Για το αφιέρωμα της «Ελευθεροτυπίας» Οι Δίκες της Μόσχας
Για το αφιέρωμα της «Ελευθεροτυπίας» Οι Δίκες της Μόσχας
του Χρήστου Κεφαλή*
Μερικές εισαγωγικές παρατηρήσεις
Τα τελευταία χρόνια, ιδίως μετά την έναρξη της μεγάλης κρίσης του καπιταλισμού το 2007-08, σημειώνεται μια αναζωογόνηση του ενδιαφέροντος για το μαρξισμό και την ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος. Σε όλες τις χώρες εκδίδονται βιβλία για τους μαρξιστές κλασικούς, την οικονομική θεωρία του Μαρξ, την ιστορία της ΕΣΣΔ, κ.ά.
Δεν υπάρχει τίποτα παράδοξο σε αυτό. Σε συνθήκες όπου οι κυρίαρχες ιδέες γνωρίζουν βαθιά κρίση, όταν καταρρέουν οι μύθοι του “τέλους της ιστορίας και των ιδεολογιών”, είναι φυσιολογικό μια σημαντική μερίδα της διανόησης να στρέφεται στο μαρξισμό και να αναζητά σε αυτόν απαντήσεις στα προβλήματα της εποχής μας. Ταυτόχρονα, όμως, δεν πρέπει να διαφύγει της προσοχής η αντιφατικότητα του φαινομένου. Σε συνθήκες κρίσης προσεγγίζει επίσης το κίνημα ένα πλήθος καριεριστών διανοούμενων, που αναζητώντας “μια θέση στον ήλιο” φέρνουν τις δικές τους ακατάλληλες, αντιδραστικές απόψεις. Κάτω από μια φραστική “ριζοσπαστική” αναπροσαρμογή, που προσδίδει μια χροιά προοδευτικότητας, γίνεται τότε μια αναπαραγωγή της περιρρέουσας σύγχυσης, υπηρετώντας τελικά τις κυρίαρχες ιδέες. Οι πιο κοινότυπες απόψεις προβάλλονται ποικιλότροπα και βρίσκουν το δρόμο από τα πιο αναπάντεχα κανάλια να επιδράσουν στην κοινή γνώμη.
Αυτές τις παλιές μα πάντα επίκαιρες αλήθειες έρχεται να υπογραμμίσει το ατυχές αφιέρωμα της Ελευθεροτυπίας στις Δίκες της Μόσχας, με ένα βιβλίο στη σειρά «Οι Μεγάλες Δίκες» το Φεβρουάριο. Αν επρόκειτο για κάποιο άλλο, μικρής κυκλοφορίας έντυπο ή για μια από τις ξύλινες διατριβές στον κομματικό Τύπο του ΚΚΕ, θα μπορούσε ίσως να το αγνοήσουμε. Ωστόσο, το γεγονός ότι το συγκεκριμένο βιβλίο έφτασε σε κάποιες χιλιάδες αναγνωστών μας υποχρεώνει να ασχοληθούμε διεξοδικά μαζί του.
Οι Δίκες της Μόσχας είναι αναμφίβολα ένα κομβικό ιστορικό γεγονός, στο οποίο δοκιμάζεται η αξιοπιστία κάθε ιστορικού ερευνητή. Σε αυτές τις δίκες, που έλαβαν χώρα το 1936-38, εξοντώθηκε η παλιά ηγετική φρουρά του Μπολσεβίκικου Κόμματος –σχεδόν όλοι οι εν ζωή συνεργάτες του Λένιν, που είχαν ηγηθεί της Οκτωβριανής Επανάστασης– με την κατηγορία, την οποία παραδέχτηκαν στις απολογίες τους, ότι είχαν γίνει πράκτορες των ξένων μυστικών υπηρεσιών, της Γκεστάπο του Χίτλερ. Η διαδικασία περιλάμβανε τρεις μεγάλες Δίκες, της ομάδας Ζινόβιεφ-Κάμενεφ, των Πιατακόφ, Ράντεκ, κ.ά., και των Μπουχάριν, Ρίκοφ, κ.ά. Παρέσυρε δε στο διάβα της την ηγεσία του Κόκκινου Στρατού και έγινε αφορμή να εξαπολυθεί η μαζική τρομοκρατία, με εκατοντάδες χιλιάδες θύματα και αρκετά εκατομμύρια εκτοπισμένους στα στρατόπεδα της Σιβηρίας.
Όπως όλα τα ιστορικά ορόσημα, οι Δίκες της Μόσχας δεν επιδέχονται επιλεκτικές ερμηνείες. Στην αποτίμησή τους υπάρχουν δυο συνεπείς απολογισμοί. Ο ένας αναγνωρίζει τη βασιμότητα του κατηγορητηρίου και θεωρεί την εξόντωση της παλιάς φρουράς του κόμματος δικαιολογημένη πράξη άμυνας απέναντι στις συνομωσίες του ιμπεριαλισμού. Αυτή είναι η τυπική σταλινική άποψη, υποστηριγμένη στη περίοδο των Δικών και από ορισμένες ξένες προσωπικότητες, όπως ο Τζ. Ντέιβις, τότε αμερικανός πρέσβης στη Μόσχα. Ωστόσο, η μεγάλη πλειοψηφία των ερευνητών, βασιζόμενη σε παλιότερο αλλά και πρόσφατο ιστορικό υλικό, θεωρεί τις δίκες ως σκηνοθεσία και τις ομολογίες –το μοναδικό στοιχείο στο οποίο βασίστηκαν οι καταδίκες– ως προϊόν πιέσεων, βασανιστηρίων και εκβιασμών. Οι οπαδοί αυτής της θέσης, συσχετίζοντας και με πρότερα γεγονότα όπως η βίαιη κολεκτιβοποίηση, εξάγουν συμπεράσματα για τη φύση της ΕΣΣΔ και του σταλινικού καθεστώτος, τα οποία μπορεί να διατυπώνονται από μια μαρξιστική οπτική, ή από μια οπτική ενταγμένη στα πλαίσια της κυρίαρχης ιδεολογίας, κυρίως με την οικεία θεωρία του ολοκληρωτισμού.
Περιττό να προσθέσουμε, η παραπάνω εικόνα δεν θα πρέπει να εκληφθεί στατικά και απλουστευμένα. Τα τελευταία χρόνια, με το άνοιγμα των σοβιετικών κρατικών αρχείων μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, μια πληθώρα νέων στοιχείων ήρθαν στο φως, που συχνά αναιρούν ή αλλάζουν ποιοτικά ορισμένα πορίσματα της προηγούμενης ιστορικής έρευνας, αναφορικά με σημαντικά γεγονότα και περιόδους, όπως ο λιμός του 1931-33, η κολεκτιβοποίηση, κ.λπ. Αυτή η εξέλιξη, στην οποία θα επανέλθουμε στο τέλος του παρόντος, απαιτεί αναπροσαρμογές στις διάφορες ερμηνευτικές προσεγγίσεις και θέτει σε δοκιμασία την ικανότητά τους να ταιριάξουν με το νέο υλικό, στην οποία, θεωρούμε, μόνο η μαρξιστική ανάλυση δυνητικά είναι ικανή να ανταποκριθεί. Δεν αναιρεί όμως, τουλάχιστον ριζικά, τις γραμμές της έρευνας και την ανάγκη για διατύπωση συνεκτικών, θεμελιωμένων ερμηνειών, που αποτελεί το πρώτιστο καθήκον κάθε σοβαρού ιστορικού.
Φυσικά, σε ένα ιστορικό αφιέρωμα δεν θα είχε κανείς αξίωση να προβληθεί μόνο μια καθορισμένη άποψη. Θα περίμενε όμως να δοθεί η δυνατότητα σε εκπροσώπους της κάθε τάσης να διατυπώσουν τις θέσεις και τα επιχειρήματά τους. Κάτι τέτοιο θα βοηθούσε στη γνωριμία του κοινού με τα περιστατικά και το παρασκήνιο των Δικών, αλλά και στο να γίνει μια στοιχειώδης σύνδεση με τη γενικότερη εικόνα της σταλινικής περιόδου, ώστε μέσα από τη σύγκριση των απόψεων ο αναγνώστης να σχηματίσει τη δική του γνώμη.
Μια πρώτη ισχυρή αντίρρηση στο αφιέρωμα της «Ε» από αυτή την άποψη αφορά τη σύνθεση της ομάδας των συγγραφέων. Το αφιέρωμα περιλαμβάνει κείμενα των Γ. Λεοντιάδη, Α. Δάγκα, Γ. Μαργαρίτη και Γ. Σκαλιδάκη. Από αυτούς, ο Λεοντιάδης και ο Μαργαρίτης ήταν υποψήφιοι του ΚΚΕ στις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις, ο Μαργαρίτης στις ευρωεκλογές και ο Λεοντιάδης στις βουλευτικές και νομαρχιακές. Ο Δάγκας επίσης πρόσκειται ιδεολογικά στον σταλινισμό και είχε συνεισφέρει ένα προσυνεδριακό άρθρο στο 18ο Συνέδριο του ΚΚΕ1. Τέλος, ο Σκαλιδάκης συνδέεται με τις Εκδόσεις Α/συνέχεια της ΚΟΕ, που έχουν μια, τουλάχιστον εν μέρει, φιλοσταλινική παράδοση, παρότι έχουν βγάλει και κάποια αξιόλογα βιβλία.
