Alexander Saxton: Religion and the Human Prospect

Alexander Saxton: “Religion and the Human Prospect”, Νέα Υόρκη, Monthly Review Press, 2006, σελ. 240

 

της Έλενα Σίχαν*

 

Ποια είναι η προέλευση της θρησκείας. Πού οφείλεται η καθολικότητά της; Είναι το είδος μας πρωταρχικά ένας homo religiosus και μόνο δευτερευόντως ένας homo sapiens; Η θρησκεία έχει σταθεί μια κρίσιμη προσαρμογή στην ανθρώπινη επιβίωση; Έχει παίξει έναν ευεργετικό ρόλο στην ανθρώπινη εξέλιξη; Αν το έχει κάνει, έχουμε φτάσει κάποιο σημείο στροφής που αναιρεί πλέον την ισχύ από αυτό; Γιατί, μετά από όλα τα οφέλη που πρόσφεραν η επιστήμη και η εγκοσμιότητα, έχει υπάρξει μια μαζική παγκόσμια αναζωογόνηση της θρησκείας και μια υποχώρηση από τις αξίες του διαφωτισμού; Αυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα που εγείρονται από τον Αλεξάντερ Σάξτον σε αυτό το προκλητικό βιβλίο.

Ο Σάξτον βλέπει την προέλευση της θρησκείας σε μια κρίση της συνείδησης που θεμελιώνεται στη συνειδητοποίηση και το φόβο του θανάτου: «Όταν η έλευση της συνείδησης επέβαλε τη γνώση του ατομικού θανάτου, οι πρόγονοί μας αναζήτησαν παρηγοριά από αυτό τον τρόμο προβάλλοντας ανθρωπομορφικές εικόνες στη φύση και αποδίδοντας πραγματικότητα σε αυτές τις εικόνες ως πνευματικά όντα» (σελ. 63).

Η θρησκεία έκανε δυνατή μια αναπαράσταση του σύμπαντος που είναι τελικά εύτακτη και άξια εμπιστοσύνης. Αυτό το σύστημα συλλογικής πίστης επέτρεψε στο είδος μας να ξεπεράσει τον παραλυτικό φόβο του θανάτου και έτσι να επιβιώσει φυσικά. Επιπρόσθετα, η θρησκεία διατήρησε την ηθική, δηλαδή, την κοινωνική συνοχή, ακόμη και την ταξική και φυλετική κυριαρχία, η οποία επέτρεψε την παραδοξολογική πρόοδο του πολιτισμού και την προώθηση της κουλτούρας.

Αυτά τα επιτεύγματα τώρα διακινδυνεύονται από την πυρηνική, βιολογική και οικολογική κρίση. Επήλθε μια αποφασιστική αλλαγή της ανθρώπινης κατάστασης. Το παγκόσμιο περιβάλλον, που κάποτε φαινόταν ένας απεριόριστος πόρος, τώρα αντιμετωπίζει την εξάντληση, ακόμη και την εξάλειψη. Οι πεποιθήσεις και οι συμπεριφορές που χρησίμευαν στον αγώνα για επιβίωση και κυριαρχία έχουν γίνει άκαμπτες, ανθιστάμενες στην κριτική και δυσλειτουργικές για την επιβίωση. Η θρησκεία σπείρει τη διαίρεση, όχι μόνο ανάμεσα σε δόγματα και εθνότητες, αλλά ανάμεσα στην επιστημονική γνώση και τη θρησκευτική πίστη. Επειδή η θρησκεία τοποθετεί την πίστη πάνω από τη γνώση, αποφεύγει την πραγματικότητα που η έρευνα θέτει στο επίκεντρο της προσοχής και παρέχει ιδεολογικό κάλυμμα για μια πολιτική άρνησης, γιατί η «εισβολή των… μεταφυσικών υποθέσεων διασπά τη συσσώρευση της επιστημονικής γνώσης, ανοίγοντας εύκολες διαφυγές από προβλήματα που διαφορετικά θα μπορούσε να λυθούν με την εμπειρική έρευνα» (σελ.49).

