Από την άμυνα στην επίθεση - και ξανά πίσω στην άμυνα: επαναστατική στρατηγική και τακτική στις Θέσεις της Λυών του Αντόνιο Γκράμσι

Από την άμυνα στην επίθεση - και ξανά πίσω στην άμυνα: επαναστατική στρατηγική και τακτική στις Θέσεις της Λυών του Αντόνιο Γκράμσι

 

του Θανάση Καμπαγιάννη*

 

Αντόνιο Γκράμσι , Θέσεις της ΛυώνΤο 2011 εκδόθηκαν για πρώτη φορά στα ελληνικά οι Θέσεις της Λυών από τις εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο. Πρόκειται για το εισηγητικό κείμενο της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας στο Γ΄ Συνέδριό του που έγινε στη γαλλική πόλη Λυών (μιας και στην Ιταλία το φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι είχε ήδη απαγορεύσει κάθε πολιτική δραστηριότητα του ΚΚ). Οι Θέσεις είναι γραμμένες από τον Αντόνιο Γκράμσι (σε ένα κομμάτι τους και από τον Πάλμιρο Τολιάτι) και φιλοδοξούν να δώσουν το ιστορικό περίγραμμα της πορείας του ιταλικού εργατικού κινήματος και να χαράξουν τη στρατηγική και την τακτική του Κομμουνιστικού Κόμματος στη συγκεκριμένη συγκυρία. Στόχος αυτού του κειμένου δεν είναι να ανασυστήσει το ιστορικό πλαίσιο αυτής της προσπάθειας (ο αναγνώστης που επιθυμεί να εξοικειωθεί με αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να διαβάσει ως εισαγωγικά κείμενα τα σχετικά βιβλία αφενός των Κουίντιν Χόαρ και Τζέφρι Νόουελ Σμιθ και αφετέρου των Κρις Χάρμαν και Κρις Μπάμπερι που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Στοχαστής και Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο αντίστοιχα)1. Στο κείμενο που ακολουθεί θα επιδιώξουμε να αναδείξουμε –μέσα από τις Θέσεις 3 7.5 cm0 0της Λυών– τις βασικές επιλογές που καθόρισαν την πορεία του ιταλικού εργατικού κινήματος και της πολιτικής του πρωτοπορίας, τη συμμετοχή και τον ρόλο του Γκράμσι μέσα σε αυτές (τον τρόπο με τον οποίο επηρεάστηκε αλλά και τις επηρέασε ο ίδιος) και τα διδάγματα στρατηγικής και τακτικής που οι επιλογές αυτές μας προσφέρουν στην επαναστατική δράση του σήμερα.

Οι Θέσεις της Λυών αποτελούν το ωριμότερο πολιτικά κείμενο του Αντόνιο Γκράμσι: βρίσκουμε σε αυτές το απαύγασμα της πολιτικής του διαμόρφωσης, από τη στράτευσή του στο ΚΚ Ιταλίας το 1921 μέχρι την ανάληψη της ηγεσίας του το 1924 (μετά την περίοδο της ηγεσίας του Αμαντέο Μπορντίγκα) και τη δίχρονη θητεία του σ’ αυτή μέχρι το 1926. Γι’ αυτό και οι Θέσεις της Λυών μπορούν να αποτελέσουν ένα κείμενο-κλειδί στην ορθή ανάγνωση της σκέψης του Γκράμσι, μιας σκέψης που έχει γίνει πεδίο οξείας αντιπαράθεσης μέσα και έξω από το μαρξιστικό ρεύμα στο οποίο ανήκε. Οι Θέσεις περιγράφουν δύο κομβικές στιγμές στη διαμόρφωση του ιταλικού εργατικού κινήματος και της πολιτικής στράτευσης του Γκράμσι: η μία είναι η “κόκκινη διετία” 1919-1920 κατά την οποία η ιταλική εργατική τάξη πραγματοποίησε τη δική της “έφοδο στους ουρανούς”, ως συνέπεια της οποίας οι αγωνιστές της αριστερής πτέρυγας του Σοσιαλιστικού Κόμματος Ιταλίας (μέσα σ’ αυτούς και ο Γκράμσι) οδηγήθηκαν στην ίδρυση του Ιταλικού ΚΚ στο Λιβόρνο το 1921. Η δεύτερη είναι η υποχώρηση του επαναστατικού κινήματος (από το 1921 και μετά) με βασικό σταθμό της την άνοδο στην εξουσία του φασιστικού κινήματος του Μουσολίνι τον Οκτώβρη του 1922, εξελίξεις που έθεταν σημαντικά και πρωτοφανή καθήκοντα στο νεαρό Κομμουνιστικό Κόμμα.

Οι μετέπειτα αναγνώσεις της σκέψης του Γκράμσι (που τον θέλουν να διαφοροποιείται από την επαναστατική κομμουνιστική παράδοση) βασίζονται στην αποσιώπηση των πολιτικών του επιλογών στην πρώτη φάση και στη διαστρέβλωση των πολιτικών του επιλογών στη δεύτερη. Αλλά ας δούμε τις δύο αυτές φάσεις πιο αναλυτικά.

 

α. Από την άμυνα στην επίθεση...