Από μια εφημερίδα που ευαγγελίζεται την πολυφωνία και την αντικειμενικότητα, θα ανέμενε κανείς μια πιο αντιπροσωπευτική σύνθεση των συνεισφερόντων, που θα κάλυπτε ένα ευρύτερο φάσμα απόψεων. Το λιγότερο που μπορεί να πούμε είναι ότι η σύνδεση με ένα πολιτικό χώρο που αναβιώνει σήμερα τον πιο ωμό και απωθητικό σταλινισμό δεν προδιαθέτει για μια αμερόληπτη επιστημονικά προσέγγιση ενός τόσο φορτισμένου ιδεολογικά θέματος όπως οι Δίκες της Μόσχας.
Φυσικά, πέρα από το θέμα της κομματικής ένταξης, υπάρχει και το θέμα της επιστημονικής επάρκειας των συγκεκριμένων ιστορικών. Εδώ δεν θα αρνηθούμε ότι οι συνεισφέροντες έχουν να παρουσιάσουν ένα ερευνητικό έργο, με βιβλία και δημοσιεύσεις σε θέματα κυρίως σχετικά με την ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος. Ο Μαργαρίτης έχει δημοσιεύσει μια δίτομη ιστορία του ελληνικού εμφυλίου (εκδόσεις Βιβλιόραμα, 2001), οι Δάγκας και Λεοντιάδης βιβλία για το Μακεδονικό Ζήτημα (Επίκεντρο 2008), το εργατικό κίνημα στο μεσοπόλεμο (Παπαζήσης 2007), την πορεία του αρχείου του ΚΚΕ μετά τη διάσπασή του, κ.ά. Οι Μαργαρίτης και Δάγκας είναι καθηγητές στο ΑΠΘ, ενώ ο Σκαλιδάκης επιμελείται το ένθετο “Δρόμοι Ιστορίας” στην εφημερίδα Δρόμος.
Είναι όμως σαφές ότι όσο χρήσιμη και αν είναι η παραπάνω έρευνα, στην ουσία πρόκειται για μια προσέγγιση επιμέρους ιστορικών γεγονότων, με επίδραση εστιασμένη σε μια χώρα, και για συγκέντρωση αρχειακού υλικού, χωρίς μεγάλες επιστημονικές απαιτήσεις. Είναι ένα πράγμα να εκπληρώνει κανείς με σχετική επάρκεια μια τέτοια εργασία, και ένα άλλο να μιλά για τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα και να αξιολογεί τα πολιτικά και ιδεολογικά ρεύματα που καθόρισαν τον 20ό αιώνα. Σε καμιά περίπτωση, λοιπόν, η ανταπόκριση στο πρώτο έργο δεν μπορεί να εγγυάται αυτόματα και την επιτυχία στο δεύτερο. Και πραγματικά, η γενική αίσθηση που αποκομίζει κανείς από την ανάγνωση των άρθρων είναι η επιπολαιότητα, η πρόχειρη και επιδερμική προσέγγιση των γεγονότων, οι παρανοήσεις και διαστρεβλώσεις θέσεων και διαμαχών, που καταλήγουν σε μια δικαίωση του σταλινισμού.
Το βιβλίο περιλαμβάνει κείμενα του Λεοντιάδη για τη Σοβιετική Ένωση στη δεκαετία του 1930, του Δάγκα για τις εκκαθαρίσεις γενικά στην ΕΣΣΔ, του Μαργαρίτη για τις εκκαθαρίσεις στον Κόκκινο Στρατό (με ένα καταληκτικό 4σέλιδο του Δάγκα για την κατάσταση της ΕΣΣΔ πριν τον πόλεμο), του Σκαλιδάκη για τη βιβλιογραφία των Δικών της Μόσχας, καθώς και ένα παράρτημα με ντοκουμέντα επιμελημένο από τον Λεοντιάδη.
Αληθινό ενδιαφέρον παρουσιάζει μόνο το τελευταίο μέρος με τα ντοκουμέντα (σελ. 113-190). Αν και πρόκειται κυρίως για αποσπάσματα πρακτικών των Δικών, εγγράφων, κ.λπ., πολλά από τα οποία θα βρεθούν και στο Διαδίκτυο, η επιλογή είναι γενικά εύστοχη και βοηθά τον αναγνώστη να συνδεθεί με την ατμόσφαιρα των Δικών, και τις παρασκηνιακές ιδιαίτερα κινήσεις και προθέσεις της σταλινικής ηγεσίας. Η εικόνα αλλάζει αρνητικά περνώντας στα άρθρα.
Ένα βασικό πρόβλημα των κειμένων είναι η έλλειψη σαφούς θέσης και κατεύθυνσης που διακρίνει τους συγγραφείς. Δεν μιλάμε φυσικά για ενεργό στράτευση με μια συγκεκριμένη άποψη, αλλά για την κριτική των απόψεων, τις οποίες συχνά απλά παραθέτουν, χωρίς να αξιολογούν, όπως είναι το καθήκον του ιστορικού.
Στο άρθρο του Λεοντιάδη παρατίθενται 7 ιστοριογραφικές απόψεις για το χαρακτήρα της ΕΣΣΔ, χωρίς όμως ο συγγραφέας να παρέχει μια νύξη για το ποια θεωρεί πιο κοντινή στην αλήθεια και γιατί. Κατόπιν όμως σπεύδει να αναγνωρίσει ως αδιαμφισβήτητο ότι στο μεσοπόλεμο συντελέστηκαν στην ΕΣΣΔ «ριζικές επαναστατικές αλλαγές»2, ενώ είναι σαφές πως η αξιολόγηση των αλλαγών εξαρτάται από την απάντηση στο πρώτο ερώτημα. Ο συγγραφέας διαπιστώνει ακόμη ότι η Οκτωβριανή Επανάσταση δεν τέλειωσε το 1917, αλλά πέρασε από τις «περιόδους του ξεσπάσματος, της ανοδικής πορείας, της αποκορύφωσης, της σταδιακής παρακμής και της τελικής κατάπτωσης»3, χωρίς πάλι να μας δίνει μια ένδειξη για το ποιο συγκεκριμένο διάστημα θεωρεί πως αντιπροσωπεύει την καθεμιά περίοδο.
Ο Δάγκας από τη μεριά του, γράφοντας για τα αποτελέσματα των Δικών, θεωρεί ότι το ΚΚΣΕ, εφόσον δεν υπήρχε πλέον κίνδυνος υπονομεύσεων, έγινε πιο δημοκρατικό. Με τις «μαζικές εκκαθαρίσεις… εξαλείφθηκε ο κίνδυνος διείσδυσης νέων μελών που θα προέρχονταν από εχθρικές κοινωνικές τάξεις και στρώματα, έπαυσαν οι διαγραφές». Παραπέρα, «η κοινωνία είχε ομογενοποιηθεί, αναπτύχθηκε η οικονομία»4. Από την άλλη μεριά, υπήρχε και μια «διαφορετική παρατήρηση της ιστορίας», κατά την οποία τα νέα μέλη είχαν «άγραφη μνήμη, χωρίς απευθείας γνώση της ιστορίας του κόμματος» και ήταν «ευχειράγωγα»5. Συμπεραίνει δε ότι ο λαός ήταν αφοσιωμένος στο σοσιαλισμό, ενώ οι διώξεις ήταν «οικογενειακή υπόθεση καταλογισμού, μεταξύ των κομμουνιστών, των ευθυνών για τα κομματικά εγκλήματα»6. Μ’ άλλα λόγια, προσφέρονται όλες οι δυνατές ερμηνείες και παρέχεται ευχέρεια επιλογής κατά τα γούστα του καθενός.
Τέλος, στην επισκόπησή του για τη βιβλιογραφία των Δικών, ο Σκαλιδάκης συμπεραίνει ότι «είναι νωρίς ακόμη» για την επίτευξη μιας «ψύχραιμης ιστορικής ερμηνείας» και ότι ενώ η έρευνα προσφέρει πλούσιο υλικό, «αυτό που λείπει ίσως είναι να τεθούν τα σωστά ερωτήματα»7. Εδώ πάλι η αναφορά σε προφανείς δυσκολίες και κινδύνους της ιστορικής έρευνας γίνεται το άλλοθι για την παραμονή μέσα στην ασάφεια.
