετικότητας και του ενδεχόμενου της πολιτικής συγκυρίας. Δεν αρνείται το στοιχείο της ευλυγισίας, της ελαστικότητας, της σχετικότητας, που προέρχεται από την κίνηση του πραγματικού. Αρνείται, όμως, το σχετικισμό ως υποκειμενική και, εν τέλει, αγνωστικιστική στάση, που μπορεί να οδηγήσει είτε στην πολιτική απραξία ή στη συνεχή πολιτική ταλάντευση. Όπως εύστοχα αναφέρει ο Λένιν για τη διαλεκτική: «Αναγνωρίζει τη σχετικότητα των γνώσεών μας, όχι με την άρνηση της αντικειμενικής αλήθειας, αλλά με την έννοια του ιστορικά εξαρτημένου χαρακτήρα των ορίων προσέγγισης των γνώσεών μας σ’ αυτήν την αλήθεια»6.
Σε κάθε περίπτωση πρέπει να σημειωθεί ότι η φιλοσοφία του Καντ, ως η πλέον συστηματική έκφραση του κριτικού ορθολογισμού και ως η μόνη παρέχουσα μια συστηματική ηθική θεωρία στο πλαίσιο του γερμανικού ιδεαλισμού, συνδέθηκε μ’ έναν ιδιότυπο τρόπο με το μαρξισμό, στα τέλη του 19ου αιώνα. Η αναγέννηση του ενδιαφέροντος για την καντιανή φιλοσοφία, η οποία οφείλεται στον νεοκαντιανό φιλόσοφο Hermann Cohen, επέδρασε στην ανάπτυξη των μαρξιστικών ιδεών στη Γερμανία και στην Αυστρία και στη διαμόρφωση ενός ισχυρού ρεύματος αναθεωρητισμού του μαρξισμού, με κυριότερο εκπρόσωπο τον Eduard Bernstein. Ο πατέρας του σοσιαλιστικού ρεφορμισμού στο βασικό του έργο: Οι προϋποθέσεις για το Σοσιαλισμό και τα καθήκοντα της Σοσιαλδημοκρατίας7 θα αναζητήσει στον Καντ επιχειρήματα για την υπέρβαση της, κατά την άποψή του, μονοδιάστατης υλιστικής θεώρησης της κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας που επιχειρεί ο Μαρξ, τον εγκλωβισμό του τελευταίου στη διαλεκτική και, τελικά, της αντίληψης για την επανάσταση ως αυθεντικού τρόπου άρσης της καπιταλιστικής κυριαρχίας. Ο Μπερνστάιν θα απολυτοποιήσει την κλασική φιλελεύθερη παράδοση, αναδεικνύοντας τον ιστορικά ριζοσπαστικό της χαρακτήρα αλλά αγνοώντας ή παραβλέποντας την ατομοκρατική κτητική φύση του επιχειρήματός της, που θεμελιώνει την αστική ιδιοκτησία ως δήθεν πανανθρώπινο δικαίωμα. Θα υποστηρίξει ότι: «όσον αφορά το φιλελευθερισμό ως κοσμοϊστορικό κίνημα, ο σοσιαλισμός δεν είναι μόνον κατά τη χρονολογική σειρά, αλλά και σύμφωνα με το πνευματικό περιεχόμενο ο νόμιμος κληρονόμος του, όπως αυτό άλλωστε φαίνεται και πρακτικά σε κάθε βασικό πρόβλημα, στο οποίο η Σοσιαλδημοκρατία θα έπρεπε να πάρει θέση»8. Ο Μπερνστάιν θα ταυτίσει την αστικοφιλελεύθερη εκδοχή της δημοκρατίας με τη δημοκρατία γενικά και θα παραβλέψει το υλικό-ταξικό περιεχόμενό της. Στην προσπάθειά του να επισημάνει τον αποφασιστικό ρόλο του ηθικοπνευματικού παράγοντα στην κοινωνική δράση –επισήμανση ασφαλώς ορθή–, τον απολυτοποιεί και από σχετικά αυτόνομο, σύμφωνα με την ιστορικοϋλιστική προσέγγιση, τον καθιστά ισοδύναμο και συχνά επικυρίαρχο σε σχέση με την υλική βάση της κοινωνίας. Θα υποστηρίξει, έτσι, τη σημασία του Καντ, και μάλιστα σε αντιδιαστολή με τον Χέγκελ, για τον αγώνα της εργατικής τάξης. Γράφει συγκεκριμένα:
