Αννίβας Α. Αρνέλλος, Αϋπνίες
Από την Φαραί Α.Ε. Εκδοτική κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 2010 το βιβλίο του Αννίβα Α. Αρνέλλου Αϋπνίες. Ο συγγραφέας (ψευδώνυμο ενός Αθηναίου δικηγόρου και σκακιστή) έχει δώσει στο παρελθόν και άλλα λογοτεχνικά έργα όπως το ενδιαφέρον σκακιστικό μυθιστόρημα Μια Παρτίδα Σκάκι (Αθήνα 2002, εκδόσεις Τυπωθήτω). Στις Αϋπνίες, με την πρωτότυπη μορφή της αφήγησης μιας βραδιάς περιπλάνησης στα ράφια της βιβλιοθήκης του, προβαίνει σε ενδιαφέρουσες φιλολογικές κρίσεις και αξιολογήσεις για το έργο των κορυφαίων λογοτεχνών του 19ου και 20ού αιώνα, πλησιάζοντας, χωρίς μάλιστα αυτό να γίνεται συνειδητά, απόψεις που έχουν αναπτυχθεί στην μαρξιστική λογοτεχνική κριτική από τον Λούκατς. Από το βιβλίο αυτό παρουσιάζουμε τα μέρη για τον Μπαλζάκ, τον Ρομαίν Ρολλάν, τον Τολστόι και τους αμερικανούς ρεαλιστές.
Αϋπνίες
του Αννίβα Α. Αρνέλλου
Μπαλζάκ, La Comedie Humaine
Mπροστά, τώρα, στην Κάρμεν του Προσπέρου Μεριμέ και στην Κολόμπα –που μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον Ν. Πολίτη, και εκδόθηκε από τον Ελευθερουδάκη– μου έρχεται η έμπνευση για το καινούριο μου βιβλίο: Αλληλογραφία με μιαν άγνωστη. Έχει μείνει στην ιστορία των γραμμάτων η περίφημη αλληλογραφία αυτού του πνευματώδους συγγραφέα, του γεμάτου μελαγχολικό σαρκασμό, με μιαν άγνωστη. Και είναι πασίγνωστο πόσο ελκύστηκαν πολλοί διάσημοι συγγραφείς από αυτό το μυστήριο. Όπως στον Ντύλαν Τόμας άρεσε να παίρνει ανθρώπους από πίσω και να περιγράφει τον τρόπο της ζωής τους σε ό,τι βαθμό τον αποκρυπτογράφησε, όπως στον Πόε άρεσε να στέλνει το ίδιο ποίημα σε περισσότερες ωραίες γυναίκες, διαβεβαιώνοντας την καθεμιά ότι το έγραψε γι’ αυτήν, έτσι σε άλλους συγγραφείς άρεσε η ιστορία των επιστολών με άγνωστες. Και δεν θα ξεχάσω ποτέ μια τέτοια περίφημη αλληλογραφία του Μπαλζάκ, ο οποίος μάλιστα κατέληξε… να παντρευτεί την άγνωστή του.
Ονορέ ντε Μπαλζάκ.
Εδώ έχω τα βιβλία του. Η Ευγενία Γρανδέ, Οι χωριάτες, Η οικία του παίζοντος γάτου, η Πραγματεία της κομψής ζωής και άλλα από το κυριότερο αφηγηματικό του έργο, αυτό το υπέροχο χρονικό ηθών που έγραψε από το 1816 έως το 1848, την Ανθρώπινη Κωμωδία (La comedie humaine). Μια δραματική παράσταση του κόσμου που εκτυλίσσεται όχι σ’ έναν μεταφυσικό χώρο, όπως στην Θεία Κωμωδία του Δάντη, αλλά στον ίδιο τον φυσικό χώρο της ζωής, στην γη και στην καθημερινή πραγματικότητα.