Οι ιστορικές εκδρομές του κ. Δάγκα
Αν επρόκειτο μόνο γι’ αυτό, θα μπορούσε να ανασηκώσει κανείς τους ώμους ή να πει ότι οι συγγραφείς βιάστηκαν και έπρεπε να περιμένουν ίσως μερικά χρόνια ώσπου να τεθούν από κάποιους άλλους τα σωστά ερωτήματα και να μην είναι νωρίς για συμπεράσματα. Ωστόσο, τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα. Στην πράξη, η προσποιητή αντικειμενικότητα και διαλλακτικότητα τους χρησιμεύει ως ένα προπέτασμα καπνού για συνεχείς παρερμηνείες των ιστορικών γεγονότων, ακόμη και των πιο αναμφισβήτητων και βασικών, ώστε να καταλήγουν σε ντροπαλά ή και ανοιχτά φιλοσταλινικά συμπεράσματα.
Θα ασχοληθούμε πρώτα με μερικά τυπικά παραδείγματα από τα κείμενα του Δάγκα, που είναι και τα πιο διαφωτιστικά.
Αναφορικά με την εισαγωγή της ΝΕΠ το 1921 στην ΕΣΣΔ, ο Δάγκας δίνει την ακόλουθη εξήγηση: «Όταν ο Λένιν βεβαιώθηκε ότι η επανάσταση στην Ευρώπη δεν επρόκειτο να έλθει και ότι οι μπολσεβίκοι όφειλαν να υπολογίζουν μόνο στις εσωτερικές πηγές ισχύος, σκέφτηκε με οικονομικούς και κοινωνικούς όρους, εισάγοντας τη νέα οικονομική πολιτική, ημικεφαλαιακή, τη ΝΕΠ»8.
Θα φαινόταν ότι ο Λένιν σκεφτόταν προηγούμενα με εξωοικονομικές κατηγορίες, και μόνο μετά το 1921 άρχισε να σκέφτεται “οικονομικά”. Στην πραγματικότητα, σε όλες τις στιγμές, ακόμη και την περίοδο της πάλης για την εξουσία, η σκέψη του Λένιν ήταν πάντα οικονομικά θεμελιωμένη. Η ανάλυσή του των καθηκόντων και της τακτικής στη Ρωσική Επανάσταση του 1917 στηρίχτηκε, π.χ., στην κλασική οικονομική μελέτη του για τον ιμπεριαλισμό. Ούτε βέβαια υπήρχε στην αντίληψη του Λένιν μετά το 1921 κάποια παραδοχή ότι επανάσταση στη Δύση δεν θα συμβεί και ότι η Ρωσία θα μείνει για πάντα απομονωμένη· με τη ΝΕΠ επρόκειτο μάλλον για μια αναγνώριση των βραδύτερων ρυθμών της επαναστατικής εξέλιξης στην Ευρώπη και των εσωτερικών δυσκολιών στην ίδια την ΕΣΣΔ.
Αλλά αυτό είναι το λιγότερο. Ο συγγραφέας συνεχίζει:
«Με την επιμήκυνση των ανισοτήτων, στη σοβιετική κοινωνία, άρχισαν να δημιουργούνται συγκρούσεις. Στην εξέγερση της Κροστάνδης, το 1921, πιστές ομάδες που στήριξαν την επανάσταση το 1917 (ναύτες), οι οποίες είχαν διαφοροποιηθεί ως προς την εσωτερική κοινωνική σύνθεση… εναντιώθηκαν στους μπολσεβίκους»9.
Εδώ ο αρθρογράφος εμφανίζει την εξέγερση της Κροστάνδης ως μια συνέπεια των ανισοτήτων που δημιούργησαν τα καπιταλιστικά στοιχεία της ΝΕΠ. Και ο πιο ερασιτέχνης μελετητής της ιστορίας ωστόσο γνωρίζει ότι η Κροστάνδη προηγήθηκε χρονικά της ΝΕΠ και υπήρξε η αφορμή της, έχοντας εντελώς διαφορετικά αίτια. Με τη ΝΕΠ όχι μόνο δεν προκλήθηκαν, αλλά ομαλοποιήθηκαν οι εντάσεις και η δυσαρέσκεια των αγροτών, που είχαν προκληθεί από το προηγούμενο καθεστώς των επιτάξεων και του πολεμικού κομμουνισμού.
Ας σημειωθεί ότι την ίδια αναστροφή, της εμφάνισης της Κροστάνδης ως συνέπειας της ΝΕΠ, είχε κάνει ο αυστριακός μαρξιστής Ερνστ Φίσερ σε ένα θεατρικό του για τον Λένιν στη δεκαετία του 1920. Στις αναμνήσεις του, ο Φίσερ παραθέτει την κριτική του Ότο Μπάουερ μετά την παράσταση του έργου: «Εσείς βάλατε τα πράγματα με το κεφάλι κάτω και τα πόδια πάνω. Η εξέγερση της Κροστάνδης δεν ήταν επακόλουθο της ΝΕΠ, ήταν η αφορμή της. Οι κάτοικοι της Κροστάνδης δεν εξεγέρθηκαν ενάντια στη Νέα Οικονομική Πολιτική, εξεγέρθηκαν ενάντια στον πολεμικό κομμουνισμό και στην κυριαρχία του κομμουνιστικού κομματικού μηχανισμού. Αυτό σίγουρα το ξέρατε! Γιατί διορθώνετε την παγκόσμια ιστορία;» Και ο Φίσερ σχολιάζει την τότε άποψή του: «Σήμερα ο εβδομηντάχρονος εαυτός μου διαβάζει το έργο… και τρομάζει»10.
Ο σκοπός του θεατρικού του Φίσερ ήταν να αντιπαραθέσει τον επαναστατικό ρεαλισμό του Λένιν στο ρομαντικό υποκειμενισμό που διέκρινε τον ίδιο και μεγάλο μέρος της γενιάς του. Για την απεικόνιση αυτής της αντίθεσης, ως καλλιτεχνικό τέχνασμα, μπορεί να ήταν θεμιτό το αναποδογύρισμά του των γεγονότων. Είναι όμως εντελώς ανεπίτρεπτο να επαναλαμβάνεται το ίδιο στα πλαίσια μιας ιστορικής έρευνας. Το δυστύχημα είναι ότι οι συγγραφείς του τόμου για τις Δίκες όχι μόνο προβαίνουν εξακολουθητικά σε τέτοιες αντιστροφές, αλλά δεν θα τρομάξουν ποτέ γι’ αυτές όπως ο Φίσερ…
Φυσικά, με μια τέτοια μεταχείριση των γεγονότων, δεν είναι δύσκολο στο συγγραφέα να αποδείξει ότι ο Στάλιν ήταν ο συνεχιστής των “ρεαλιστικών” επιλογών του Λένιν, έστω και αν ήταν λίγο “απόλυτος”. «Κατά την αναζήτηση τρόπων για να μη θυσιαστεί η επανάσταση στην Ανατολή επειδή δεν επεκτεινόταν στη Δύση», διαβάζουμε παραπέρα, «ο Στάλιν συνέχισε την ίδια πορεία [του Λένιν]… Ήρθε σε σύγκρουση το 1924 με την πολιτική του Τρότσκι για συνέχιση της επανάστασης (λειτουργία της κοινωνίας σαν στρατόπεδο) και βίαιη κολεκτιβοποίηση της αγροτικής παραγωγής)»11.
Εδώ πάλι εκπλήσσεται κανείς για την ωμή παραποίηση των γεγονότων, ακόμη και από την άποψη των ημερομηνιών. Στις απόψεις του Τρότσκι μπορεί όντως να υπήρχε ένα στρατιωτικό στοιχείο επί πολεμικού κομμουνισμού, το οποίο φάνηκε και στη συζήτηση για τα συνδικάτα στα 1920-21. Το 1924 ωστόσο, ο Τρότσκι δεν έθεσε κανένα τέτοιο ζήτημα. Τα τότε κείμενά του, όπως η Νέα Πορεία αφορούσαν απεναντίας ζητήματα όπως το βάθεμα της εσωκομματικής δημοκρατίας και η καταπολέμηση του γραφειοκρατισμού. Παρόμοια, το ζήτημα της κολεκτιβοποίησης δεν τέθηκε το 1924 αλλά το 1926 από την αντιπολίτευση των Τρότσκι-Κάμενεφ-Ζινόβιεφ και είναι απίθανο να βρεθεί στις θέσεις της οποιαδήποτε νύξη για προώθηση της κολεκτιβοποίησης με τη βία, όπως έγινε αργότερα από τον Στάλιν.
Το λιγότερο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι πρόκειται για φανταστική αφήγηση, που καταλήγει να κάνει αγνώριστες τις πραγματικές τάσεις και συγκρούσεις στο κόμμα των Μπολσεβίκων. Μια τέτοια σύγχυση αποδεικνύεται πολύ βολική για να αποφευχθεί το θέμα των ταξικών βάσεων του σταλινισμού και της αποτίμησης των πολιτικών του στην ΕΣΣΔ και το διεθνές κίνημα. Εμφανίζοντας τον Στάλιν να μεριμνά για την επέκταση της επανάστασης στην Ανατολή και περιορίζοντας τη διαφορά με τον Τρότσκι στην αναγνώριση από τον Στάλιν μιας «μακράς διαδικασίας συνύπαρξης» με το καπιταλιστικό σύστημα, ο Δάγκας μπορεί να προσπερνά το πραγματικό περιεχόμενο των σταλινικών πολιτικών που συνίστατο αποδεδειγμένα στη θυσία των επαναστατικών κινημάτων, στην Κίνα και αλλού.