«Οι παροξυσμοί της οργής, που προξένησα σε διάφορα άτομα, με ενίσχυσαν στην πεποίθησή μου, ότι η Σοσιαλδημοκρατία χρειάζεται έναν Καντ, ο οποίος, βλέποντας κριτικά και με πλήρη αυστηρότητα το ξεπερασμένο δόγμα, θα το καταγγείλει και θα δείξει πού ο φαινομενικός του υλισμός είναι η ανώτατη και έτσι και η πιο πρόσφορη για συγχύσεις ιδεολογία, ώστε η περιφρόνηση του ιδανικού, η αναγωγή των υλικών παραγόντων σε πανίσχυρες δυνάμεις της εξέλιξης να είναι μια αυταπάτη, η οποία, από εκείνους που την αναγγέλλουν, θα αποκαλύπτετο και θα αποκαλυφθεί στην ίδια την πράξη και σε κάθε περίπτωση σαν τέτοια»9.
Η “επιστροφή” στον Καντ αποτελεί βασικό σημείο των συζητήσεων για τη σχέση πολιτικής και ηθικής, επιστήμης και αξιών στο πλαίσιο της Γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας. Η τάση αυτή είχε ήδη ξεκινήσει από τον Fr. A. Lange και το έργο του Ιστορία του Υλισμού (1875). Ο Karl Vorländer, συγγραφέας του Καντ και Σοσιαλισμός (1908) θα σκιαγραφήσει με τρόπο ευσύνοπτο τη σχετική συζήτηση10.
Ο Χέρμαν Κοέν υποστήριξε ότι στην ιδέα του Καντ για τον άνθρωπο ως αυτοσκοπό συνδέεται η έννοια του κράτους με την προτεσταντική έννοια της αυτοτελούς προσωπικότητας στο ιδανικό του σοσιαλισμού και έτσι ο Καντ μπορεί να θεωρηθεί ως αληθινός πρωτεργάτης των σοσιαλιστικών ιδεών. Ο Paul Natorp –στον οποίο χρωστάμε και μια μνημειώδη μελέτη για τον Πλάτωνα11– θα διατυπώσει την άποψη ότι ο αληθινός σοσιαλισμός αλληλοσυμπληρώνεται με την αληθινή ατομοκρατία.
Ισχυρότερη είναι η επίδραση του καντιανισμού στον Rudolph Stammler, ο οποίος θα θεωρήσει τον μαρξισμό ως μια αυστηρή και αποτελεσματική επιστήμη της κοινωνίας, η οποία, όμως, θα έπρεπε να συμπληρωθεί από μια ηθική θεωρία ικανή να κατανοήσει την ελευθερία της βούλησης και την κατ’ επέκταση την ηθική πράξη. Στον Franz Staadinger ο μαρξιστικός σοσιαλισμός πρέπει να συμπληρωθεί με τη διατύπωση ενός ανώτερου τελικού σκοπού, το ηθικό περιεχόμενο του οποίου παρέχεται από την καντιανή ηθική φιλοσοφία. Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και ο ίδιος ο Φορλαίντερ, ο οποίος τονίζει την αναγκαιότητα σύνδεσης του Μαρξ με τον Καντ, το συνδυασμό, δηλαδή, μιας ιστορικής-οικονομικής και μιας γνωσιοθεωρητικής και ηθικής θεμελίωσης του σοσιαλισμού. Η όλη συζήτηση αναδεικνύει δύο ζητήματα. Αφενός την αναγνώριση της ανωτερότητας και της συνέπειας της καντιανής φιλοσοφίας και αφετέρου την αποδοχή του μαρξισμού αποκλειστικά ως μιας επιστημονικής ανάλυσης, ιδιαιτέρως σημαντικής στην αλλαγή της κοινωνίας σε σοσιαλιστική κατεύθυνση, που, όμως, δεν έχει αναφορά και επομένως θεωρητικό και πρακτικό ενδιαφέρον για την ηθική. Η τελευταία θα πρέπει να αναζητηθεί στον Καντ και να συμπληρώσει έτσι αυτό το “κενό” του μαρξισμού. Με διάφορες παραλλαγές, και όχι σε σχέση με τον Καντ, η αντίληψη αυτή περί αξιολογικής ουδετερότητας της μαρξικής ανάλυσης του καπιταλισμού θα κυριαρχήσει τον 20ό αιώνα, σε στρουκτουραλιστικές αναγνώσεις, όπως αυτής του L. Althusser ή σε μαρξιστές της αγγλοσαξωνικής αναλυτικής παράδοσης στη φιλοσοφία, όπως ο Allan Wood.