Κομβικό σημείο συγκρότησης της πολιτικής οργάνωσης του ιταλικού εργατικού κινήματος και του ίδιου του Αντόνιο Γκράμσι μέσα σ’ αυτή υπήρξε η ρήξη με τις ηγεσίες του Σοσιαλιστικού Κόμματος Ιταλίας και των εργατικών Συνομοσπονδιών κατά τη διετία των εργατικών απεργιών και καταλήψεων του 1919-1920, που κορυφώθηκε με την αποτυχία των ηγεσιών αυτών να απαντήσουν στο ζήτημα της κατάληψης της εξουσίας που οι ίδιες οι συνθήκες έθεσαν μπροστά τους το φθινόπωρο του 1920. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι αγωνιστές του σοσιαλιστικού κινήματος της εποχής έπρεπε να αναθεωρήσουν πολλές από τις προγενέστερες βεβαιότητες του τί σήμαινε να είναι κανείς σοσιαλιστής: από τις εν πολλοίς αμυντικές μάχες των προηγούμενων ετών, σημαδεμένων από τις εσωκομματικές αντιπαραθέσεις για τη στάση του Σοσιαλιστικού Κόμματος απέναντι στον πόλεμο και τη συμμετοχή της Ιταλίας σε αυτόν, η ιταλική Αριστερά έπρεπε να ανταποκριθεί σε μια νέα περίοδο επιθετικών μαχών και οξυμμένων ταξικών αντιπαραθέσεων και διεθνών εξελίξεων πρώτου μεγέθους, όπως ήταν η νίκη της Ρώσικης Επανάστασης τον Οκτώβρη του 1917.

Ο Γκράμσι ανταποκρίθηκε θετικά στην αλλαγή αυτή της συγκυρίας: καταρχάς υποδέχτηκε με ενθουσιασμό τη Ρώσικη Επανάσταση, γεγονός που επρόκειτο να παίξει τον ρόλο του καταλύτη στις μετέπειτα συζητήσεις και ανασυνθέσεις του παγκόσμιου σοσιαλιστικού κινήματος και στη δημιουργία νέων Κομμουνιστικών Κομμάτων. Αλλά, αν και η στάση απέναντι στη Ρώσικη Επανάσταση ήταν εξαιρετικής σημασίας για τις πολιτικές και οργανωτικές επιλογές που θα έκαναν χιλιάδες αγωνιστές σε όλον τον κόσμο, ήταν τελικά οι εμπειρίες σε εθνικό επίπεδο που καθόρισαν αυτές τις επιλογές και έκλιναν τις προτιμήσεις προς το “μοντέλο” των Μπολσεβίκων του Λένιν και του Τρότσκι. Ο Γκράμσι ξεκαθάρισε μέσα από την εμπειρία της κόκκινης διετίας ότι οι πολιτικές επιλογές του Σοσιαλιστικού Κόμματος Ιταλίας επέτασσαν τη δημιουργία νέου επαναστατικού πολιτικού φορέα, διαχωρισμένου οργανωτικά από τον ρεφορμισμό. Στις Θέσεις, ο Γκράμσι εντοπίζει τρία κρίσιμα σημεία που αναδείκνυαν αυτή την αναγκαιότητα:

«...1) η εξαφάνιση από τους κόλπους του εργατικού κινήματος της κριτικής ενάντια στο Κράτος, ενός θεμελιώδους στοιχείου της Μαρξιστικής θεωρίας, και η αντικατάστασή της από δημοκρατικές ουτοπίες, 2) η διαμόρφωση μιας εργατικής αριστοκρατίας, 3) μια νέα μαζική είσοδος μικροαστών και αγροτών στην εργατική τάξη, και ως εκ τούτου μια νέα διάδοση μέσα στο προλεταριάτο ιδεολογικών ρευμάτων εθνικού χαρακτήρα, αντίθετων με τον Μαρξισμό» (σελ. 14, Θέσεις της Λυών. ΣτΣ: όπου αναφέρεται σελίδα εντός του κειμένου, η παραπομπή είναι στις Θέσεις της Λυών).

Για τον Γκράμσι, η αποτυχία του Σοσιαλιστικού Κόμματος σε αυτά τα τρία επίπεδα οδήγησε στην αδυναμία του εργατικού κινήματος να απαντήσει στο ζήτημα της εξουσίας που με οξύτητα αναδείχτηκε το φθινόπωρο του 1920, όταν οι ηγεσίες του Σοσιαλιστικού Κόμματος και της εργατικής Συνομοσπονδίας πετούσαν η μία στην άλλη και οι δύο μαζί στα μέλη τους το μπαλάκι της οργάνωσης της ένοπλης εξέγερσης. Η αδυναμία αυτή αφόπλισε την εργατική τάξη που ήταν και η μόνη που θα μπορούσε να δώσει διέξοδο και ηγεσία σε όλες τις λαϊκές τάξεις (πρώτα και κύρια τους αγρότες) στην κρίσιμη αυτή συγκυρία. Η αδυναμία αυτή έμελλε να είναι αποφασιστικής σημασίας για τη μετέπειτα άνοδο του φασισμού. Όπως το περιγράφει ο Γκράμσι στις Θέσεις:

«Με την απουσία ενός ομοιογενούς ταξικού πυρήνα ικανού να επιβάλει –μέσω της δικτατορίας του– μια πειθαρχία στη δουλειά και την παραγωγή ολόκληρης της χώρας, χτυπώντας και εξαλείφοντας τους καπιταλιστές και τους γαιοκτήμονες εκμεταλλευτές, η διακυβέρνηση είναι αδύνατη και η κρίση της εξουσίας είναι διαρκώς ανοιχτή. Η ήττα του επαναστατικού προλεταριάτου στην αποφασιστική περίοδο συνέβη εξαιτίας των πολιτικών, οργανωτικών, τακτικών και στρατηγικών ελλειμμάτων του εργατικού κόμματος. Σαν συνέπεια αυτών των ελλειμμάτων, το προλεταριάτο απέτυχε να τεθεί επικεφαλής της εξέγερσης της μεγάλης πλειοψηφίας του πληθυσμού και να τη διοχετεύσει στη δημιουργία ενός εργατικού Κράτους. Αντίθετα, ήταν αυτό που επηρεάστηκε από άλλες κοινωνικές τάξεις, κάτι το οποίο παρέλυσε τη δραστηριότητά του» (σελ. 25).