Η ίδια τάση παραχάραξης διακρίνεται στην αποτίμηση της γραμμής του Μπουχάριν:
«Ο Μπουχάριν επέμενε στο σύνθημα “πλουτίστε”, διότι δεν φανταζόταν ότι θα μπορούσε το κόμμα να υπερισχύσει στη σύγκρουση με τους αγρότες. Όμως το πείραμα κερδήθηκε. Αποδείχτηκε ότι η σοβιετική οικονομία, και η κοινωνία όπισθεν αυτής, άρχισε να παράγει. Στις αρχές του 1933 η κεντρική επιτροπή του κόμματος δήλωσε ότι η κολεκτιβοποίηση είχε ολοκληρωθεί και η εκβιομηχάνιση είχε νικήσει»12.
Ο Μπουχάριν μπορεί να είχε ρίξει το ατυχές σύνθημα “πλουτίστε” στα 1925, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι επέμενε στην ίδια άποψη και το 1929. Αλλά και έτσι να ήταν, τι κριτική της άποψής του είναι αυτή, που του καταλογίζει ως λάθος πως δεν πίστευε στην νίκη του κόμματος στη σύγκρουση με τους αγρότες; Και είναι σοβαρό να υποστηρίζεται ότι η σοβιετική οικονομία άρχισε να παράγει μόνο όταν δρομολογήθηκε αυτή η σύγκρουση; Στην πραγματικότητα το 1933, όταν η ΚΕ του κόμματος διακήρυσσε τη νίκη της κολεκτιβοποίησης και της εκβιομηχάνισης, μαινόταν στη χώρα ένας πρωτοφανής λιμός, που στοίχισε εκατομμύρια ανθρώπινες ζωές, ενώ η γεωργική παραγωγή και η κτηνοτροφία μειώνονταν δραματικά13.
Όλα αυτά βοηθούν με τη σειρά τους να παρακαμφθεί το θέμα της ρήξης στις σχέσεις με την αγροτιά, που επέφερε η σταλινική πολιτική, καθώς και η εκτίμηση των κινήτρων της και των εναλλακτικών δυνατοτήτων για μια μερική κολεκτιβοποίηση σύμφωνη με την υφιστάμενη τεχνική βάση. Ο Δάγκας αναφέρει, βέβαια, πως με την πολιτική του Στάλιν «παραβιαζόταν το αξίωμα του Λένιν που προσδιόριζε ως εγγύηση για την παραμονή των εργατών στην εξουσία τη συμμαχία με τους αγρότες»14. Αν όμως ο Τρότσκι ήταν τόσο ανόητος ώστε να επιμένει ρητά στη “βία του στρατοπέδου” και ο Μπουχάριν ήξερε μόνο να λέει “πλουτίστε”, τότε προκύπτει μοιραία ότι ο μόνος ρεαλιστικός δρόμος ήταν εκείνος του Στάλιν, έστω και αν ήταν λίγο βάρβαρος, και αυτό το αναληθές συμπέρασμα επιχειρείται να υποβληθεί έμμεσα στον αναγνώστη.
Πίσω από τις παραπάνω κρίσεις είναι ευδιάκριτη η αρνητική προκατάληψη του συγγραφέα προς κάθε εναλλακτική επιλογή στο σταλινισμό. Έχοντας ξεκαθαρίσει έτσι το έδαφος είναι ικανός να παρουσιάσει μια ρετουσαρισμένη βερσιόν της απολογητικής εικόνας του Στάλιν που κυριαρχούσε επί παντοκρατορίας του και να εξάγει μια ανανεωμένη απολογία του σταλινισμού, έστω και με την υποκριτική καταδίκη των “ακροτήτων”, κ.λπ.
Το κύριο μέλημα του Δάγκα είναι να παραμερίσει σιωπηλά την εδραιωμένη εκτίμηση για τον Στάλιν ως εκφραστή των γραφειοκρατών, των καριεριστών και μετριοτήτων του κομματικού μηχανισμού. Αυτή η εκτίμηση, διατυπωμένη από τον Τρότσκι και άλλους μαρξιστές, ερμηνεύει τις Δίκες της Μόσχας ως ένα αντεπαναστατικό εγχείρημα, με το οποίο επιβλήθηκαν οριστικά οι κατευθύνσεις του σταλινισμού στην ΕΣΣΔ και το διεθνές κίνημα. Ανιχνεύει δε και καταδεικνύει τις καταστροφικές πλευρές της σταλινικής κυριαρχίας, όπως οι ήττες της παγκόσμιας επανάστασης, η στρέβλωση και νόθευση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ, η απροετοίμαστη κατάσταση και οι εκατόμβες στον παγκόσμιο πόλεμο, η μαζική καταπίεση ενάντια στο σοβιετικό λαό και η φθορά των σοσιαλιστικών ιδεών, κάνοντας ταυτόχρονα διάκριση ανάμεσα στο σταλινικό καθεστώς και την προοδευτική κοινωνικο-οικονομική βάση της ΕΣΣΔ.
Ακολουθώντας τις γραμμές της σταλινικής απολογητικής στο παρελθόν, που σύγκρινε τον Γιέζοφ με τον Μαρά, ο Δάγκας εμφανίζει τις Δίκες και την τρομοκρατία ως μια μορφή Γιακοβινισμού, μια συνέχιση των πληβειακών παραδόσεων της επανάστασης. «Ο Στάλιν… ακολούθησε την ιακωβίνικη τακτική των αποκεφαλισμών… Ο ιακωβινισμός οδήγησε στη διάλυση, έστω βίαιη, των παλαιών αναχρονιστικών δομών, οικονομικών και κοινωνικών, και στη δημιουργία μιας κοινωνίας ενιαίας… [που] φτάνοντας στο επίπεδο των ισχυρών δυτικών χωρών… τελικώς κέρδισε τον παγκόσμιο πόλεμο»15.
Σε αυτή τη βάση, που συγχέει την επαναστατική βία του Οκτώβρη με τις ωμότητες και τα ψεύδη των αρχομανών, είναι ικανός να πλέκει το εγκώμιο του Στάλιν:
«Κανείς δεν αμφισβητούσε τον αρχηγό. Τα κομματικά στελέχη συσπειρώθηκαν εξάλλου περί αυτόν, διότι, έναντι συγκρίσεων μεταξύ των διαθέσιμων προσώπων, υπήρχε επίγνωση της πολιτικής ανωτερότητάς του. Εργατικός, απαίδευτος, αλλά με επιμόρφωση (ιδιαίτερα μαθήματα με ακαδημαϊκούς και άλλους σοφούς), επιδέξιος καθοδηγητής που κωδικοποίησε το μαρξισμό και συστηματοποίησε και εκλαΐκευσε το λενινισμό –έστω αδυνατώντας να αποφύγει σχηματοποιήσεις και απλουστεύσεις– διέθετε μακρά πολιτική και διοικητική εμπειρία, η οποία του είχε χαρίσει πολιτική διαίσθηση για τις επιλογές διοίκησης του κράτους, για την έναρξη μιας φάσης δραστηριότητας, το χρόνο σύναψης διακρατικών συμμαχιών, τους ελιγμούς ενώπιον του κινδύνου πολέμου. Το επιστέγασμα ήταν η ακύρωση του πολεμικού σχεδιασμού των Βρετανών και Γάλλων (Γερμανία εναντίον Σοβιετικής Ένωσης), το υψηλής σύλληψης σύμφωνο μη επίθεσης με τους χιτλερικούς στις 23 Αυγούστου 1939, η εξασφάλιση πίστωσης χρόνου για τη στρατιωτική προπαρασκευή»16.
Το ότι η “υψηλή σύλληψη” του Στάλιν αναγνώριζε το σύμφωνο με τους ναζί ως μια σοσιαλιστική συμμαχία και τους απέδιδε κάθε λογής προοδευτικά εύσημα είναι ανάξιο λόγου για τον αρθρογράφο, όπως και ότι ο χρόνος που κερδήθηκε έμεινε τελείως ανεκμετάλλευτος.
Η προκατάληψη του Δάγκα γίνεται ιδιαίτερα έκδηλη όταν παραθέτει ως αδιαμφισβήτητα διάτρητα στοιχεία του κατηγορητηρίου, όπως η διαβόητη ιστορία του Βαλεντίν Όλμπεργκ στην Δίκη των Κάμενεφ-Ζινόβιεφ. Σύμφωνα με αυτή, ο Όλμπεργκ, ενεργώντας ως απεσταλμένος του Τρότσκι με εντολή να δολοφονήσει τον Στάλιν, «εμφανίστηκε το 1935 στη Σοβιετική Ένωση με διαβατήριο Ονδούρας (του το είχε προμηθεύσει η Γκεστάπο) με εντολές να συνδεθεί με τους Γερμανούς πράκτορες»17.