Στη συζήτηση για τη σχέση Μαρξ-Καντ στο πλαίσιο της Δεύτερης Διεθνούς θα παρέμβει, με τρόπο αποφασιστικό, το ρεύμα του Αυστρομαρξισμού. Αυτή η ομάδα Αυστριακών μαρξιστών, με κυριότερο τον Max Alder, θα επιχειρήσει να αποστασιοποιηθεί από την ισχυρή τάση του νεοκαντιανισμού αφού, όμως, αναγνωρίσει τη σημασία του καντιανού γνωσιοθεωρητικού επιχειρήματος. Οι Αυστρομαρξιστές δεν δέχονται τον Καντ ως ηθικό συμπλήρωμα του μαρξισμού, αλλά ως εισηγητή της κριτικής προσέγγισης της γνωσιακής διαδικασίας και των θεμελίων της επιστήμης, και ιδιαίτερα της επιστήμης της κοινωνίας12. Η αξιοποίηση του Καντ, κυρίως από τον Άντλερ, απευθύνεται σε τρεις διανοητικές τάσεις της εποχής. Εναντίον του ακραίου θετικισμού, που κατανοεί την κοινωνία απλουστευτικά, ως αντικείμενο μόνο εμπειρικής παρατήρησης. Εναντίον του φορμαλισμού του νεοκαντιανισμού, ο οποίος ασχολείται με την εγκυρότητα αφηρημένων κατασκευών και με απουσία οποιασδήποτε εμπειρικής αναφοράς. Εναντίον των διαφόρων παραλλαγών μιας κοινωνικής τελεολογίας, που αρνείται κάθε αιτιώδη κοινωνική επιστήμη13.
Ας δούμε την επιχειρηματολογία του Άντλερ. Στο θεμελιώδες έργο του Ο Καντ και ο Μαρξισμός (Kant und der Marxismus) (1925) και συγκεκριμένα στο κεφάλαιο «Η Σχέση του Μαρξισμού με την Κλασική Γερμανική Φιλοσοφία»14 θα επισημάνει ότι είναι μεν ορθή η άποψη του Κοέν, του εμπνευστή της καντιανής αναγέννησης, ότι η καντιανή ηθική εκφράζει σε φιλοσοφικό επίπεδο τους ανθρώπινους στόχους του σοσιαλισμού – όπως αυτή συμπυκνώνεται στην κατηγορική προσταγή περί αντιμετώπισης του ανθρώπου πάντοτε ως σκοπού και ποτέ ως μέσον. Αυτό το “βασίλειο των σκοπών” αποκλείει σε αφηρημένο ιδεατό επίπεδο κάθε εκμετάλλευση. Αυτή, όμως, η διαπίστωση δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει, ούτε συμπλήρωση του Μαρξ από τον Καντ, ούτε, πολύ περισσότερο, σύνθεση μαρξισμού και καντιανισμού. Ο μαρξισμός, τονίζει ο Άντλερ, είναι ένα σύστημα κοινωνιολογικής γνώσης, βασίζει το σοσιαλισμό στην αιτιώδη γνώση των γεγονότων της κοινωνικής ζωής. Ο μαρξισμός και η κοινωνιολογία είναι ένα και το αυτό. Ο μαρξισμός δεν στοχεύει σε τίποτε άλλο από το να είναι η επιστήμη των νόμων της κοινωνικής ζωής και της αιτιακής της ανάπτυξης.