Ωστόσο, εκτός από τον εντοπισμό των καθοριστικών στοιχείων που εμπόδισαν την εργατική τάξη να καταλάβει την εξουσία το 1920 και την υπέρβασή τους από ριζοσπαστική και επαναστατική σκοπιά, είναι σημαντικό να επισημάνουμε ότι ο Γκράμσι έφτασε σε αυτές τις επιλογές μέσα από έναν ιδιαίτερο δρόμο, γεγονός που είχε σημαντικές συνέπειες στον ρόλο που θα καλούταν να παίξει στη μετέπειτα πορεία του Κομμουνιστικού Κόμματος. Ο Γκράμσι ανακάλυψε τις ριζοσπαστικές απαντήσεις στα αδιέξοδα του ιταλικού ρεφορμισμού μέσα από την οργανική συμμετοχή του στο κίνημα των εργοστασιακών συμβουλίων του Τορίνο, ως αγωνιστής και μέλος της συντακτικής ομάδας της εβδομαδιαίας εφημερίδας Ordine Nuovo. Μέσα από την ανάδειξη του ρόλου των εργοστασιακών συμβουλίων και την προσπάθεια θεωρητικής γενίκευσης της δράσης τους, ο Γκράμσι συνέδεσε τη ρεφορμιστική στρατηγική του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος απέναντι στο κράτος και τις θεωρίες “εθνικής ιδιαιτερότητας” του ιταλικού μαξιμαλισμού με τη γραφειοκρατικοποίηση και τον συντεχνιασμό του ιταλικού εργατικού κινήματος. Έτσι, η υπέρβαση της ρεφορμιστικής στρατηγικής και η επαναβεβαίωση του επαναστατικού δρόμου δεν ήταν για τον Γκράμσι απλώς ένα ιδεολογικό γύμνασμα ή ένα θεωρητικό ξεκαθάρισμα, αλλά συνδεόταν με την ανασυγκρότηση του ίδιου του εργατικού κινήματος με έμφαση στον ρόλο της εργατικής βάσης, της αυτόνομης δράσης της από τα κάτω, της οικοδόμησης εργατικών αντι-θεσμών που αμφισβητούν το διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη στους αγώνες του σήμερα για να αποτελέσουν τα έμβρυα της εργατικής αυτοδιαχείρισης στην κοινωνία του αύριο.

Η μέθοδος αυτή ήταν ριζικά διαφορετική από τη μέθοδο του Μπορντίγκα, του μέντορα της ιταλικής άκρας Αριστεράς και ηγέτη του Κομμουνιστικού Κόμματος από το 1921 μέχρι το 1924. Ο Μπορντίγκα διαφοροποιήθηκε από την ηγεσία του Σοσιαλιστικού Κόμματος Ιταλίας στη βάση των αδιάλλακτων επαναστατικών του αρχών, γι’ αυτό και αναδείχτηκε σε αδιαμφισβήτητο ηγέτη της αριστερής διαφωνίας στο Συνέδριο του Λιβόρνο το 1921. Ωστόσο, η αντίληψή του για το κομμουνιστικό κόμμα δεν υπερέβη ποτέ αυτή μιας πρωτοπορίας που κρίνεται βάσει της ορθότητας των επαναστατικών της αρχών και όχι βάσει της πραγματικής εμπλοκής της στις μάχες που οι ίδιες οι εργατικές μάζες επιλέγουν να δώσουν, στο επίπεδο συνείδησης που αυτές έχουν κατακτήσει. Η μέθοδος του Γκράμσι ήταν “οργανική”: γι’ αυτόν η επαναστατική θεωρία υπονοούταν μέσα στους συλλογικούς αγώνες της εργατικής τάξης. Δεν επρόκειτο «για την εισαγωγή σχεδόν εκ του μηδενός στοιχείων ενός επιστημονικού τρόπου σκέψης στην ιδιωτική ζωή του καθενός, αλλά αντίθετα για το πώς η υπάρχουσα δραστηριότητα θα αναζωογονηθεί και θα γίνει κριτική».2 Ο ρόλος του κομμουνιστικού κόμματος ήταν αναντικατάστατος στο να αποκαθάρει το αυθόρμητο από τις εξωτερικές ταξικές επιδράσεις και να του δώσει εσωτερική συνοχή και οργάνωση: «Μπορούμε να συγκροτήσουμε σε μια συγκεκριμένη πρακτική, μια θεωρία η οποία από τη στιγμή που ταυτίζεται με τα αποφασιστικά στοιχεία της ίδιας της πρακτικής, μπορεί να επιταχύνει την ιστορική διαδικασία που βρίσκεται σε εξέλιξη και να κάνει την πρακτική περισσότερο ομογενοποιημένη, περισσότερο συνεκτική, πιο αποτελεσματική σε όλα τα στοιχεία της και έτσι, με άλλα λόγια, να αναπτύξει τη δυναμική της στο μάξιμουμ».3