Ένα πλήθος μαρτυρίες, ωστόσο, βεβαιώνουν ότι ο Όλμπεργκ ήταν πράκτορας της NKVD που είχε προσπαθήσει να αποκτήσει επαφή το 1929 με τον Τρότσκι. Μετά από προειδοποιήσεις, ο Τρότσκι διέκοψε το 1931 κάθε σχέση μαζί του, και η ιστορία για εμπλοκή του ίδιου και της Γκεστάπο στη συγκέντρωση του ποσού για το διαβατήριο θυμίζει παραμύθια του Άντερσεν. Ο Όλμπεργκ επιστρατεύτηκε στις Δίκες από τη NKVD για να ενοχοποιήσει τους άλλους κατηγορούμενους και εκτελέστηκε, παρά τις αντίθετες υποσχέσεις, για να σβηστούν τα ίχνη.
Ακόμη και αν δεν πιστεύει τις μαρτυρίες αυτές, ως ιστορικός, ο Δάγκας όφειλε να τις αναφέρει, κάτι που δεν κάνει. Βέβαια, η γελοιότητα της ιστορίας για σύνδεση του Όλμπεργκ με την Γκεστάπο φαίνεται πέραν των άλλων και στο γεγονός, που μνημονεύεται στα “Τεκμήρια” του τόμου, ότι «στο αρχικό κατηγορητήριο δεν υπήρχε τέτοια αναφορά» και ότι η εμπλοκή των ναζί από τους Όλμπεργκ και Λουριέ έγινε «κατά τη διεξαγωγή της δίκης»18.
Αναφερόμενος σε επιστολή του Στάλιν προς τους Καγκάνοβιτς και Μολότοφ μετά την πρώτη δίκη, το Σεπτέμβρη του 1936, όπου κριτικαριζόταν η αρθρογραφία της Πράβντα ως άστοχη, ο Δάγκας παραθέτει το περιεχόμενο της κριτικής σύμφωνα με το οποίο θα έπρεπε να τονιστεί η πολιτική και όχι η ατομική πλευρά της χρεοκοπίας των Κάμενεφ-Ζινόβιεφ. Κατά τον Στάλιν, «έλειπε η γενίκευση –το ισχυρό στοιχείο της μαρξιστικής ανάλυσης– η επικέντρωση των σχολίων της εφημερίδας στην επίθεση αυτών των καθαρμάτων κατά της εργατικής τάξης και του εκπροσώπου της, του σοβιετικού κόμματος».
Έχοντας συνοψίσει έτσι τη «μαρξιστική ανάλυση» του Στάλιν εναντίον των «καθαρμάτων», ο ίδιος αναφωνεί με θαυμασμό: «Βλέπουμε ότι ο πολιτικός Στάλιν, ασύγκριτα έμπειρος και διεισδυτικός απέναντι στους ερασιτέχνες της κομματικής ομάδας καθοδήγησης, προσδιόριζε σαφώς το περιεχόμενο και τη νοηματοδότηση της δίωξης κατά των Ζινόβιεφ-Κάμενεφ ως πολιτικής πράξης»19.
Βέβαια, ο αρθρογράφος εμφανίζεται αλλού να “διαφοροποιείται” από τις ακραίες θέσεις στενών συνεργατών του Στάλιν όπως ο Μολότοφ, που παρέμειναν πιστοί ως το τέλος στο σταλινικό παρελθόν τους. Εδώ παραθέτει μια σειρά φανατικές κρίσεις του Μολότοφ, για το ότι οι στρατιωτικοί δεν ήταν πράκτορες και οι Μπουχάριν, Ρίκοφ, κ.ά., παραδέχτηκαν την ενοχή τους για τα πιο απίθανα γεγονότα μόνο για να γελοιοποιήσουν τις Δίκες και τον Στάλιν, αλλά παρ’ όλα αυτά η εκκαθάριση ήταν επιβεβλημένη, για να σχολιάσει: «Αυτές τις απαράδεκτες ερμηνείες συνέχισε να διαδίδει ο εκ των υποστηρικτών των διώξεων χωρίς τύψη»20.
Είναι όμως σαφές ότι μια τέτοια κριτική είναι στάχτη στα μάτια για να συσκοτιστεί ότι και ο ίδιος ακολουθεί και προάγει τις “απαράδεκτες ερμηνείες”. Η υποκρισία του όλου πράγματος γίνεται παραπέρα εμφανής όταν, ενώ απαλλάσσει το “δεξιοτέχνη Στάλιν” από κάθε ευθύνη, από την άλλη εκτιμά πως ο Λένιν «δεν ήταν αμέτοχος» στο ότι δημιουργήθηκε ο «μονολιθικός, μη δεχόμενος τη διαφωνία κομματικός μηχανισμός» και ότι τα παλιά μπολσεβίκικα στελέχη που εκκαθαρίστηκαν στις Δίκες ήταν «αμόρφωτα… Είχαν συμπεριφορά τροχοπέδης απέναντι στα νέα μορφωμένα μέλη… Η αλλαγή φρουράς πραγματοποιήθηκε ταχέως, με σκληρότητα εκ μέρους των νέων, την ίδια που είχαν επιδείξει οι παλιοί απέναντι στους αντιπάλους τους»21.
Ο καθένας όμως γνωρίζει ότι στην εποχή του Λένιν ποτέ δεν είχε καταπνιγεί διοικητικά μια εσωκομματική τάση, ότι η διαφωνία ήταν σεβαστή και υπήρχε ένα υψηλό επίπεδο ιδεολογικής συζήτησης, που διασφάλιζε η ίδια η ηγεσία. Το να εμφανίζει κανείς ηγέτες και θεωρητικούς όπως ο Τρότσκι, ο Μπουχάριν, ο Ζινόβιεφ, o Κάμενεφ, ο Ρίκοφ, ο Σμιρνόφ και καταρτισμένους δημοσιολόγους και στελέχη όπως οι Πιατακόφ, Κρεστίνσκι, Ράντεκ, Σοκόλινκοφ, Ρακόφσκι, κ.ά., που εκκαθαρίστηκαν στις Δίκες, ως “αμόρφωτους”, και να θεωρεί “μορφωμένα μέλη” τους αγράμματους και ημιμαθείς σταλινικούς λακέδες, όταν o ίδιος μάλιστα τους αποκαλεί πριν “ερασιτέχνες”, είναι άλλο ένα αναίσχυντο αναποδογύρισμα, πέρα από τα όρια ανοχής κάθε λογικού, σκεπτόμενου ανθρώπου.
Το αποκορύφωμα της παραχάραξης και της εμπάθειας θα βρεθεί στις κρίσεις του Δάγκα για τον Τρότσκι, για τον οποίο υποστηρίζει, ούτε λίγο ούτε πολύ, πως ήταν μια ανύπαρκτη ιστορικά φυσιογνωμία, έχοντας ως μόνο στήριγμα τη συνδρομή των ξένων μυστικών υπηρεσιών:
«Ο Τρότσκι, φανερά, ήταν στην υπόθεση των διώξεων το φόβητρο, το σκιάχτρο. Ξένο σώμα στο χώρο των μπολσεβίκων –συνεργαζόμενος μετά το 1917– δεν πρόλαβε να δημιουργήσει μέχρι το 1927 (διαγραφή από το Κομμουνιστικό Κόμμα) παρά ορισμένες διασυνδέσεις στην κορυφή (στο στρατό) και μια ισχνή προσκείμενη κομματική βάση. Εξορίστηκε το 1928 και απελάθηκε το 1929, περιφερόμενος έκτοτε (όχι για πολλά χρόνια) από την Τουρκία μέχρι το Μεξικό, υποστηριζόμενος από ευάριθμες, ολιγομελείς τροτσκιστικές ομάδες, αόρατες στην κοινωνία… Τω όντι, το πραγματικό στήριγμα ανά χώρα δεν ήταν τα ελάχιστα τροτσκιστικά στελέχη και η μηδαμινή δύναμη των οπαδών αλλά οι μυστικές υπηρεσίες, οι οποίες χειραγωγούσαν την Τετάρτη Διεθνή εναντίον του αληθινού αντιπάλου, των μπολσεβίκων. Ανύπαρκτος στο σοβιετικό κόμμα, γνωστός από την ανάποδη (εχθρός) στη σοβιετική κοινωνία, διάσημος στη Δύση χάρη στην παρεχόμενη διαφήμιση, ο Τρότσκι χρησίμευσε στον Στάλιν ως πρόσχημα για τις διώξεις»22.
Είναι περιττό να σχολιάσουμε αυτές τις κρίσεις που θυμίζουν απαγγελία του εισαγγελέα των Δικών Βισίνσκι, φανερώνοντας μόνο φανατισμό, έλλειψη μέτρου και χυδαιότητα. Θα εκφράσουμε μόνο την απορία μας για το πώς μια εφημερίδα όπως η Ελευθεροτυπία, που επιθυμεί να διατηρεί ένα επίπεδο και αξιοπιστία στην ιστορική έρευνα, εμπιστεύθηκε σε τόσο ανυπόληπτους συγγραφείς την παρουσίαση ενός σοβαρού θέματος όπως οι Δίκες της Μόσχας.