Παρ’ όλα αυτά, παρότι οι επιστημονικές και τεχνολογικές πρόοδοι έχουν καταστήσει τη θεϊκή παρέμβαση μειούμενα αξιόπιστη, η θρησκεία επιζεί και ακμάζει. Η επικύρωση μετατοπίστηκε από τα ορθολογικά επιχειρήματα του σχεδιασμού σε φιντεϊστικές εκκλήσεις στην εσωτερική πίστη. Όλα τα είδη στρατηγημάτων, όπως οι επικρίσεις στον απαγωγισμό, χρησιμεύουν για να παρακαμφθεί η κριτική.

Αυτό, με πλατιές πινελιές, είναι το επιχείρημα του Σάξτον. Στην πορεία εξετάζει το δίλημμα που θέτει το πρόβλημα του κακού όπως δραματοποιείται και αναλύεται στις γραφές, τη λογοτεχνία και τα φιλοσοφικά και θεολογικά κείμενα. Ο Σάξτον περνά από το βιβλίο του Ιώβ, μέσω των γραπτών του Αυγουστίνου, του Μίλτον και του Δάντη, στον Λάιμπνιτς, τον Καντ και τον Σλαϊερμάχερ. Φέρνει στο προσκήνιο την κοινωνική επιστημονική μελέτη της θρησκείας όπως αντιπροσωπεύεται από τους Τάιλορ, Ντιρκέμ και Βέμπερ, καθώς και την αντίδραση στην εγκοσμιότητα στον Πάρσονς, το Ίδρυμα Τέμπλετον και τη μεταμοντέρνα θεολογία.

Το βιβλίο είναι ευρυμαθές και τα επιχειρήματά του είναι εύλογα. Βρίσκω τον εαυτό μου να συμφωνεί με αυτό στα πλατιά του περιγράμματα. Αξίζει να διαβαστεί πλατιά και να εκτιμηθεί. Η προσέγγιση του Σάξτον θεμελιώνεται καλύτερα σε φιλοσοφική και ιστορική επιχειρηματολογία από τέτοια υψηλής εκτίμησης βιβλία που επιχειρηματολογούν ενάντια στη θρησκεία όπως “Η Περί του Θεού Ψευδαίσθηση” του Ρίτσαρντ Ντόκινς και “Ο Θεός δεν είναι Μεγάλος” του Κρίστοφερ Χίτσενς.

Ωστόσο, υπάρχουν προβλήματα που κάνουν την ανάγνωση του βιβλίου μια λιγότερο ικανοποιητική εμπειρία από ό,τι θα μπορούσε να είναι. Είναι γραμμένο με έναν υψηλά αφηρημένο τρόπο και δεν συλλαμβάνει τη δυναμική της διαδικασίας μέσω της οποίας η θρησκεία ήρθε στον κόσμο, απέκτησε ρίζες και μπερδεύτηκε με κάθε τι άλλο που είναι ανθρώπινο. Η διανοητική ιστορία που υπόκειται του επιχειρήματος είναι οξυδερκής με τον τρόπο της, αλλά κάπως αραιωμένη και ανεπαρκώς συνδεμένη με τη συνάφεια. Συχνά γράφεται σαν μια εσωτερική ιστορία των ιδεών και των κειμένων μάλλον παρά σαν μια υλιστική ιστορία στην οποία η ιστορία των ιδεών συνδέεται οργανικά με κάθε τι άλλο. Αυτό προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη δεδομένου ότι ο Σάξτον είναι ένας επίτιμος καθηγητής της ιστορίας καθώς και ένας ιστορικός συγγραφέας. Αυτό το βιβλίο προβάλλεται ως μια υλιστική ιστορία της θρησκείας. Από το βιβλίο λείπει, για παράδειγμα, μια επαρκής εξήγηση της αναζωογόνησης της θρησκείας και της υποχώρησης από τις αξίες της εγκοσμιότητας και του διαφωτισμού. Αυτό έχει τη ρίζα του στην τάση να αναλύονται τα κείμενα χωρίς να βασίζονται στις κοινωνικο-ιστορικές δυνάμεις με έναν ικανοποιητικό τρόπο.