Η όξυνση της ταξικής πάλης στην μεταπολεμική Ευρώπη και η συγκεκριμένη μορφή που αυτή έλαβε στην Ιταλία τη διετία 1919-1920 άνοιξαν το δρόμο για μια επαναθεμελίωση του εργατικού κινήματος σε επαναστατική κατεύθυνση, εξέλιξη που εκφράστηκε οργανωτικά με την ίδρυση του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας. Ο Γκράμσι ήταν στην καρδιά αυτής της διεργασίας, χωρίς να είναι ωστόσο μόνος: η συγκρότηση του ΚΚ ήταν αποτέλεσμα της συνάντησης διαφορετικών ρευμάτων αριστερής διαφωνίας που συμφωνούσαν στο κρίσιμο διακύβευμα της συγκυρίας, τελώντας υπό την ηγεμονία των αντιλήψεων της παλιάς αριστερής πτέρυγας του Σοσιαλιστικού Κόμματος με ηγέτη τον Μπορντίγκα. Ο Γκράμσι ήταν φορέας των αδυναμιών και των ορίων της παλιάς αριστερής πτέρυγας του Σοσιαλιστικού Κόμματος, αν και η ιδιαίτερη πολιτική και ιδεολογική του πορεία θα του έδινε τη δυνατότητα να είναι ο πρώτος που θα συνειδητοποιούσε αυτές τις αδυναμίες και θα επιχειρούσε εκ νέου να τις υπερβεί. Αυτό ωστόσο δεν σήμανε ποτέ την εγκατάλειψη από πλευράς του του βαθιού χαρακώματος που άνοιξε η ρήξη της κόκκινης διετίας. Το «μονολιθικό χαρακτηριστικό πάνω στο οποίο χρειάζεται να βασίζεται η συγκρότηση ενός κόμματος»,4 όπως το περιγράφει ο Γκράμσι στα Τετράδια της Φυλακής δεν είναι άλλο από τις πολιτικές επιλογές που συνεπάχθηκε αυτή η ρήξη και που θα ακολουθούσαν τον Γκράμσι μέχρι το τέλος της ζωής του.

 

β. ...και ξανά πίσω στην άμυνα

Κάνοντας ένα γενικό σχόλιο για την ιστορική πορεία των Κομμουνιστικών Κομμάτων στη Δύση, ο Έρικ Χόμπσμπομ έγραψε ότι «η ιστορία του κομμουνισμού στις ανεπτυγμένες οικονομίες της Δύσης είναι η ιστορία επαναστατικών κομμάτων σε χώρες χωρίς προοπτικές εξέγερσης»5. Για τον Χόμπσμπομ και την πολιτική λογική που υπηρετούσε, το δίλημμα που έμπαινε για τις επαναστατικές οργανώσεις που προέκυψαν από τη ρήξη του 1917 ήταν είτε να μετατραπούν σε αναχωρητικές σέκτες είτε να ακολουθήσουν το κύμα της υποχώρησης του εργατικού κινήματος και να οπισθοχωρήσουν στην αστικοδημοκρατική πολιτική των “λαϊκών μετώπων” που θα μεσουρανούσε μετά τη στροφή της σταλινοποιημένης Κομιντέρν τη δεκαετία του ’30. Οι Ιταλοί κομμουνιστές είχαν να αντιμετωπίσουν τα οξυμένα ζητήματα που τους έθετε η υποχώρηση του επαναστατικού κύματος, διεθνώς και στην Ιταλία μετά το 1921, επαυξημένα μάλιστα από μια πρωτοφανή εμπειρία ανάληψης της εξουσίας από ένα μαζικό αντιδραστικό κίνημα, το φασιστικό κίνημα του Μουσολίνι, τον Οκτώβρη του 1922.

Αν έχει αξία να αναλύσουμε την πορεία του Ιταλικού ΚΚ μέχρι το 1926, και μαζί αυτή του Αντόνιο Γκράμσι, είναι γιατί θα ανακαλύψουμε ότι τη δεκαετία του 1920 αναδείχτηκε (στην Ιταλία αλλά και όχι μόνο) μια γενιά επαναστατών που αντιστάθηκε στο δίπολο σεκταρισμός/οπορτουνισμός και επιχείρησε να χτίσει οργανώσεις που να χαράζουν μάχιμη πολιτική γραμμή, σε επικοινωνία με τις μάζες χωρίς αυτή να παύει να είναι επαναστατική. Οι αντικειμενικές αιτίες αυτών των νέων καθηκόντων εντοπίζονταν τόσο στο γεγονός ότι τα νέα ΚΚ που δημιουργήθηκαν μέσα από τη ρήξη με τη Σοσιαλδημοκρατία επηρέαζαν μια μικρή μόνον μειοψηφία του προλεταριάτου, όσο και στο ότι οι αστικές τάξεις, μετά το αρχικό σοκ του 1917, ανασυντάχτηκαν και πέρασαν στην αντεπίθεση απέναντι στους κοινωνικούς τους αντιπάλους. Τα Κομμουνιστικά Κόμματα έπρεπε τώρα να οργανώσουν την άμυνα του εργατικού κινήματος στις αντεπαναστατικές απόπειρες, διασφαλίζοντας ωστόσο ότι η οργάνωση της άμυνας δεν θα στεκόταν αφορμή για μια άτακτη πολιτική και ιδεολογική υποχώρηση πίσω από το κεκτημένο του επαναστατικού ρήγματος του 1917. Ο Γκράμσι ηγήθηκε αυτής της διαδικασίας στο Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, συγκρουόμενος με την ηγεσία Μπορντίγκα και αναδεικνυόμενος σε εναλλακτική ηγεσία από το 1924 και μετά.