Τα κείμενα των κ. κ. Λεοντιάδη, Μαργαρίτη και Σκαλιδάκη
Τα υπόλοιπα άρθρα δεν ξεπέφτουν γενικά στον ίδιο ανοικτό εκθειασμό του Στάλιν. Ωστόσο, συμπληρώνουν την παραχάραξη της αλήθειας, συσκοτίζοντας πλευρές των γεγονότων, τόσο πριν και μετά τις Δίκες, όσο και των ίδιων των Δικών.
Οριοθετώντας την άποψη των συγγραφέων απέναντι στις υφιστάμενες ιστορικές προσεγγίσεις, ο Λεοντιάδης γράφει στο πρώτο άρθρο: «Η συζήτηση γύρω από τον Στάλιν και την εποχή του δεν μπόρεσε ακόμη να αποφύγει δυο μεγάλους σκοπέλους που θέτει η ίδια η ιστορία. Αφενός τον Τρότσκι και την ιδιαίτερη ιστοριογραφία που αναπτύχθηκε στη Δύση από οπαδούς του, αφετέρου την έκθεση του Χρουστσόφ στο 20ό Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος Σοβιετικής Ένωσης και τη συνακόλουθη ιστοριογραφική παραγωγή που βασίζεται στις πολιτικές επιλογές της τότε σοβιετικής ηγεσίας»23.
Αυτή είναι κατά βάση η ίδια οπτική του Δάγκα, που εναντιώνεται σε κάθε κριτική προσέγγιση στο σταλινισμό, με τη μόνη διαφορά ότι ο Λεοντιάδης εντοπίζει δήθεν αμερόληπτα τον σκόπελο, ενώ ο Δάγκας προσφέρει τα μέσα στους φιλοσταλινικούς των ημερών μας να τον προσπεράσουν. Ο υπαινιγμός για τις “πολιτικές επιλογές” πίσω από την καταδίκη του Στάλιν στο 20ό Συνέδριο, σε αντίθεση με το καθαρά “επιστημονικό” πνεύμα του Λεοντιάδη, μόνο σαν ανέκδοτο μπορεί να εκληφθεί, όταν ο ίδιος ο Λεοντιάδης κατεβαίνει στις εκλογές υποψήφιος του ΚΚΕ και δεν βλέπει τίποτα επιλήψιμο στο να προλογίζει τις αθλιότητες ενός Δάγκα.
Παραθέτοντας στοιχεία για τη γεωργική και κτηνοτροφική κρίση στην ΕΣΣΔ το 1930-33, ο Λεοντιάδης σημειώνει φευγαλέα ότι στο ίδιο διάστημα οι παραδόσεις σιτηρών στο κράτος για τις ανάγκες της πόλης και εξαγωγές αυξήθηκαν24. Παραλείπει όμως κάθε αναφορά στο ότι ένα μέρος μόνο των εξαγωγών θα αρκούσε για να σωθούν αμέτρητα θύματα του λιμού, καθώς και τη συγκάλυψη του λιμού και μη αναζήτηση διεθνούς βοήθειας από τη σταλινική ηγεσία, σε αντίθεση με ότι είχε γίνει στο λιμό του εμφυλίου επί Λένιν25. Είναι καθήκον κάθε έντιμου ιστορικού να μην υπεκφεύγει τέτοια ζητήματα.
Όντας εξαιρετικά οξυδερκής, όπως είδαμε, στο να ανιχνεύει τις πολιτικές σκοπιμότητες της ηγεσίας Χρουστσόφ, ο Λεοντιάδης αποτυχαίνει οικτρά ακόμη και να υποπτευθεί τυχόν σκοπιμότητες της σταλινικής ηγεσίας. Αποτιμώντας το «ιδιαίτερα δημοκρατικό» σταλινικό σύνταγμα του 1936, γράφει: «Ήταν μάλλον ένα κείμενο βγαλμένο από το μέλλον, εξέφραζε επιθυμίες της πολιτικής ηγεσίας και της κοινωνίας και όχι την τρέχουσα πραγματικότητα»26. Ότι το σταλινικό σύνταγμα, πέραν του να εκφράζει μελλοντικές “ευγενείς” επιθυμίες, μπορεί να υπηρετούσε κάποια πολύ ταπεινά άμεσα συμφέροντα της σταλινικής ηγεσίας, όπως το να φορά ένα ψευτο-δημοκρατικό φωτοστέφανο για να δικαιολογεί το κυνήγι μαγισσών, δεν περνά καν από το μυαλό του συγγραφέα. Ούτε εντοπίζει την ειρωνεία του να διατηρείται ως ανώτατος νόμος της ΕΣΣΔ ένα κείμενο συνταγμένο βασικά από τον Μπουχάριν, που αποκηρυσσόταν την ίδια ώρα ως “φασίστας”.
Ο Μαργαρίτης αναλώνεται σε μια προσπάθεια αντιστροφής των εκτιμήσεων για τη στρατιωτική κατάσταση της ΕΣΣΔ παραμονές του πολέμου. Η σύγχρονη ιστοριογραφία αναγνωρίζει γενικά την προβλεπτικότητα των εκκαθαρισθέντων στρατιωτικών ηγετών (Τουχατσέφσκι, Γιακίρ, κ.ά.), που εγκαινίασαν το 1930 τον τεχνικό εκσυγχρονισμό του Κόκκινου Στρατού, καθώς και τις εγκληματικές ευθύνες της σταλινικής ηγεσίας, που εξόντωσε όλο το επιτελείο για να προωθήσει τα πιστά της στελέχη το 1938-39. Με έναν ατεκμηρίωτο, εξεζητημένο τρόπο, ο Μαργαρίτης επιχειρεί να αντιστρέψει την εικόνα και να εμφανίσει τον Τουχατσέφσκι και τους άλλους στρατιωτικούς ως περίπου υπαίτιους των αρχικών ηττών της ΕΣΣΔ, ισχυριζόμενος ότι ξεκίνησαν τον εκσυγχρονισμό πολύ νωρίς, με αποτέλεσμα τα νέα όπλα να έχουν καταστεί το 1940 απαρχαιωμένα. «Οι στρατιωτικές αδυναμίες της ΕΣΣΔ στα 1939-1941 ίσως οφείλονταν περισσότερο στο λάθος χρονισμό με τον οποίο κινήθηκαν οι “εκσυγχρονιστές” του Τουχατσέφσκι παρά στον κλονισμό του Κόκκινου Στρατού στις δίκες και τις διώξεις του 1938-39»27. Το ότι οι τελικές αποφάσεις και στα 1930-35 παίρνονταν από τον Στάλιν και ότι η διακοπή του εκσυγχρονισμού στα κρίσιμα χρόνια 1936-39 εμπόδισε την ολοκλήρωσή του με πιο σύγχρονα οπλικά συστήματα, είναι δυο εύλογες προτάσεις, που δεν εξετάζονται καν από τον αρθρογράφο.
Το κείμενο του Μαργαρίτη βρίθει επίσης από κάθε λογής κοινοτυπίες, αστήρικτες συγκρίσεις και ατεκμηρίωτες υποθέσεις. Προσπαθώντας να “διαφωτίσει” τον αναγνώστη για την τύχη του Κόκκινου Στρατού, αναφέρεται στο πραξικόπημα του Φράνκο στην Ισπανία για να υποβάλει την ιδέα ότι και οι στρατάρχες της ΕΣΣΔ είχαν βλέψεις στην εξουσία και συγκρίνει με την απάντηση του ελληνικού κράτους στους βενιζελικούς και τον Πλαστήρα, για να εκλαϊκεύσει την αντίδραση του σοβιετικού κράτους28. Προφανώς πρόκειται για εντελώς ανόμοια πράγματα, των οποίων η αντιπαραβολή μόνο σύγχυση μπορεί να επιφέρει. Με τον ίδιο τρόπο οι απολογητές της αντίδρασης συγκρίνουν, π.χ., την κατάργηση της δημοκρατίας από τον Μουσολίνι στην Ιταλία με την κατάργηση της Συντακτικής Συνέλευσης από τον Λένιν, κοκ.
Ο Μαργαρίτης διατυπώνει ακόμη υπονοούμενα ότι ορισμένοι ανώτατοι σοβιετικοί στρατιωτικοί μπορεί να είχαν γίνει οπαδοί των ναζί, εξαιτίας της εναντίωσης των τελευταίων στη συνθήκη των Βερσαλλιών: «Ακόμα και οι διακηρύξεις του Χίτλερ περί άμεσης ανατροπής όλων των καταθλιπτικών συμφωνιών μπορεί να συγκίνησαν κάποια στελέχη του Κόκκινου Στρατού – στην περίπτωση φυσικά που τα τελευταία είχαν ξεχάσει τις υπόλοιπες παραγράφους των ναζιστικών σχεδίων»29.