Ο Μπαλζάκ υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους ρεαλιστές μυθιστοριογράφους του κόσμου. Μέσα στο έργο του κλείνει όλη την εποχή του, όλη την Γαλλία, όπως ήταν στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα, τότε που η αστική τάξη, έχοντας επικρατήσει της φεουδαρχίας, ρίχνεται ασυγκράτητη στην κατάκτηση των αγαθών της ζωής. Παρουσιάζει αριστοτεχνικά τις πραγματικές κοινωνικές συσχετίσεις και τις εσωτερικές αντιφάσεις που κρύβονται κάτω από την επιφάνεια της κοινωνίας και συναρτά τους ανθρώπινους χαρακτήρες με τις συνθήκες της ζωής που τους διαμορφώνουν. Εκείνο που δεν με γοητεύει τόσο είναι το απερίτεχνο του λόγου του. Εγώ θέλω στο ύφος απόχρωση· είναι ζήτημα ιδιοσυγκρασίας μου. Ο Μπαλζάκ είναι πληθωρικός και χειμαρρώδης, αλλά του λείπουν αυτά που βρίσκω σε άλλους λογοτέχνες και με θέλγουν, όπως είναι η λεπτή ανάλυση συναισθημάτων στον Προυστ, το σχολαστικά τέλειο ύφος στον Φλωμπέρ, ο λυρισμός στον Μπαρές. Υπάρχει όμως, στον Μπαλζάκ, ομολογώ, κάτι μεγαλειώδες: η πολυδύναμη κίνηση του γιγαντιαίου κόσμου του, η συμπυκνωμένη ενέργεια, η άπειρη πολλαπλότητα της ζωής, που γεννούν ενός άλλου είδους συγκίνηση και ποίηση. Γι’ αυτό δεν είναι τυχαίο που συγκλόνισε κατεξοχήν ποιητές, όπως τον Μπωντλαίρ, τον Ουγκώ, τον Χόφμανσταλ και άλλους.
Ρομαίν Ρολάν – Περί Τέχνης
O Ρομαίν Ρολλάν που κρατάω τώρα στα χέρια μου, πάντα με είχε μπροστά σε ένα νεανικό δίλημμα που ζει ακόμα. Ολόκληρη ζωή δεν στάθηκε ικανή να μου το ξεδιαλύνει. Η τέχνη για την τέχνη ή για την ζωή; Είμαι κατά βάθος άνθρωπος μοναχικός. Να, τώρα, απολαμβάνω τις στιγμές με την βιβλιοθήκη μου. Μόνος είμαι αυτός που είμαι πραγματικά. Κάθε μέρα, στο επάγγελμα, στα κοινωνικά, παίζω διάφορους ρόλους υπαγορευμένους από την ανάγκη ή την συνήθεια. Μόνος, ξεμακιγιάρω την ψυχή μου, γδύνομαι τα διάφορα κοστούμια των υποκρίσεων και ρίχνω πάνω μου τον σκοτεινό μανδύα της σιωπής και του απολογισμού. Είναι η στιγμή που έρχεται, σαν μια ωραία γυναίκα, και μ’ αγκαλιάζει η μελαγχολία. Δεν είναι της ηλικίας· το είχα από παιδί. Ακουμπάει το σώμα της πάνω μου και μ’ ατενίζει με βλέμμα ρεμβαστικό. Απλώνω το χέρι στην πεταλούδα κι αυτή μ’ αφήνει λίγο χνούδι και χάνεται. Το χνούδι της μελαγχολίας. Ιδιότυπη ψυχική κατάσταση. Ίσως αυτή η μοναχική μου τάση να δημιουργεί το δίλημμα. Τι δουλειά έχω εγώ με την ζωή; Την φοβάμαι την ζωή· ποτέ δεν βγαίνω έξω χωρίς την πανοπλία μου. Τι μ’ ενδιαφέρει εμένα το πνεύμα που αντλεί αδιάκοπα από την ζωή για να δημιουργεί... που κυκλοφορεί μέσα στους ανθρώπους σαν ένας ζωογόνος και ανανεωτικός άνεμος; Κι ούτε μ’ αρέσει –που λέει ο Λούντβιχ– ότι τους λαούς πρέπει να τους κυβερνήσουν οι ποιητές. Από την άλλη πλευρά δεν καλοακούω τον Μπεντά, που θέλει τους διανοούμενους... καλλιεργητές του κήπου τους, ούτε τον Καντίντ του Βολταίρου, που θεωρεί προδότες όσους ανθρώπους του πνεύματος ανακατεύονται με τα καθημερινά προβλήματα της ζωής. Δίλημμα, σας λέω. Ρεαλισμός της δράσης ή ιδεαλισμός της σκέψης; Κι έχω τώρα τον Ρολλάν –που μ’ αρέσει– να διατείνεται ότι ο πνευματικός άνθρωπος, που είναι απομονωμένος υπέροχα στον φιλντισένιο πύργο του, μοιάζει με μια κάμπια περιτυλιγμένη απ’ το σάλιο της. Υπερβολικό. Άλλο, λέει, ανεξαρτησία της σκέψης, κι άλλο αδιαφορία της σκέψης. Αυτό μου αρέσει. Ποτέ δεν ξεχνώ άλλωστε την αγωνία του Στέφαν Τσβάιχ ν’ αναλάβουν οι Ευρωπαίοι διανοούμενοι μια σταυροφορία για ένα ειρηνικότερο και δικαιότερο αύριο. Δίλημμα σας λέω.