Για να ανταποκριθούν στα νέα τους καθήκοντα, τα Κομμουνιστικά Κόμματα έπρεπε να καταπολεμήσουν εκείνες τις τάσεις στο εσωτερικό τους που αρνούνταν την αλλαγή των αντικειμενικών συνθηκών μετά το 1921 και επέμεναν στην ανάληψη μειοψηφικών δράσεων με στόχο την εξουσία, χωρίς επιδίωξη κινητοποίησης της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης. Αυτή η πολιτική έμεινε γνωστή ως η “θεωρία της επίθεσης”, αρχικά στο Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα αλλά και σε πολλά Κομμουνιστικά Κόμματα της Δύσης, ανάμεσά τους και το Ιταλικό. Στις Θέσεις της Λυών, κατά την πολιτική συζήτηση της ομάδας εργασίας για το ενιαίο μέτωπο, ο Μπορντίγκα αποδέχεται τη λενινιστική κριτική της “θεωρίας της επίθεσης” μόνο για τις στιγμές που κρίνεται η κατάληψη της εξουσίας. Κατά τα άλλα, η αποδοχή της αρχής ότι «το κόμμα πρέπει να παραμένει σε κάθε περίπτωση σε επαφή με τις μάζες» αποτελεί για τον Μπορντίγκα «βήμα προς τον οπορτουνισμό» (σελ. 71).

Σε αντίθεση με την αντίληψη του Μπορντίγκα, ο Γκράμσι οικοδομεί υπομονετικά (σε σύγκρουση και με παλιότερες δικές του αντιλήψεις) μια αντίληψη για το κόμμα που «δεν ηγείται της τάξης μέσω μιας εξωτερικής επιβολής αυθεντίας»:

«Το σφάλμα της μηχανιστικής ερμηνείας αυτής της αρχής πρέπει να καταπολεμηθεί στο Ιταλικό κόμμα ως μία από τις συνέπειες της ιδεολογικής παρέκκλισης της άκρας Αριστεράς. Γιατί αυτές οι παρεκκλίσεις οδηγούν σε μια αυθαίρετη, τυπική υπερεκτίμηση του κόμματος όσον αφορά το ρόλο του σαν ηγέτη της τάξης. Υποστηρίζουμε ότι η δυνατότητά του να ηγείται της τάξης σχετίζεται, όχι με το γεγονός ότι το κόμμα “ανακηρύσσει” τον εαυτό του σε επαναστατικό όργανο, αλλά με το γεγονός ότι “πραγματικά” επιτυγχάνει, σαν κομμάτι της εργατικής τάξης, να συνδέει τον εαυτό του με όλα τα τμήματα αυτής της τάξης και να ωθεί τις μάζες σε μια κίνηση προς την επιθυμητή κατεύθυνση σύμφωνα και με τις αντικειμενικές συνθήκες. Μόνο σαν αποτέλεσμα της δραστηριότητάς του ανάμεσα στις μάζες, θα καταφέρει το κόμμα να κάνει τις τελευταίες να το αναγνωρίσουν σαν “δικό τους” κόμμα...» (σελ. 50).

Έτσι, τα καθήκοντα του Κομμουνιστικού Κόμματος στις νέες συνθήκες διαμορφώνονται ως εξής: το Κόμμα πρέπει μέσα από πρακτικές πρωτοβουλίες να κερδίσει την πλειοψηφία της εργατικής τάξης σε κινηματική κατεύθυνση, είτε αυτό αφορά μερικότερες μάχες (οι οποίες ρητά επιδιώκονται ως «ο μόνος τρόπος για να προσεγγίσει κανείς τις πλατιές μάζες και να τις κινητοποιήσει ενάντια στο κεφάλαιο», σελ. 52) είτε αυτό αφορά ευρύτερες πολιτικές μάχες (όπως είναι «η απαίτηση οργανωτικών και πολιτικών ελευθεριών» που «προσφέρει ένα εξαιρετικό πεδίο αγκιτάτσιας», σελ. 54). Το Κόμμα επιδιώκει την ενιαιομετωπική συνεργασία των εργατικών οργανώσεων, γεγονός που αν επιτευχθεί θα διευκολύνει την ενοποίηση όλων των αντικαπιταλιστικών τάξεων (κύρια του αγροτικού προλεταριάτου και των αγροτών του Νότου) υπό την ηγεσία της εργατικής τάξης.

Οι αρχές και οι κατευθύνσεις του Τρίτου και του Τέταρτου Συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς για το ενιαίο μέτωπο επηρεάζουν βαθιά τον Γκράμσι και θέτουν τις βάσεις για την ιδιαίτερη συνεισφορά του στην μαρξιστική παράδοση με τη σύλληψη της έννοιας της “ηγεμονίας” και τις σχετικές θεωρητικοποιήσεις στις οποίες θα προχωρήσει περαιτέρω στα Τετράδια της Φυλακής.

 

Η πάλη ενάντια στον φασισμό ως πρόβλημα εφαρμοσμένης ηγεμονίας

Το πέρασμα από την επίθεση στην άμυνα –και τα καθήκοντα που έθετε για το νεαρό Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας– θα έβρισκε την πρακτική του εφαρμογή στην αντιμετώπιση του φασισμού. Η ίδια η πολιτική του ενιαίου μετώπου σήμαινε τη συνεργασία στο επίπεδο της κοινής δράσης με το Σοσιαλιστικό Κόμμα Ιταλίας, από το οποίο οι αγωνιστές που συγκρότησαν το ΚΚ είχαν πρόσφατα αυτονομηθεί. Ο Λένιν είχε δώσει τη διατύπωση αυτής της πολιτικής λέγοντας: «Χωριστείτε από τον Τουράτι και μετά να συμμαχήσετε μαζί του». Ήταν μια διατύπωση απλή στην ιδιοφυία της, αλλά δύσκολη στην υλοποίησή της, ειδικά αφού είχε να αντιμετωπίσει και την οργανωμένη δυσπιστία μεγάλου μέρους του Κόμματος που ακολουθούσε τον Μπορντίγκα. Το γεγονός ότι η πολιτική του ενιαίου μετώπου έπρεπε να εγκαινιαστεί στην πάλη ενάντια στον φασισμό δημιουργούσε μία περαιτέρω δυσκολία στον αναπροσανατολισμό του Κόμματος. Κι αυτό γιατί ο φασισμός ήταν ένα καινούργιο για εκείνη την εποχή φαινόμενο, γεγονός που έσπερνε σύγχυση τόσο στην Κομιντέρν όσο και στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας.