Ότι μπορεί να συνέβηκε αυτό είναι αφηρημένα πιθανό. Το καθήκον ενός ιστορικού όμως όταν διατυπώνει υποθέσεις είναι να φέρνει και υποστηρικτικά στοιχεία. Ατυχώς, ο Μαργαρίτης δεν παρουσιάζει ούτε μια υποψία στοιχείου για τον παραπάνω υπαινιγμό του.
Ως ένα τελευταίο δείγμα της μεθόδου του, ας δούμε πώς εκτιμά τις εκκαθαρίσεις στον Κόκκινο Στρατό. Εδώ σημειώνει αρχικά ότι οι εκκαθαρίσεις αντιπροσώπευαν «μια πραγματική θύελλα σε όλα τα κλιμάκια του Κόκκινου Στρατού. Το 45% των ανώτατων στελεχών του στρατού και του ναυτικού διώχτηκαν και, συνήθως, εκτελέστηκαν. Τα 71 από τα 85 μέλη του Στρατιωτικού Συμβουλίου και οι 720 από τους 837 διοκητές (sic!) μεγάλων στρατιωτικών και ναυτικών μονάδων –με βαθμούς από στρατάρχη ως συνταγματάρχη– είχαν την ίδια τύχη»30.
Έχοντας παραθέσει αυτά τα κατατοπιστικά στοιχεία, ο Μαργαρίτης προσπαθεί να αποδείξει πως παρ’ όλα αυτά η έκταση και οι επιπτώσεις των εκκαθαρίσεων στον Κόκκινο Στρατό ήταν μικρές και οπωσδήποτε μικρότερες από τις αντίστοιχες στο Κόμμα. «Ο Κόκκινος Στρατός», γράφει, «επηρεάστηκε από τις εσωτερικές συγκρούσεις πολύ λιγότερο απ’ ό,τι το ίδιο το Κομμουνιστικό Κόμμα, λόγου χάρη. Ως μέτρο σύγκρισης, έχουμε τους αριθμούς: από τους 1966 αντιπροσώπους στο 17ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ στα 1934, οι 1108 διώχθηκαν –και στη συντριπτική τους πλειονότητα εκτελέστηκαν– στα επόμενα χρόνια. Στο στρατό τα ποσοστά ήταν ολότελα διαφορετικά: από το 1936 ως το 1938, 41.218 αξιωματικοί, στελέχη του Κόκκινου Στρατού, διώχθηκαν» όταν το 1938 ο στρατός είχε «179.000 αξιωματικούς»31.
Είναι απίστευτο να φέρνει ένας ιστορικός ένα τέτοιο επιχείρημα και να κάνει για να το στηρίξει τόσο αταίριαστες συγκρίσεις. Πραγματικά, ο καθένας θα αντιληφθεί ότι η μαχητική ικανότητα ενός στρατού εξαρτάται αποφασιστικά από την κατάσταση του ηγετικού επιτελείου του, που έχει ειδική γνώση και εμπειρία, και όχι του συνόλου των αξιωματικών και υπαξιωματικών, που ασφαλώς παίζουν ένα σοβαρό, αλλά υποδεέστερο ρόλο. Εντελώς αντίστοιχα δε ισχύουν με τις πολιτικές οργανώσεις και τα κόμματα.
Επομένως, ο Μαργαρίτης όφειλε να συγκρίνει το κομματικό συνέδριο (ως το πιο αντιπροσωπευτικό σώμα της ανώτατης κομματικής διοίκησης) όχι με το σύνολο των αξιωματικών του Κόκκινου Στρατού, όπως κάνει, αλλά με την ανώτατη στρατιωτική διοίκηση. Και εδώ τα στοιχεία που ο ίδιος παραθέτει τον διαψεύδουν απόλυτα, αποδεικνύοντας το ακριβώς αντίθετο από τον ισχυρισμό του. Αν, όπως λέει, 791 (71+720) από τα 922 (85+837) μέλη του ανώτατου στρατιωτικού συμβουλίου και διοικητές μεγάλων μονάδων χάθηκαν στις διώξεις, ενώ στο Κομματικό Συνέδριο ο αριθμός αυτός ήταν 1108 από τους 1966 αντιπροσώπους, τότε προκύπτει ότι οι εκκαθαρίσεις επηρέασαν πολύ βαρύτερα τον Κόκκινο Στρατό. Προκύπτει ότι οι εκκαθαρίσεις ρήμαξαν τη στρατιωτική ηγεσία, από την οποία δεν επέζησε σχεδόν κανείς, ενώ από την ανώτατη κομματική ιεραρχία επέζησαν περίπου ένας στους δύο, έστω και αν επρόκειτο γενικά για πιστά σταλινικά στελέχη.
Η παρερμηνεία των ιστορικών στοιχείων από το Μαργαρίτη φαίνεται και στην εκτίμησή του ότι «το 1941 η ετήσια αποφοίτηση αξιωματικών από τις στρατιωτικές σχολές έφτασε τους 100.000 το χρόνο, γεγονός που μηδένισε ουσιαστικά τις επιπτώσεις των “εκκαθαρίσεων” των προηγούμενων χρόνων»32. Ότι τα στελέχη που έβγαιναν από τις σχολές ήταν εντελώς πρόχειρα εκπαιδευμένα και ότι στην αρχική φάση του πολέμου στα 1941-42 ο Κόκκινος Στρατός γνώρισε μερικές από τις πιο κατατροπωτικές ήττες στην παγκόσμια στρατιωτική ιστορία, θα φαινόταν το λιγότερο να θέτει υπό αμφισβήτηση τον παραπάνω ισχυρισμό.
Χωρίς να επεκταθούμε παραπέρα, θα παραθέσουμε ως μέτρο σύγκρισης την αποτίμηση των συνεπειών των εκκαθαρίσεων από τον Χρουστσόφ, ο οποίος, ως το μόνο μέλος της ηγεσίας που βρισκόταν στα μέτωπα, είχε μια ακριβή εικόνα του τι συνέβαινε:
«Θα μπορούσαμε να είχαμε αντιμετωπίσει τους φασίστες πολύ πιο εύκολα αν οι στρατιωτικοί ηγέτες μας δεν είχαν εξαλειφτεί στη δεκαετία του 1920… Σχεδόν όλοι οι ανώτατοι διοικητές – από τους διοικητές στρατιωτικών περιφερειών ως τους διοικητές μεραρχιών – εξολοθρεύτηκαν. Αλλά αυτοί ήταν άνθρωποι που είχαν καλές γνώσεις και ικανότητες… Δεν ήταν τυχαίο που χρειάστηκε να προάγουμε νέους διοικητές κατά τον πόλεμο. Ίσως υπήρξαν δυο, τρεις, και σε μερικά μέρη τέσσερεις αλλαγές στο επιτελείο διοίκησης… Πολλοί από αυτούς προωθήθηκαν επάξια. Ήταν ικανοί και έντιμοι άνθρωποι, αφοσιωμένοι στην πατρίδα τους. Αλλά χρειάζονταν εμπειρία, και αυτή η εμπειρία ήταν κάτι που απέκτησαν στην πορεία του πολέμου, με τίμημα το αίμα που έχυσαν πολλοί στρατιώτες και μεγάλη υλική ζημιά στη χώρα μας»33.
Η επισκόπηση της βιβλιογραφίας των Δικών από τον Γ. Σκαλιδάκη δεν προσφέρει τίποτα καλύτερο. Ο αρθρογράφος ξεκινά καταδικάζοντας ηχηρά τις ιδεολογικές χρήσεις των γεγονότων, υποσχόμενος μια απροκατάληπτη έρευνα34. Το ότι και αυτό δεν είναι παρά ένα άλλοθι για τη διανοητική νωθρότητα φαίνεται από τις απίθανες ανακρίβειές του.
Αναφορικά με την υπόδικη θέση του Τρότσκι στις Δίκες γράφει: «Όπως φαίνεται από τις επίσημες ονομασίες τους, ο κύριος κατηγορούμενος, αν και απών, ήταν ο Τρότσκι και ο “τροτσκισμός”. Ο ίδιος ο Τρότσκι κατηγορήθηκε και καταδικάστηκε in absentia και στις τρεις δίκες»35.
Ότι ο Τρότσκι ήταν ο βασικός στόχος των Δικών και όλες οι κατηγορίες διατυπώνονταν σε σύνδεση με την υποτιθέμενη υπηρεσία του στη Γκεστάπο είναι γεγονός. Είναι όμως εντελώς ανακριβές και ψευδές ότι ο Τρότσκι κατηγορήθηκε και καταδικάστηκε επίσημα ερήμην σε κάποια από τις Δίκες. Απεναντίας, σε καμιά από αυτές το όνομά του δεν περιλαμβανόταν στα ονόματα των κατηγορούμενων.