Ίσως, πάλι, εξαρτάται από τις εποχές. Κι οι ποιητές τι χρειάζονται σ’ ένα μικρόψυχο καιρό; αναφωνεί ο Χέντελινγκ. Κι ο Καρλ Κράους διαπιστώνει στην ανατολή της φασιστικής περιόδου: Ο λόγος αποκοιμήθηκε, όταν ο κόσμος εκείνος ξύπνησε (Das Wort entschlief, als jene Welt erwachte). Κι είναι γνωστό πόσο πληρώνει ακόμα η Αμερική σε έλλειψη πνευματικότητας, ίσως και ο κόσμος ολόκληρος, την εποχή του Μακαρθισμού, τότε που οι διανοούμενοι φιμώθηκαν κι έγιναν διανοούμενοι τεσσάρων τοίχων.
Ίσως, τέλος, το δίλημμα να είναι ψευδοδίλλημα. Η γνήσια τέχνη είναι ένα ανώτερο προϊόν της συνείδησης που συνδέεται με τα βαθύτερα στρώματα του ασυνειδήτου, με τα αρχέτυπα, τις απωθημένες ιδέες της συλλογικής και ατομικής μνήμης, τις απαγορευμένες παραστάσεις της ελευθερίας. Ορθώνει εναντίον της θεσμοθετημένης πραγματικότητας την εικόνα του ανθρώπου σαν ελεύθερου υποκειμένου. Προϋποθέτει μια κατάσταση ανελευθερίας και επιχειρεί να διατηρήσει την εικόνα της ελευθερίας με την άρνηση της κατάστασης ανελευθερίας. Έτσι τουλάχιστο διατείνεται ο Θεοντόρ Αντόρνο στην Φιλοσοφία της Νέας Μουσικής, που κρατάω τώρα στα χέρια μου. Η αληθινή τέχνη, είτε για την τέχνη είτε για την ζωή, είναι η πιο φανερή επιστροφή της απωθημένης παράστασης της απελευθέρωσης και της λύτρωσης του ατόμου από την ανελεύθερη πραγματικότητα. Η γνήσια καλλιτεχνική φαντασία διαμορφώνει την ασυνείδητη μνήμη της απελευθέρωσης που απέτυχε. Έχει καθαρτικό αποτέλεσμα, λυτρώνει. Όπως λέει ο Αριστοτέλης, έχει διπλή λειτουργία: να αντιθέσει και να συμφιλιώσει, να κατηγορήσει και να αθωώσει· να φέρει πίσω τα απωθημένα και να τα ξαναπωθήσει εξαγνισμένα. Σ’ ένα γνήσιο έργο τέχνης, ο άνθρωπος βλέπει και ακούει τα ίδια του τα αρχέτυπα να επαναστατούν, να θριαμβεύουν, να παραιτούνται ή να καταστρέφονται. Κι αφού όλα αυτά έχουν μορφοποιηθεί αισθητικά (στο έργο τέχνης) μπορεί να τα απολαύσει και να τα ξεχάσει. Η τέχνη είναι μια πρόσκαιρη ανακούφιση, λοιπόν, ένα lucidum intervallum –φωτεινό διάλειμμα– στην καθιερωμένη αρχή της ανταγωνιστικής πραγματικότητας.