Δεν σκοπεύουμε να ανασυστήσουμε εδώ όλες τις αντιπαραθέσεις μέσα στους μαρξιστές για τη φύση του φασισμού. Το βέβαιο είναι ότι αρχικά υπήρξε σύγχυση σε σχέση με το τι συνιστά το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του φασισμού ως μορφής αστικής κυριαρχίας. Η βία ήταν ένα πρώτο κρατούμενο, αλλά μετά το 1917 υπήρχαν αρκετά παραδείγματα βίαιης αντεπαναστατικής δράσης, από τη Φινλανδία το 1918 ενάντια στους Μπολσεβίκους ή τα αντι-εβραϊκά πογκρόμ στις περιοχές που ήλεγχαν οι Λευκοί στρατηγοί μέχρι την πτώση της Βουδαπέστης το 1919 μετά την σύντομη κυριαρχία των κομμουνιστών του Μπέλα Κουν και την μαζική σφαγή που διέπραξαν οι δυνάμεις της αντεπανάστασης υπό τον Ναύαρχο Χόρτυ. Η σοσιαλδημοκρατική αντίληψη ήθελε την βία αυτή (και ως συνέπεια και τον φασισμό) να αποτελεί το “άλλο άκρο” της εξτρεμιστικής βίας των Μπολσεβίκων. Μεγάλο μέρος της πολεμικής των κομμουνιστών ηγετών κατευθύνθηκε εναντίον της σοσιαλδημοκρατικής αυτής προπαγάνδας για προφανείς λόγους.

Ωστόσο, η άνοδος του φασισμού στην Ιταλία έθετε νέες προκλήσεις για τους μαρξιστές, που υπερέβαιναν τις ανάγκες μιας απλής πολεμικής με τους σοσιαλδημοκράτες. Η Κλάρα Τσέτκιν ήταν η πρώτη που επεσήμανε ότι ο φασισμός «δεν είναι η εκδίκηση της αστικής τάξης ως αντίποινα για την προλεταριακή επίθεση εναντίον της. Ιστορικά εξεταζόμενος αντικειμενικά, έρχεται ο φασισμός πολύ περισσότερο ως μια τιμωρία για το προλεταριάτο εξαιτίας της αποτυχίας του να συνεχίσει την επανάσταση που ξεκίνησε στη Ρωσία. Και οι φορείς του φασισμού δεν είναι μια μικρή και προνομιούχα κάστα, αλλά ευρέα κοινωνικά στρώματα, μεγάλες μάζες που φτάνουν ακόμη και στο προλεταριάτο»6.

Στις Θέσεις της Λυών, ακολουθείται αυτούσια η συλλογιστική της Τσέτκιν, όταν λέγεται ότι: «Η νίκη του φασισμού το 1922 πρέπει να ειδωθεί, συνεπώς, όχι σαν μια νίκη κερδισμένη εις βάρος της επανάστασης, αλλά σαν μια συνέπεια της ήττας που υπέστησαν οι επαναστατικές δυνάμεις μέσα από τις ίδιες τους τις εγγενείς αδυναμίες» (σελ. 26).

Ο Γκράμσι θα περάσει μέσα από μια δύσκολη εσωτερική δοκιμασία για να μεταβεί σε μία νέα αντίληψη για τον φασισμό (η μετάβαση αυτή είναι μάλιστα εμφανής στα κείμενά του στο πέρασμα των χρόνων). Αφετηρία της αλλαγής ήταν πάντοτε η εμπλοκή με το ζωντανό κίνημα και η επιτυχία ή αποτυχία των επιλεγόμενων τακτικών. Από αυτή την άποψη το 1922 είναι για τον Γκράμσι ένα σημείο καμπής: η άνοδος των φασιστών στην εξουσία πραγματοποιήθηκε χωρίς την ενεργητική πάλη εναντίον τους από την πλευρά του Κομμουνιστικού Κόμματος. Ο Μπορντίγκα (όπως και οι περισσότεροι ηγέτες του ΚΚ εκείνη την εποχή) δεν αντιλαμβανόταν το μέγεθος της τομής και της φασιστικής απειλής για το εργατικό κίνημα. Η πολιτική της αποχής από την πάλη ενάντια στον φασισμό ενδυόταν μια φαινομενικά μαρξιστική ανάλυση περί “δύο διαφορετικών πτερύγων της αστικής τάξης που μάχονται για την εξουσία”, χωρίς το αποτέλεσμα της μάχης αυτής να ενδιαφέρει την εργατική τάξη και το κίνημά της. Ακόμα και όταν ένα εν πολλοίς αυθόρμητο κίνημα, αυτό των “Arditi Del’ Popolo”, αποτελούμενο κατά βάση από πρώην στρατιώτες μέλη του Σοσιαλιστικού και του Κομμουνιστικού Κόμματος, επιχείρησε να συγκρουστεί με τους φασίστες, η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος το κατήγγειλε στη βάση των τακτικών του και της πολιτικής του ανεπάρκειας, αντί να του δώσει ηγεσία και κατεύθυνση στην πράξη.