Επομένως, στόχος του είναι να αποδείξει ότι ο σοσιαλισμός αποτελεί αιτιώδη αναγκαιότητα του καπιταλισμού. Ο σοσιαλισμός δεν έρχεται επειδή δικαιολογείται ηθικά, αλλά επειδή παράγεται αιτιακά. Αυτή, βεβαίως, η αιτιακή παραγωγή του σοσιαλισμού αποτελεί, ταυτόχρονα, και ηθική δικαίωσή του. Για τον Άντλερ, η βάση που θεμελιώνει αυτήν τη σύνδεση μεταξύ αιτιακής εξήγησης και ηθικής δικαιολόγησης είναι η έννοια του κοινωνικοποιημένου ανθρώπου. Το ζήτημα, λοιπόν, δεν είναι η σύνδεση της ηθικής θεωρίας του Καντ ή του Φίχτε και της διαλεκτικής του Χέγκελ με τις οικονομικές και κοινωνιολογικές θεωρίες του Μαρξ και του Ένγκελς, αλλά να αποδειχθεί η εσωτερική διανοητική συγγένειά τους στη μέθοδο της διερεύνησης του κοινού βασικού προβλήματος, της σχέσης του ανθρώπου με το περιβάλλον του. Γράφει ο Άντλερ:
«Στην πραγματικότητα, όπως ακριβώς η κριτική φιλοσοφία εκκινεί, και πρέπει να το κάνει, από την ατομική συνείδηση αλλά αποδεικνύει σ’ αυτήν τη συνείδηση έναν υπερ-ατομικό, υπερβατολογικά-κοινωνικό, a priori κοινωνικοποιημένο χαρακτήρα. Έτσι και ο μαρξισμός εκκινεί από τον άνθρωπο, κάτι που ως τώρα δεν έχει τύχει αρκετής προσοχής. Εντούτοις, δεν εκκινεί από έναν άνθρωπο, όπως ο ίδιος αντιλαμβάνεται τον εαυτό του, ως ατομικό άνθρωπο, αλλά από τον κοινωνικοποιημένο άνθρωπο. Ακριβέστερα, η κεντρική έννοια της μαρξιστικής κοινωνιολογίας δεν είναι η κοινωνία, αλλά ο κοινωνικοποιημένος άνθρωπος»15.
Ο Άντλερ θα επιμείνει στην έννοια του κοινωνικοποιημένου ανθρώπου ως του πραγματικού κεντρικού σημείου της μαρξιστικής θεωρίας. Κατά την άποψή του ο Μαρξ συγκροτεί την κοινωνική ζωή ως κατεξοχήν διαδικασία της δραστηριότητας αυτής της κεντρικής κατηγορίας. Μόνον έτσι μπορεί να κατανοηθεί η υλιστική αντίληψη για την ιστορία. Οι οικονομικές συνθήκες, στην πραγματικότητα δεν είναι παρά κοινωνικές συνθήκες, δηλαδή ανθρώπινες συνθήκες, όπου οι άνθρωποι παράγουν, ανταλλάσουν και καταναλώνουν. Αυτός ο υπερτονισμός του ρόλου του κοινωνικοποιημένου ανθρώπου και η απολυτοποίηση του ενεργού υποκειμένου καταλήγει να ταυτίζεται με το γνωσιακό υποκείμενο της κριτικής φιλοσοφίας. Εξ ου και η σημασία που αποδίδεται στην καντιανή γνωσιοθεωρία. Ασφαλώς, ορθά, ο αυστρομαρξισμός επισημαίνει και τονίζει τον ρόλο του υποκειμένου. Έτσι αντιπαρατίθεται σε διάφορες μηχανιστικές αναγνώσεις της μαρξιστικής προβληματικής. Τόσο ο Μαρξ, όσο και ο Ένγκελς αλλά και, αργότερα, ο Λένιν τονίζουν τη δρώσα πλευρά της συνείδησης, τον ρόλο του ενεργού υποκειμένου στη σχέση ανθρώπου-πραγματικότητας. Ο υπερτονισμός και, συχνά, η απολυτοποίηση αυτής της πλευράς της σχέσης μπορεί να οδηγήσει σε ιδεαλιστικές προσεγγίσεις. Δεν είναι τυχαίος ο συσχετισμός ενός εμπειριοκριτικιστή, όπως ο Μach, ή η συμπάθεια ορισμένων λογικών θετικιστών του Κύκλου της Βιέννης, όπως Neurath, με το κίνημα του Αυστρομαρξισμού. Ούτε, βεβαίως, η έντονη κριτική που άσκησε ο Λένιν στο Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός16.