Ένα άλλο πρόβλημα είναι ότι μερικά από τα επιχειρήματα του Σάξτον φαίνονται όχι τόσο λαθεμένα, όσο απομακρυσμένα κάπως από το στόχο. Περισσότερο κρίσιμα, η θέση του ότι η προέλευση της θρησκείας βρίσκεται στο φόβο του θανάτου δεν αφήνει αρκετό περιθώριο στην προέλευση της θρησκείας σε μια παρόρμηση να εξηγηθεί ο κόσμος. Σε όλο το βιβλίο το ζήτημα της αλήθειας περιθωριοποιείται κάπως. Η διανοητική αναζήτηση να κατανοηθεί η προέλευση του σύμπαντος, να ζυγιστούν τα επιχειρήματα υπέρ και κατά της ύπαρξης του Θεού ή των θεών, είναι εκεί, αλλά δεν έρχεται οξυμένα στην εστίαση.

Υπάρχει επίσης η κριτική του Σάξτον σε αυτό που αποκαλεί η «αποτυχημένη κριτική της θρησκείας» από το μαρξισμό, την οποία δεν βρίσκω επαρκώς ενημερωμένη ή επιχειρηματολογημένη. Η κριτική του βασίζεται σε ισχυρισμούς ότι ο μαρξισμός δεν δίνει ξεκάθαρο ορισμό της θρησκείας και απολογισμό των ιστορικών πηγών της, ότι η ερμηνεία του της ιστορίας είναι απαγωγική και όχι επαγωγική, ότι η διαλεκτική του της φύσης είναι ιδεαλιστική και τελεολογική, ότι συνδέει τη θρησκεία πολύ στενά με την ιδεολογία, ότι έχει αποφύγει το πρόβλημα της θρησκείας για να κερδίσει υποστήριξη. Δεν δέχομαι ότι μια μελέτη του μαρξισμού ως διανοητικής παράδοσης και πολιτικού κινήματος υποστηρίζει οποιονδήποτε από αυτούς τους ισχυρισμούς, αν και υπάρχει κάποια αλήθεια στη διαβεβαίωση ότι το κίνημα μερικές φορές απέφευγε το ζήτημα της θρησκείας για να μεγιστοποιήσει την υποστήριξη.

Η μαρτυρία που προσφέρει ο Σάξτον για να το στηρίξει αυτό είναι αρκετά αδρή και πρόχειρη. Βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε ρητά γραπτά των Μαρξ και Ένγκελς για τη θρησκεία. Δεν εξετάζει πλήρως τα γραπτά των Μαρξ και Ένγκελς για τον υλισμό στη φιλοσοφία και την ιστορία. Επιπλέον, αγνοεί το έργο μετέπειτα γενιών μαρξιστών στις ατεκμηρίωτες γενικεύσεις του για το μαρξισμό και την ανάλυση της θρησκείας. Από τα πολλά έργα μαρξιστών που αξίζουν την προσοχή προτού προβεί κανείς στο άλμα των γενικεύσεων γύρω από το μαρξισμό στο ζήτημα της θρησκείας, θα παρέθετα το “Ο Κρυμμένος Θεός” του Λουσιέν Γκολντμάν και τη μελέτη της θρησκείας στις “Μελέτες και Παραπέρα Μελέτες ενός Θνήσκοντος Πολιτισμού” του Κρίστοφερ Κόντγουελ.

Αν και αυτό είναι ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί για το ζήτημα της θρησκείας, απέχει πολύ από το να είναι μια οριστική πραγματεία του πεδίου.

 

*H Έλενα Σίχαν διδάσκει ιστορία των ιδεών στο Πανεπιστήμιο του Δουβλίνου, ενώ είναι συγγραφέας εργασιών και άρθρων για το μαρξισμό και τις φυσικές επιστήμες στην ΕΣΣΔ.

 

 

 

 

 

Προσθήκη νέου σχολίου


Κωδικός ασφαλείας
Ανανέωση