Η τέχνη, επομένως, για την τέχνη· γιατί πρέπει να είναι γνήσια, ν’ αντιμάχεται την αισθητική υπεραπλούστευση και την καλλιτεχνική φτώχεια, όπως λέει ο Γιάννης Ψυχοπαίδης, και να εξυπηρετεί την αριστοτελική λειτουργία· και η τέχνη για την ζωή, γιατί μέσα απ’ την διαίρεση και το σακάτεμα του νου, χρησιμοποιεί το άλλο μέρος του διανοητικού μηχανισμού που παραμένει ελεύθερο και βρίσκεται στον αντίποδα της καθιερωμένης αρχής της πραγματικότητας. Έτσι μας βοηθάει στην ανακούφιση και στον εξαγνισμό, για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε να σηκώνουμε το φορτίο, χωρίς να παραφρονήσουμε.
Λέων Τολστόι –Δημιουργικός Ρεαλισμός
Kρατάω τώρα στα χέρια μου τον ελέφαντα της ρωσικής γης, έναν από τους μεγαλύτερους ουμανιστές του 19ου αιώνα, τον Λέοντα Τολστόι. Πόσες ώρες πέρασα μαζί του στην εφηβεία μου! Το αίτημα για ανθρώπινη αξιοπρέπεια, που διαποτίζει τα έργα του, έγινε βίωμα στην κατοπινή ζωή μου. Κάτι περισσότερο: η φωνή της συνείδησής μου. Όσες φορές ντράπηκα (ουκ ολίγες) για κάτι που έκανα, είναι γιατί αναθυμήθηκα την έντονη ηθική ενέργεια που διαπερνάει το έργο του. Αυτός ευθύνεται για τις ανασχέσεις μου και την αποτυχία μου στην ζωή. Χωρίς τον Λέοντα, το Αιδώς Αργείοι και το Ουδείς επλούτισε ταχέως, δίκαιος ων του Μενάνδρου, θα ήμουνα τώρα ένας έξοχος οπορτουνιστής, ένας διάσημος επιτυχημένος. Μου άρεσε που έβλεπε τον άνθρωπο στην γήινη μοίρα του και όχι στην μεταφυσική του, όπως ο Ντοστογιέφσκι. Ορθολογικός συγγραφέας ο Λέων –και μεγάλος ρεαλιστής, προφανώς (κατά την γνώμη μου)– επηρεασμένος από την φλογερή πνοή της γαλλικής επανάστασης, η οποία δημιούργησε μια νέα συνείδηση σχετικά με την κοινωνική δικαιοσύνη, τις δημοκρατικές ελευθερίες, την ισότητα, και τις αναβάθμισε σε αιτήματα. Πιστεύω ότι από τον γαλλικό ρεαλισμό και την γαλλική σκέψη μυήθηκε στην εκπληκτική τέχνη απεικόνισης της πραγματικότητας, μ’ έναν τρόπο τον οποίο όλοι οι κριτικοί του κόσμου αναγνώρισαν σαν μοναδικό, με έναν ρεαλισμό δημιουργικό, δηλαδή, ο οποίος αναδεικνύει τις εσωτερικές αιτίες που διαμορφώνουν την πραγματικότητα, και φανερώνει τις σχέσεις ανάμεσα στα φαινόμενα και τις αιτίες που τα γεννούν. Γι’ αυτό ο ρεαλισμός του Τολστόι έχει και πρόταση, δέον· βαθιά κρυμμένη καμιά φορά, αλλά έχει. Δεν είναι παρουσίαση επιφανειακής πραγματικότητας, δεν είναι νατουραλιστική –όπως εκείνη της φωτογραφικής μηχανής– δεν είναι “ριάλιτυ”. Ίσως γι’ αυτό με συνάρπασε ως έφηβο. Γιατί ο ρεαλισμός του απαντούσε στις περιέργειές μου. Αλλά από την άλλη μεριά, αυτό το έκανε με τέχνη, τέχνη που αναδείκνυε και τις επιρροές του. Έχει, για παράδειγμα, μια αυστηρή συνέπεια στην σύνθεση και μια πυκνότητα που θυμίζει Φλωμπέρ. Έχει το ηθικό πάθος που φλογίζει τον ρομαντικό Ουγκώ. Έχει την προσέγγιση του Ρουσσώ στην αρχέγονη αθωότητα της φύσης και στην μακάρια συνείδηση του φυσικού