Φωτό
Λεζάντα: Εμάνουελ Καντ
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η επιχειρηματολογία του Οtto Bauer, σημαντικού εκπροσώπου του ρεύματος, σε σχέση με την ηθική17. Θα εξετάσει, ισχυρίζεται, το εάν ο Καντ αποτελεί απειλή για το σοσιαλισμό. Για τον Μπάουερ, η εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού δεν μπορεί να ακολουθήσει άλλον θεωρητικό δρόμο απ’ αυτόν του Μαρξ. Η αναγκαιότητα και η δυνατότητα του σοσιαλισμού θεμελιώνονται επιστημονικά και ο μαρξισμός είναι η κατεξοχήν αυστηρή κοινωνική επιστήμη. Αυτή, όμως, η διαπίστωση δεν οδηγεί κάποιον αυτομάτως και αυτονόητα στο να εμπλακεί στην υπόθεση του σοσιαλισμού, στην πάλη γι’ αυτόν. Γράφει: «Η αναγνώριση ότι ο σοσιαλισμός θα υπάρξει δεν με οδηγεί στον να αγωνιστώ γι’ αυτόν. Αν θεωρήσουμε το κοινωνικό ζήτημα όχι μόνο ως επιστημονικό θέμα, αλλά ως εμπεριέχον μια πρακτική στάση, τότε ασφαλώς αποτελεί ένα ηθικό ζήτημα. Μόνο η επιστήμη πρέπει να προηγηθεί, πριν μπορέσουμε επιτυχώς να θέσουμε το ηθικό ζήτημα»18.
Πράγματι η μετάβαση από την επιστημονική διαπίστωση στην πολιτική πράξη συνιστά ηθικό πρόβλημα. Όπως θα γράψει ο μεγάλος μαρξιστής θεωρητικός Αντόνιο Γκράμσι: «Το να συμμετέχει κανείς σ’ ένα κίνημα σημαίνει να αναλαμβάνει ένα μέρος από την ευθύνη των γεγονότων που προετοιμάζονται, να γίνεται ο άμεσος δημιουργός αυτών ακριβώς των γεγονότων»19. Με το να αναγνωρίσω το σοσιαλισμό ως αναπόφευκτο, έπειτα από την επιστημονική μελέτη της κοινωνικής πραγματικότητας –όπως έκανε ο μαρξισμός–, δεν οδηγούμαι στο να στρατευθώ στην υπόθεσή του. Θα μπορούσα, ενδεχομένως, και να παλέψω για το αντίθετο, εφόσον τα συμφέροντά μου το επέβαλαν. Εδώ θα μπορούσαν να προκύψουν δυο περιπτώσεις: Ή να επιχειρήσω να συμπληρώσω την επιστημονική ανάλυση με μια ηθική θεωρία, που θα μου παρείχε την ασφάλεια των ηθικών επιταγών περί του πρακτέου –να συμπληρώσω, εν προκειμένω, το μαρξισμό με τη δεσμευτικότητα της καντιανής ηθικής, ή να αναζητήσω την θεμελίωση της ηθικής ή γενικότερα της σχέση του ηθικού προτάγματος με την επιστημονική ανάλυση– πρόβλημα που φιλοσοφικά αναφέρεται στη σχέση γεγονότων και αξιών. Και οπωσδήποτε θα αναρωτηθώ, νομίμως, αν υπάρχει αξιολογικά (ηθικά) ουδέτερη επιστήμη ή καθαρή ηθική απόφαση ανεξάρτητη από τους αντικειμενικούς όρους διαμόρφωσής της. Μήπως, δηλαδή, αυτός που θα αναγνωρίσει το σοσιαλισμό ως αναπόφευκτο και αναγκαίο, έχει ταυτόχρονα εμπλακεί και στη διαδικασία πραγμάτωσής του. Μ’ άλλα λόγια, το ηθικό κίνητρο για την πάλη για τον σοσιαλισμό δεν είναι κατ’ ουσία διαφορετικό από το κίνητρο της επιστημονικής θεμελίωσης της αναγκαιότητάς του. Ενδεχομένως μάλιστα και να προηγείται. Ο Μαρξ δεν έγινε κομμουνιστής αφού έγραψε το Κεφάλαιο. Ακριβώς το αντίστροφο.