Στην ελληνική έκδοση των Θέσεων της Λυών περιέχονται τα πρακτικά της συζήτησης της ηγεσίας του Κομμουνιστικού Κόμματος πριν το Συνέδριο: η αντιπαράθεση του Γκράμσι με τον Μπορντίγκα, κύρια πάνω στο ζήτημα του φασισμού και της αντιμετώπισής του, αποτελεί μία κορυφαία στρατηγική συζήτηση και δείγμα της μεταβολής των απόψεων του ίδιου του Γκράμσι. Στις Θέσεις, παρόλες τις αναφορές στη “συμπληρωματικότητα” φασισμού και αστικής δημοκρατίας και την ύπαρξη καταμερισμού λειτουργιών ανάμεσά τους (παραπομπή σε θέση του Πέμπτου Συνεδρίου της Κομιντέρν και της σχετικής –όχι αθώας– τοποθέτησης του Ζηνόβιεφ), η μαρξιστική ανάλυση για τον φασισμό έχει κάνει πραγματικά προχωρήματα στο να εντοπίσει την ιδιαιτερότητα του φασισμού τόσο ως μαζικού αντεπαναστατικού κινήματος όσο και ως θανάσιμου κινδύνου για την εργατική τάξη και τις οργανώσεις της:

«Ο φασισμός ως κίνημα ένοπλης αντίδρασης, που θέτει στον εαυτό του το καθήκον να θρυμματίσει και να αποδιοργανώσει την εργατική τάξη με σκοπό να την ακινητοποιήσει, ταίριαζε στα πλαίσια της πολιτικής της παραδοσιακής ιταλικής άρχουσας τάξης, καθώς και στον πόλεμο του καπιταλισμού εναντίον της εργατικής τάξης... Κοινωνικά, ο φασισμός βρήκε τη βάση του στη μικροαστική τάξη των πόλεων και σε μια νέα αστική τάξη της υπαίθρου... Οι περιστάσεις επέτρεψαν στον φασισμό να συλλάβει και να υλοποιήσει ένα σχέδιο κατάκτησης του Κράτους, εναντίον των παλιών κυβερνώντων στρωμάτων... φασισμός) αντικαθιστά τη μέθοδο των συμφωνιών και των συμβιβασμών με το σχέδιο της επίτευξης μιας οργανικής ενότητας όλων των δυνάμεων της αστικής τάξης με έναν μοναδικό πολιτικό οργανισμό κάτω από τον έλεγχο ενός μοναδικού κέντρου, που θα διευθύνει ταυτόχρονα το κόμμα, την κυβέρνηση και το Κράτος» (σελ. 26-27).

Σαν κομμάτι αυτής της νέας αντίληψης για τον φασισμό και σε συνδυασμό με την βαθύτερη κατάκτηση του ενιαίου μετώπου, το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας αντιμετώπισε διαφορετικά (από ό,τι το 1922) την κρίση που υπέστη το φασιστικό καθεστώς το 1924 μετά τη δολοφονία του σοσιαλιστή βουλευτή Ματεότι. Πλέον το ΚΚ συμμετείχε ενεργητικά στην αντιφασιστική κίνηση της εργατικής τάξης και της αγροτιάς και έκανε προτάσεις κοινής δράσης στις ηγεσίες των ρεφορμιστικών κομμάτων και Συνομοσπονδιών, εκθέτοντας έτσι την αδράνεια και τον φόβο τους για το μαζικό κίνημα. Στην αντιμετώπιση της πολιτικής κρίσης μετά τη δολοφονία, το ΚΚ εντόπιζε πλέον τρία διακριτά υποκείμενα: το φασιστικό καθεστώς, την αστική/δημοκρατική αντιπολίτευση και την εργατική τάξη της οποίας πρωτοπορία ήταν το ΚΚ. Για τον Γκράμσι, καμία νίκη εναντίον του φασιστικού καθεστώτος δεν μπορούσε να επιτευχθεί αν οι “ενδιάμεσοι δημοκρατικοί σχηματισμοί” δεν έπαυαν να έχουν ερείσματα στις μάζες. Αλλά για να γίνει αυτό, το ΚΚ δεν έπρεπε να μείνει σε μία προπαγανδιστική καμπάνια “ενάντια τόσο στον φασισμό όσο και στην Αντιπολίτευση”: αντίθετα έπρεπε να πάρει πολιτικές πρωτοβουλίες που να σηματοδοτούν την πρωτοπόρα συμβολή των κομμουνιστών στο αντιφασιστικό μέτωπο και με αυτόν τον τρόπο να αδυνατίσει στην πράξη τους δεσμούς της εργατικής τάξης με τις ρεφορμιστικές της ηγεσίες.

Απέναντι στην κριτική ότι η ενιαιομετωπική συνεργασία των επαναστατών με τους ρεφορμιστές “σπέρνει αυταπάτες” και ενισχύει τους δεύτερους, είναι ίσως μία από τις πιο πολύτιμες συνεισφορές του Γκράμσι (το ίδιο μπορούμε να πούμε αναμφίβολα για τον Τρότσκι και τα κείμενά του για τη Γερμανία) ότι αποδεικνύει πως το ενιαίο μέτωπο –αν εφαρμοστεί δημιουργικά– μπορεί να προσφέρει τακτικές νίκες στη συγκυρία, την ίδια στιγμή που θα αποδυναμώσει τους ρεφορμιστές και θα δώσει μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση στην εργατική τάξη και τους νέους αγώνες της.

