Αντόνιο Γκράμσι, Οι θέσεις της Λυών: Η ιταλική κατάσταση και τα καθήκοντα του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας
Αντόνιο Γκράμσι, Οι θέσεις της Λυών: Η ιταλική κατάσταση και τα καθήκοντα του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας
Εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, σελ. 112, 10€
του Μπάμπη Κουρουνδή
Η κυκλοφορία των Θέσεων του τρίτου Συνεδρίου του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας, που πραγματοποιήθηκε το 1926, καλύπτει σίγουρα ένα σημαντικό κενό στην ελληνόγλωσση βιβλιογραφία, καθώς η ιταλική «κόκκινη διετία» του 1919-1920, όταν τα εργοστασιακά συμβούλια έφτασαν στο κατώφλι της κατάληψης της εξουσίας, παραμένει ουσιαστικά άγνωστη στο ευρύ κοινό. Κι όμως η ιταλική εργατική τάξη μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο είχε στριμώξει τους καπιταλιστές στο χείλος της αβύσσου. Η κυρίαρχη τάξη κατάφερε να διασωθεί μόνο χάρη στους συμβιβασμούς των ηγεσιών του ρεφορμιστικού Σοσιαλιστικού Κόμματος και της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, οι οποίοι επωφελήθηκαν και από την απειρία και έλλειψη οργάνωσης των επαναστατών. Μόλις το 1921 ιδρύθηκε το Κομμουνιστικό Κόμμα από την αριστερή πτέρυγα του ΣΚ υπό την ηγεσία του Αμαντέο Μπορντίγκα, ενός τίμιου επαναστάτη, αλλά αδιόρθωτου και δογματικού σεχταριστή. Η προσήλωση των Σοσιαλιστών στη νομιμότητα, που διευκολύνθηκε από την παθητικότητα του νέου και άπειρου ΚΚ επέτρεψαν στους φασίστες του Μουσολίνι να καταλάβουν την εξουσία το 1922 με τη στήριξη της αστικής τάξης, του βασιλιά και των κομμάτων της παραδοσιακής και φιλελεύθερης δεξιάς. Το 1924 αναδείχθηκε στην ηγεσία του ΚΚ ο Αντόνιο Γκράμσι, ο οποίος προσπάθησε να προσανατολίσει το κόμμα στην τακτική του ενιαίου μετώπου ενάντια στο φασισμό χωρίς εκπτώσεις στην επαναστατική στρατηγική του. Σ’ αυτή τη μάχη για την κατεύθυνση του κόμματος απέναντι στην αριστερίστικη πτέρυγα του Μπορντίγκα, αλλά και τη δεξιά τάση του Α. Τάσκα εντάσσονται και «οι Θέσεις της Λυών».
Αρχικά, ο Γκράμσι περιγράφει την ιστορία της ιταλικής κοινωνίας και το ρόλο της αστικής τάξης από τη γέννηση του ιταλικού κράτους μέχρι και την άνοδο του φασισμού, τον οποίο ορίζει ως κίνημα ένοπλης αντίδρασης εναντίον της εργατικής τάξης με μοχλό τους μικροαστούς και τους γαιοκτήμονες της υπαίθρου, που ανταποκρίνεται όμως στα συμφέροντα της μεγάλης αστικής τάξης. Έτσι, πετυχαίνει να εντοπίσει και την ιδιαιτερότητα του φασιστικού φαινομένου, που «αντικαθιστά τη μέθοδο των συμφωνιών και των συμβιβασμών με το σχέδιο της επίτευξης μιας οργανικής ενότητας όλων των δυνάμεων της αστικής τάξης σε έναν μοναδικό πολιτικό οργανισμό» (σελ. 27). Με έμφαση υπογραμμίζει ο συγγραφέας των «Θέσεων» και την κεντρικότητα της εργατικής τάξης στην επαναστατική διαδικασία, η οποία ξετυλίγεται ανάλογα με το βαθμό στον οποίο η εργατική τάξη αποκτά συνείδηση του ρόλου της και συγκροτείται ως ηγεσία των υπόλοιπων καταπιεσμένων στρωμάτων. Πρόκειται για την περίφημη μάχη για την «ηγεμονία», η οποία τόσο διαστρεβλώθηκε μεταγενέστερα.
Ωστόσο, οι καλύτερες και πολυτιμότερες σελίδες του βιβλίου βρίσκονται στις αναλύσεις για το επαναστατικό κόμμα. Ο Γκράμσι ξεκινά με τη διακήρυξη της ανάγκης να χτιστεί ένα «Μπολσεβίκικο κόμμα» και ξεκαθαρίζει την αντίληψή του γι’ αυτό. Πρώτα απ’ όλα, επισημαίνει την ανάγκη για συστηματική δουλειά στο εσωτερικό του κόμματος ώστε όλα τα μέλη να έχουν «μια πλήρη επίγνωση των άμεσων στόχων του επαναστατικού κινήματος, μια ορισμένη ικανότητα Μαρξιστικής ανάλυσης της κατάστασης και μια ικανότητα για αντίστοιχο πολιτικό προσανατολισμό» (σελ. 37). Αυτή η προσπάθεια δεν πρέπει να είναι θεωρητική και αφηρημένη, αλλά δεμένη με τις συζητήσεις της περιόδου και με τις εξωτερικές πιέσεις για περιορισμό της εργατικής τάξης στο ρόλο της αριστερής πτέρυγας της δημοκρατικής αντιπολίτευσης απέναντι στο φασισμό. Αναφορικά με τη σχέση κόμματος – τάξης, ο Γκράμσι υπογραμμίζει πως «όταν ορίζουμε το κόμμα είναι απαραίτητο πάνω απ’ όλα να τονίζουμε ότι αυτό είναι «κομμάτι» της εργατικής τάξης» (σελ. 39) σε σύνδεση με το σύνολό της και ευρύτερα στρώματα εργαζομένων και όχι «όργανό» της, όπως υποστήριζε η τάση του Μπορντίγκα.