ανθρώπου. Οι προσωπογραφίες του Σταντάλ υφέρπουν στις λεπτομέρειες του ψυχικού χαρακτήρα των προσώπων του. Στην περιγραφή κάποιων καταστάσεων –ιδιαίτερα αγροτικών προβλημάτων κλπ– θυμίζει Μπαλζάκ. Και βέβαια, στον Πόλεμο και την Ειρήνη και, ιδίως, στους Κοζάκους, θα μπορούσε κάποιος να πει ότι έχει επηρεασθεί από το Ταράς Μπούλμπα τού συμπατριώτη του Γκόγκολ. Κάτι άλλο που με συγκλόνισε στον Τολστόι –και με συγκλονίζει ακόμα· ίσως τώρα περισσότερο– είναι η τάση του να θέτει κάτω από την δοκιμασία του θανάτου τους κανόνες της ζωής και τις ηθικές αρχές· λες κι απ’ αυτή την αντίθεση αντλούν την αξία τους: την αξία και το μέτρο τούς τα δίνει η ύπαρξη του θανάτου. Ο θάνατος καθορίζει την δεοντολογία της ζωής. Γι’ αυτό, πλάι στην Άννα Καρένινα, αυτήν την δραματική ερωτική ιστορία, που –στον καιρό μου τουλάχιστον– συνάρπαζε κάθε έφηβο όχι μόνο για την αριστοτεχνική περιγραφή μιας ερωτικής ιστορίας με πολύ πάθος, αλλά και για την περιγραφή μιας εποχής με τρόπο τόσο ζωντανό και βουερό, που νόμιζες ότι ζούσες μέσα της, έχω πάντα την νουβέλα του Ο θάνατος του Ιβάν Ιλίτς, μιαν έξοχη περιγραφή της εσωτερικής κρίσης που προκαλεί στον άνθρωπο η παρουσία του θανάτου.
Κάποτε, ένας κριτικός απάντησε σ’ έναν υπερόπτη συγγραφέα: το βιβλίο σας έχει πολλές νέες και πολλές ωραίες ιδέες. Μόνο που οι νέες δεν είναι ωραίες και οι ωραίες δεν είναι νέες. Στον Τολστόι της νεότητάς μου βρήκα τις πιο πολλές νέες και ωραίες ιδέες.
Αμερικανικός Ρεαλισμός
Nα ’μαι τώρα, στην δεξιά πλευρά του Αμερικανικού ραφιού μου. Στους νέους. Για να δούμε. Φώκνερ, Κάλντγουελ, Ευγένιος Ο’Νηλ, Χέμινγουεϋ, Στάινμπεκ, Τένεσσυ Ουΐλιαμς, Έντουαρντ Άλμον και τόσοι άλλοι. Σπουδαίοι τεχνίτες, ανήσυχοι κι ερευνητικοί, με τόλμη και πρωτοτυπία. Λογοτεχνία πολυσύνθετη, με σπουδαία προσφορά στην πνευματική ζωή του 20ού αιώνα, επίκαιρη και σήμερα· ίσως ακόμα περισσότερο. Διαβάζοντας κάποιος τους Αμερικανούς λογοτέχνες των πρώτων κιόλας δεκαετιών του 20ου αιώνα, διαπιστώνει πως κάτι γίνεται στην χώρα εκείνη. Ανακινούνται απ’ τους λογοτέχνες όχι μόνο μορφολογικά προβλήματα, αλλά και ιδεολογικά. Αναζητούνται τρόποι εκφραστικά καινοτόμοι, γίνονται δοκιμές, γίνονται διασταυρώσεις ρευμάτων απ’ την παγκόσμια πνευματική ζωή, κεντρώματα, για να μπορέσει ν’ αποδοθεί κάτι άλλο, καινούργιο: το ζωηρό πνεύμα της αμερικάνικης ζωής, το μεγαλεπήβολο και επιχειρηματικό, με ό,τι αντίκτυπο αυτό συνεπάγεται σε ανθρώπινες σχέσεις και συμπεριφορές. Ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος συλλογίζεται γενικότερα πως δεν μπορεί να γίνει αλλιώτικα. Η τεχνολογική, ιδιαίτερα, πρόοδος έχει διπλή μορφή: ευλογία και κατάρα συνάμα. Αυτήν την σύγκρουση βλέπουμε καθαρά στους Αμερικανούς λογοτέχνες. Βλέπουμε τις ποικίλες όψεις της αμερικάνικης ζωής, τα σημεία δύναμης και αδυναμίας της, το δραματικό κοντράστο στην πληθωρική ενέργεια και την ταραχή του περιγραφόμενου κόσμου· την βασική δυσπιστία στον άνθρωπο, που τον εικονίζει –μέσα στις καινούργιες κοινωνικές σχέσεις που διαμορφώνονται– εξαιρετικά ανταγωνιστικό, εξαιρετικά επιθετικό, αδίστακτο στις παρορμήσεις του και επικίνδυνο. Η απαισιοδοξία είναι το σκοτεινό φόντο των ανθρώπινων σχέσεων. Ο αμερικάνικος ρεαλισμός παρουσιάζει, μες από τα έργα των λογοτεχνών αυτών, μια καθημερινή ζωή γεμάτη σκοτεινές εικόνες, βίαιες καταστάσεις, συγκρούσεις, σκληρότητα στα ήθη. Αυτήν την πραγματικότητα, χρησιμοποιεί αισθητική σκληρότητα, για να την περιγράψει πιστά. Η αισθητική σκληρότητα, καταντάει να είναι η επικρατέστερη αισθητική τάση μέσα στην αμερικάνικη λογοτεχνία του 20ού αιώνα. Οι Αμερικανοί λογοτέχνες του πρώτου μισού του προηγούμενου (20ού) αιώνα –τους πιο πρόσφατους δεν τους έχω σπουδάσει ακόμα– αποδεικνύονται ακούσια προφητικοί για την ζωή ολόκληρης της ανθρωπότητας. Γι’αυτό τους χαρακτηρίζω επίκαιρους και σήμερα, περισσότερο από ποτέ. Περιγράφουν το κοινωνικό γίγνεσθαι της πατρίδας τους, την καταθλιπτική συγκέντρωση μεγάλου κεφαλαίου στα χέρια όλο και λιγότερων ανθρώπων, που δημιουργεί για τους πολλούς μια κατάσταση ανυπόφορη. Χάνεται η αρχή της αναλογίας και, μαζί της, η ιδέα μιας στοιχειώδους κοινωνικής δικαιοσύνης, μιας ισορροπίας. Αυτό αποσυνθέτει την ανθρώπινη προσωπικότητα και την οδηγεί σε εσωτερική διάσπαση. Ο υπερβολικά συγκεντρωμένος πλούτος, πέραν απ’ ότι υπαγορεύει το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, που ενυπάρχει στον καθένα μας, περνάει σαν ισοπεδωτική μηχανή πάνω απ’ τις μικρές καταστάσεις, τα μικρά κεφάλαια, τις μικρές περιουσίες, τις μικρές επιχειρήσεις, τα νοικοκυριά. Από μια ζωή χωρίς μεγάλες διαταραχές, όλοι οι μικρομεσαίοι πέφτουν απότομα στον πιο άγριο σάλο της καθημερινής βιοπάλης. Δεν υπάρχει έλεος. Διαμορφώνεται ιδεολογία απελπισμένων και απαισιόδοξων. Μες από την βάρβαρη αυτή επιδρομή διασπάται η οργανωμένη κοινωνική άμυνα που δημιουργεί την στοιχειώδη ισορροπία των κοινωνικών δυνάμεων και εξασφαλίζει την κοινωνική ειρήνη μ’ έναν ανεκτό τρόπο ζωής και –κυρίως– με την διατήρηση της συνοχής της προσωπικότητας του ατόμου. Αποσυντίθεται η δομή της κοινωνίας. Ο Ο’ Νήλ, που έχω προαναφέρει, μας το δίνει εμπνευσμένα ως δραματικός συγγραφέας, ο Φώκνερ ως μυθιστοριογράφος.
Εκείνο που δεν φαντάστηκαν οι σπουδαίοι Αμερικανοί λογοτέχνες –που πάντα τους διαβάζω έκπληκτος για τις ανήσυχες αναζητήσεις τους μιας νέας έκφρασης, για τους πειραματισμούς σε νέες τεχνικές, για τις διαρκείς δοκιμές τους– είναι ότι τα κοινωνικά αυτά φαινόμενα της αμερικάνικης ζωής, που τόσο εμπνευσμένα περιγράφουν, θα τα ζούσαμε στις αρχές του καινούργιου (21ου) αιώνα ως παγκόσμιες καταστάσεις. Αλλ’ αυτή είναι μια άλλη ιστορία, όπως θα παρατηρούσε και πάλι ο Ρούντγιαρντ Κίπλινγκ. Κι ασφαλώς, δεν αρκεί μόνο μια αϋπνία.