Η ανάγνωση αυτή δικαιώνει την εκτίμηση ότι το πέρασμα της Τρίτης Διεθνούς και των κομμάτων της “από την επίθεση στην άμυνα” στις αρχές της δεκαετίας του 1920 δεν ήταν μια υποχώρηση πίσω στην ομαλότητα της αστικής δημοκρατίας και τη “μακρά νόμιμη ύπαρξη”. Ο τρόπος και η επιχειρηματολογία με την οποία γίνεται αυτή η στροφή προδιαθέτουν πως, αν η περίοδος της άμυνας οργανωθεί σωστά, μπορεί να δώσει γρήγορα (σε συνδυασμό με την αλλαγή των αντικειμενικών συνθηκών) τη θέση της σε μία νέα έφοδο του εργατικού κινήματος, με δυναμωμένη την επαναστατική του πτέρυγα. Γι’ αυτό και οι Θέσεις φροντίζουν να χρησιμοποιήσουν τη φόρμουλα της “εργατοαγροτικής κυβέρνησης” που ψήφισε το Τέταρτο Συνέδριο της Κομιντέρν όχι ως ένα στάδιο κοινοβουλευτικής ομαλότητας, αλλά ως «το ξεκίνημα μιας άμεσης επαναστατικής μάχης, δηλαδή ενός εμφυλίου πολέμου επιχειρούμενου από το προλεταριάτο, σε συμμαχία με την αγροτιά, με στόχο την κατάκτηση της εξουσίας» (σελ. 60). Θα χρειαστεί να φτάσουμε στην Κομιντέρν του Στάλιν για να θεωρητικοποιηθούν τα αντιφασιστικά και δημοκρατικά στάδια ως ολόκληρες “εποχές” που καθιστούν ανεπίκαιρη τη σοσιαλιστική επανάσταση και καταλήγουν στη συμμετοχή των ΚΚ σε κυβερνήσεις συνεργασίας στο πλαίσιο του αστικού κοινοβουλευτισμού.

 

Επίλογος

Στο άρθρο αυτό επιχειρήσαμε, με οδηγό τις Θέσεις της Λυών, να εντοπίσουμε την επαναστατική στρατηγική και τακτική του ΚΚ Ιταλίας από το 1921 μέχρι το 1926 και τον κρίσιμο ρόλο του Γκράμσι στις πολιτικές μεταβολές που αυτό υπέστη. Ο Γκράμσι αναδείχτηκε σε ηγετικό μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας ερχόμενος σε ρήξη με τη στρατηγική της ρεφορμιστικής ηγεσίας του, μέσα από την εμπειρία της συμμετοχής του στο κίνημα των εργοστασιακών συμβουλίων του Τορίνο κατά την κόκκινη διετία 1919-1920. Ωστόσο, η δημιουργία του Κόμματος υπό την ηγεμονία του Αμαντέο Μπορντίγκα έφερε τον Γκράμσι γρήγορα σε σύγκρουση με την ηγεσία του. Η πολιτική του ενιαίου μετώπου και η άνοδος του φασισμού υπήρξαν τα κύρια πεδία της σύγκρουσης και της ανάδειξης μιας εναλλακτικής ηγεσίας υπό τον ίδιο τον Γκράμσι από το 1924. Η σύλληψη του Γκράμσι τον Νοέμβρη του 1926 διέκοψε βίαια την ενεργό του πολιτική δράση, έστω και αν η θεωρητική του πρακτική συνεχίστηκε μέσα στη φυλακή, χαρίζοντάς μας μια από τις κορυφαίες συνεισφορές στον επαναστατικό μαρξισμό με τη μορφή των Τετραδίων. Ωστόσο, η ηγετική εμπειρία του Γκράμσι στην οικοδόμηση του Κομμουνιστικού Κόμματος –αν και παραγνωρισμένη– μας προσφέρει χρήσιμα διδάγματα για την επαναστατική στρατηγική και τακτική του σύγχρονου κινήματος ενάντια στον καπιταλισμό.

 

Σημειώσεις

1. Κουίντιν Χόαρ και Τζέφρι Νόουελ Σμιθ, Για τον Γκράμσι, Στοχαστής, Αθήνα 1980. Κρις Χάρμαν και Κρις Μπάμπερι, Αντόνιο Γκράμσι: η ζωή και οι ιδέες ενός επαναστάτη, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, Αθήνα 2007.

2. Αναφέρεται στο: Κρις Χάρμαν και Κρις Μπάμπερι, ο.π., σελ. 48.

3. Αναφέρεται στο: Κρις Χάρμαν και Κρις Μπάμπερι, ο.π., σελ. 75.

4. Αντόνιο Γκράμσι, Για τον Μακιαβέλι, Ηριδανός, σελ. 55.

5. Eric Hobsbawm, Επαναστάτες, Θεμέλιο, Αθήνα 2008, σελ. 27.

6. Κλάρα Τσέτκιν,Ο αγώνας ενάντια στο φασισμό, Μαρξιστική Σκέψη, τόμος 5, Απρίλιος-Μάιος 2012, σελ. 14.

 

* Ο Θανάσης Καμπαγιάννης είναι δικηγόρος, μέλος του ΣΕΚ, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και της ΣΕ του περιοδικού Σοσιαλισμός από τα Κάτω. Από τις εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο κυκλοφορεί το βιβλίο του Το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα στην Ελλάδα 1918-1926, ενώ πρόσφατα επιμελήθηκε την έκδοση των Θέσεων της Λυών.