Ο Μπάουερ αναρωτιέται: «Αρκεί μόνο να διδάξουμε το διστακτικό και αναποφάσιστο άτομο τους τυπικούς νόμους της θέλησης, ώστε να αποφασίσει με ποια από τις αντιμαχόμενες τάξεις θα ενωθεί;» Όχι στη μεγάλη πλειονότητα. «Αν μόνο το κάνουμε να συνειδητοποιήσει ότι το προλεταριάτο αναγκαστικά αντιπαλεύει την εκμετάλλευση, ότι με την ανάπτυξη της καπιταλιστικής κοινωνίας η πάλη κατά της εκμετάλλευσης αναγκαστικά οδηγεί στην πάλη για το σοσιαλιστικό τρόπο παραγωγής, του δίνουμε το υλικό για μιαν απόφαση, και τότε η απόφαση θα είναι η σωστή κρίση στη βάση της ορθότητας της θέλησής του. Χωρίς καν να έχει ακούσει για την κατηγορική προσταγή του Καντ, αμέσως θα κρίνει τα προτάγματα που πηγάζουν από τα ταξικά συμφέροντα του προλεταριάτου διαφορετικά από αυτά των τάξεων που προασπίζονται την ιδιοκτησία τους… Διδάξτε μόνο τους ανθρώπους να κατανοήσουν τις τάσεις ανάπτυξης της καπιταλιστικής κοινωνίας, όπως αποκαλύφθηκαν από τον Μαρξ, και από μόνοι τους ήδη θα γνωρίζουν πώς να καθορίσουν το κριτήριο της καθολικής νομοδοσίας στα ταξικά προτάγματα, χωρίς καν να έχουν ακούσει για τις αρχές του πρακτικού λόγου»20. Για τον Μπάουερ ο Καντ δεν είναι δίχως χρησιμότητα για το προλεταριάτο. Ο ορθολογισμός του και ο κανονιστικός καθολικός χαρακτήρας της ηθικής θεωρίας του αποτελούν τα έσχατα αναχώματα κατά του ηθικοπολιτικού σκεπτικισμού, που οδηγεί ή στην πολιτική αδράνεια ή στον πολιτικό καιροσκοπισμό.
Μια έντιμη, συνεπή και ευσύνοπτη κριτική της καντιανής ηθικής θα βρούμε στο έργου του σπουδαίου μαρξιστή ιστορικού των ιδεών Καρλ Κάουτσκι Ηθική και Υλιστική Αντίληψη της Ιστορίας21. Ο Κάουτσκι θα αναγνωρίσει στον ρεαλισμό του Καντ –την αποδοχή της ύπαρξης της πραγματικότητας πέραν και έξω του ανθρώπινου νου– τη συγγένειά του με τον Υλισμό. Θα επισημάνει, όμως, το ιδεαλιστικό αδιέξοδο της καντιανής γνωσιοθεωρίας, που συμπυκνώνεται στο διχασμό του πραγματικού σε φαινόμενα και νοούμενα, σε μη γνώσιμα πράγματα καθ’ αυτά. Η μαρξική φιλοσοφική επιχειρηματολογία, κυρίως δια του Ένγκελς, έχει τοποθετήσει τη βάση αυτής της ανεπάρκειας στην αγνόηση του ρόλου της πράξης στη σχέση ανθρώπου-πραγματικότητας. Ότι, δηλαδή, η ιστορικοκοινωνικά προσδιορισμένη θεωρητικοπρακτική δραστηριότητα του ανθρώπου συγκροτεί μια πολύπλευρα ενεργητική στάση του υποκειμένου, που ξεπερνά την αποκλειστική αναγωγή της στην καθαρή γνώση. Η καντιανή διάκριση φαινομένων-νοουμένων θα μετασχηματιστεί στην αντίθεση αναγκαιότητας-ελευθερίας, ως δυο χωριστών κόσμων. Η ηθική στην καθαρή της μορφή, ως έκφραση της καθαρής θέλησης, θα οδηγηθεί σ’ έναν αναπόφευκτο φορμαλισμό. Ο Κάουτσκι θα εντοπίσει αυτή τη διάσταση της καντιανής ηθικής και, ενώ θα αναγνωρίσει –όπως όλοι εξάλλου οι σοβαροί μαρξιστές θεωρητικοί– την ανιδιοτέλεια της πρόθεσης, θα την αξιολογήσει, κατά το επιχείρημα της Γερμανικής Ιδεολογίας, με βάση τους αντικειμενικούς ιστορικούς όρους της γέννησης και λειτουργίας της.