Ο Γκράμσι επεκτείνεται και στα οργανωτικά ζητήματα του κόμματος, τα οποία και αντιμετωπίζει ως εξόχως πολιτικά. Υποστηρίζει την επιλογή για οργάνωση του ΚΚΙ με βάση τον τόπο παραγωγής επικαλούμενος και τις εμπειρίες του εργοστασιακού κινήματος της «κόκκινης διετίας» 1919-1920. Θεωρεί αναγκαία την προλεταριακή πειθαρχία στους κόλπους του κόμματος, η οποία διαμορφώνεται στη βάση των εκλογών των ηγετικών σωμάτων και, κυρίως, στην επιλογή ικανών στελεχών, τα οποία διαμορφώνονται μέσω της δοκιμασίας της κομματικής δουλειάς και της εμπειρίας στο κίνημα. Ο ιταλός επαναστάτης δίνει έμφαση στην «ικανότητα των τοπικών οργανώσεων και των μεμονωμένων συντρόφων να αντιμετωπίζουν απρόβλεπτες περιστάσεις και να παίρνουν σωστές θέσεις πριν ακόμα φτάσουν οδηγίες από τα ηγετικά στρώματα» (σελ. 48), υπερασπιζόμενος την πρωτοβουλία της βάσης απέναντι στην παθητικότητα της αριστερίστικης αντίληψης. Ο Γκράμσι «κεντάει» και όταν αναφέρεται στη σχέση ανάμεσα στο κόμμα και την εργατική τάξη: «η δυνατότητα του [κόμματος] να ηγείται της τάξης σχετίζεται όχι με το γεγονός ότι το κόμμα «ανακηρύσσει» τον εαυτό του σαν επαναστατικό όργανο, αλλά με το γεγονός ότι «πραγματικά» επιτυγχάνει, σαν κομμάτι της εργατικής τάξης, να συνδέει τον εαυτό του με όλα τα τμήματα αυτής της τάξης και να ωθεί τις μάζες σε μια κίνηση προς την επιθυμητή κατεύθυνση σύμφωνα και με τις αντικειμενικές συνθήκες… η ανάγκη για αυτή τη δράση με τις μάζες υπερτερεί οποιουδήποτε κομματικού πατριωτισμού» (σελ. 50).
Γι’ αυτό το λόγο χαρακτηρίζει και την επαναστατική δουλειά μέσα στα συνδικάτα ως θεμελιώδη και υπογραμμίζει την ανάγκη συμμετοχής σε κάθε μερικότερη μάχη και σύνδεσης της με το συνολικό αντικαπιταλιστικό αγώνα. Έπειτα, ο Γκράμσι παίρνει τη σκυτάλη από το Λένιν του «Τι να κάνουμε;» για να τονίσει πως τα άμεσα αιτήματα πάλης δεν πρέπει να είναι μόνο οικονομικού χαρακτήρα, αλλά να αγκαλιάζουν και τους τομείς των πολιτικών ελευθεριών και των δημοκρατικών δικαιωμάτων. Σ’ αυτούς τους τομείς, αλλά και ευρύτερα στην αντιφασιστική και αντικαπιταλιστική πάλη, η τακτική του ενιαίου μετώπου είναι ο τρόπος για να μπει στον αγώνα το σύνολο της εργατικής τάξης, αλλά και το πεδίο στο οποίο θα φανεί έμπρακτα η ανεπάρκεια των ρεφορμιστικών ηγεσιών.
Το δεύτερο μέρος του βιβλίου περιλαμβάνει τα πρακτικά της πολιτικής ομάδας εργασίας που ορίστηκε για την οριστικοποίηση των κειμένων του Συνεδρίου. Στις σελίδες τους ξετυλίγεται ένας ζωντανός διάλογος με πολεμικές, αλλά βαθιά πολιτικός και με ελεύθερη έκφραση των διαφορετικών απόψεων. Σ’ αυτόν αναδεικνύεται μία εσωκομματική διαδικασία στην οποία δεν αναπτύσσεται ένας μονόλογος της ηγεσίας, αλλά μία αντιπαράθεση γραμμών στην οποία το πνεύμα των «Θέσεων της Λυών» αναδεικνύεται ολόπλευρα και διευκρινίζεται ξεκάθαρα. Στην ανάγνωση του βιβλίου συνεισφέρει σημαντικά η προσεγμένη μετάφραση της Δήμητρας Περίσσιου και του Θανάση Καμπαγιάννη, καθώς και ο κατατοπιστικός πρόλογος και το χρήσιμο Επίμετρο που έγραψε ο δεύτερος. Γενικά, «οι Θέσεις της Λυών», εκτός από ιστορικό ντοκουμέντο είναι ένα εξαιρετικά επίκαιρο ανάγνωσμα που αξίζει να διαβαστεί από κάθε αγωνιστή του κινήματος που αναζητά τρόπους οργάνωσης και δρόμους στρατηγικής και τακτικής για την ανατροπή της καπιταλιστικής βαρβαρότητας.
*Δημοσιεύθηκε στο τεύχος 89 του περιοδικού «Σοσιαλισμός από τα Κάτω», http://www.socialismfrombelow.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=297:i89&Itemid=1.