Μπορεί να υποστηριχτεί ότι το ζήτημα της ηθικής διαμορφώνει μια κρίσιμη σχέση μεταξύ καντιανισμού και μαρξισμού, όταν και εφόσον δεν κατανοηθεί στο πλαίσιο της ευρύτερης ιστορικοϋλιστικής ανάλυσης της κοινωνικής πραγματικότητας. Η πραγματικότητα των ανταγωνιστικών κοινωνικών σχέσεων, η προϊστορία της ανθρωπότητας κατά τον Μαρξ, παράγει και αναπαράγει φενακισμένες και αποξενωτικές διαδικασίες ζωής, όπου η ηθική πράξη καθορίζεται και ερμηνεύεται εντός συγκεκριμένων και ιεραρχημένων συνθηκών. Η περίφημη ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, ο πυρήνας της μαρξικής μεθόδου, η ανάβαση από τις αφηρημένες ηθικές κατηγορίες στις συγκεκριμένες διαστάσεις της κατανόησης της ηθικής συμπεριφοράς συνιστά για το μαρξισμό μιαν αναγκαία πορεία.
Σημειώσεις
1. Μαρξ-Ένγκελς, Γερμανική Ιδεολογία, o.π., τομ. 1. σ. 270.
2. Ο.π., σσ. 270-71.
3. Ο.π., σσ. 272-3.
4. Φρ. Ένγκελς, Αντι-Ντίρινγκ, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2006, σ. 119.
5. Ο.π., σσ. 120-1.
6. Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, Σύγχρονη Εποχή, τομ. 18, σ. 142.
7. Ελληνική έκδοση, όπου και παραπέμπω, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1996.
8. Ό.π., σ. 236.
9. Ό.π., σ. 339.
10. Κάρολος Φορλαίντερ, Ιστορία των Σοσιαλιστικών Θεωριών, εκδ. «Αστήρ», Αθήνα 1946.
11. Paul Natorp, Η περί των Ιδεών Θεωρία του Πλάτωνος, εκδόσεις «Ο Κοραής», Αθήνα 1929.
12. Tom Bottomore & Patrick Goode (eds), Austro-Marxism, Ανθολόγιο Κειμένων. Ιδιαιτέρως κατατοπιστική είναι η Εισαγωγή του T. Bottomore, Clarendon Press-Oxford, 1978.
13. Ό.π., σ. 19.
14. Ο.π., σσ. 62-68.
15. Ο.π., σ. 65.
16. Β. Ι. Λένιν, ό.π., τομ. 18.
17. Austro-Marxism, ό.π., σσ. 78-84.
18. Ό.π., σ. 81.
19. Αντόνιο Γκράμσι, Σοσιαλισμός και Κουλτούρα, εκδ. Στοχαστής, σ. 111.
20. Austro-Marxism, ό.π., σσ. 81-2.
21. Καρλ Κάουτσκυ, Ηθική και Υλιστική Αντίληψις της Ιστορίας, εκδοτικός οίκος Γ. Ι. Βασιλείου, Αθήνα 1929, σσ. 31-56.
* Ο Γιώργος Μανιάτης διδάσκει πολιτική και ηθική θεωρία στο Τμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Πανεπιστημίου Αθηνών.