Στην απόφαση της πρώτης δίκης, π.χ., μετά από τις καταδίκες γίνεται η διαπίστωση ότι «ο Λεόν Νταβίντοβιτς Τρότσκι, και ο γιος του, Λεβ Λβόβιτς Σέντοφ», ενοχοποιήθηκαν από μαρτυρίες των κατηγορουμένων Σμιρνόφ, Χόλτσμαν, κ.ά. και ότι «υπόκεινται, εφόσον ανακαλυφθούν στο έδαφος της ΕΣΣΔ, σε άμεση σύλληψη και δίκη από το Στρατιωτικό Κολέγιο του Ανώτατου Δικαστηρίου της ΕΣΣΔ»36. Τα ίδια τα ντοκουμέντα του αφιερώματος αποκαλύπτουν ότι αυτή η φράση προστέθηκε με οδηγία του Στάλιν στον Καγκάνοβιτς, «να γίνει στην απόφαση αναφορά, σε ξεχωριστή παράγραφο, ότι ο Τρότσκι και ο Σεντόφ πρέπει να παραπεμφθούν σε δίκη ή να είναι υπόδικοι»37. Βέβαια, η μη συμπερίληψη του Τρότσκι στους κατηγορούμενους ήταν εμφανώς μια σκόπιμη παράληψη, δεδομένου ότι η NKVD σχεδίαζε τότε τη δολοφονία του και η τυχόν καταδίκη του ερήμην σε θάνατο θα αποκάλυπτε εντελώς αδιαφιλονίκητα την ταυτότητα των μελλοντικών εκτελεστών του.
Ο αρθρογράφος ερμηνεύει παραπέρα ως εξής την καταδίκη των αυθαιρεσιών από τον Χρουστσόφ στο 20ό Συνέδριο και τη μετέπειτα φιλοσταλινική στροφή της ηγεσίας Μπρέζνιεφ: «Η επόμενη σοβιετική ηγεσία υπό τον Μπρέζνιεφ, αν και δεν αναθεώρησε τις αποφάσεις του Χρουστσόφ, δεν επέδειξε την ίδια προθυμία καταδίκης της περιόδου Στάλιν και αποκατάστασης των κατηγορουμένων. Μη έχοντας, όπως ο Χρουστσόφ, άμεση συμμετοχή και ευθύνη στα ηγετικά κλιμάκια της περιόδου εκείνης, δεν είχε και το άγχος της αποστασιοποίησης και της καταδίκης των διώξεων»38. Μια παρόμοια εμπαθής διαπίστωση γίνεται και από τον Δάγκα, που βεβαιώνει πως «στις διώξεις ο σκληρότερος εκτελεστής ήταν ο Χρουστσόφ… (έτσι κατόρθωσε να διασώσει το δικό του κεφάλι)»39.
Θα νόμιζε κανείς ότι όσο πιο μεγάλος εγκληματίας είναι κανείς, τόσο πιο πολύ έχει τη διάθεση να αποκηρύξει τα εγκλήματά του και να αποκαταστήσει ηθικά τα αθώα θύματά τους. Αν αυτό ήταν αληθινό, τότε ο Χίτλερ, ο Γκέμπελς και ο Γκέρινγκ θα ήταν οι πρώτοι που θα αποδοκίμαζαν την εξόντωση των Εβραίων.
Πραγματικά, δεν υπάρχει ίχνος αλήθειας στις πιο πάνω διαβεβαιώσεις. Ο Χρουστσόφ μπορεί να είχε εκφωνήσει δριμείς λόγους εναντίον των τροτσκιστών, ζινοβιεφικών, κ.λπ., και να είχε μετάσχει στις διώξεις, ήταν όμως ένα από τα μέλη της σταλινικής ηγεσίας με τη συγκριτικά μικρότερη άμεση εμπλοκή. Αυτό, και η στοιχειωδώς έντιμη αίσθησή του ότι όσα έγιναν τότε αντιπροσώπευαν μια ιστορική ανωμαλία του επέτρεψαν να αποστασιοποιηθεί και να καταδικάσει αργότερα τις διώξεις. Απεναντίας, εκείνοι που είχαν τη μέγιστη εμπλοκή και κατηύθυναν άμεσα τη διαδικασία, όπως οι Γιέζοφ, Μπέρια, Μολότοφ, Καγκάνοβιτς, Βοροσίλοφ, Μαλένκοφ, κ.ά., δεν αισθάνθηκαν ποτέ ενοχές και παρέμειναν συνεπείς σταλινικοί και υπερασπιστές των διώξεων ως το τέλος.
Αυτές οι εκτιμήσεις, πέρα από πλήθος άλλων πηγών, επιβεβαιώνονται από τα ίδια τα υλικά του τόμου. Για παράδειγμα, παρατίθενται όχι λίγα σημειώματα που είχαν ανταλλάξει ο Στάλιν με τους Καγκάνοβιτς, Γιέζοφ, Μολότοφ στη Δίκη των Κάμενεφ-Ζινόβιεφ, με οδηγίες πώς θα μεθοδευτεί η εξόντωση των κατηγορουμένων, αλλά κανένα του Χρουστσόφ. Αντίθετα, όπως αναφέρεται στο άρθρο του Δάγκα, στην Ολομέλεια που αποφάσισε την τύχη των Μπουχάριν-Ρίκοφ, ο Χρουστσόφ υποστήριξε, μαζί με άλλα μέλη της ΚΕ πολλά από τα οποία θα εξοντώνονταν σύντομα, την παραπομπή τους σε δίκη χωρίς θανατική ποινή. Αυτό οπωσδήποτε ήταν μια ριψοκίνδυνη επιλογή, αν σκεφτούμε ότι και ορισμένοι από αυτούς που θα χάνονταν αργότερα ψήφισαν υπέρ της θανατικής ποινής, με την ελπίδα να αποφύγουν οι ίδιοι το μοιραίο40.
Μετά από αυτά, δεν είναι παράδοξο που και η παράθεση της βιβλιογραφίας των Δικών από τον Σκαλιδάκη είναι έντονα επιλεκτική. Από τις πηγές της περιόδου των Δικών μνημονεύει τα επίσημα πρακτικά, μαρτυρίες φιλοσταλινικών δημοσιογράφων, όπως η Άννα Λουίζα Στρονγκ, αλλά και τις αντίθετες απόψεις της Επιτροπής Ντιούι και του γιου του Τρότσκι Λεβ Σέντοφ, μεταγενέστερα ιστορικά έργα των Ντόιτσερ, Ελενστάιν, Μοσέ Λεβίν και Κόνκουεστ, λογοτεχνικά των Κέσλερ και Σολτζενίτσιν, κ.ο.κ. Ο κατάλογος μπορεί να μην είναι πλήρης είναι όμως σχετικά αντιπροσωπευτικός41.
Η εικόνα αλλάζει άρδην στη σύγχρονη βιβλιογραφία, όπου η μόνη αξιομνημόνευτη αναφορά είναι τα πλούσια σε ιστορικό υλικό αλλά συζητήσιμης οπτικής έργα των Γκέτι και Ναούμοφ. Ο Σκαλιδάκης παραλείπει κάθε αναφορά στις ογκώδεις μετά το 1998 μελέτες του Ρογκοβίν, οι οποίες συνεχίζουν τη γραμμή έρευνας του Ντόιτσερ με πλήθος στοιχεία, όπως τα 1937, Stalin’s Year of Terror και Stalin’s Terror of 1937-1938: Political Genocide in the USSR. Παραλείπει επίσης κάθε αναφορά στις πρωτοποριακές έρευνες των Γουίτκροφτ, Ντέιβις και Τάουγκερ στην περίοδο του λιμού και της κολεκτιβοποίησης, από όπου προκύπτει αναμφίβολα μια εικόνα και για τα κίνητρα των Δικών. Παραλείπει σημαντικές μελέτες για τον Στάλιν, όπως του Ζαν-Ζακ Μαρί, του Μοντεφιόρε, των αδελφών Μεντβέντεφ, κ.ά., που ρίχνουν φως και στα θέματα των Δικών, από μια αντισταλινική γενικά σκοπιά. Παραλείπει τις μετά το 2000 εκδομένες αναμνήσεις του Χρουστσόφ, που επίσης περιέχουν πλούσιο υλικό για τα παρασκήνια της περιόδου, καθώς και παλιότερες αναμνήσεις αγωνιστών του κομμουνιστικού κινήματος, όπως οι Ερνστ Φίσερ και Μαργκαρέτε Νόιμαν, που δεν αφήνουν αμφιβολίες για το μακάβριο έργο του σταλινισμού42.
Αντί γι’ αυτά, που ο αρθογράφος θεωρεί προφανώς ανάξια λόγου, παρατίθενται και σχολιάζονται ανυπόληπτες πηγές και κατευθύνσεις, όπως των Ουέρθ, Μάρτενς, Φουρ, Σέρβις, κ.λπ. Ο Σέρβις, συνεχιστής ουσιαστικά της παράδοσης του Κόνκουεστ, έχει δημοσιεύσει μελέτες που έχουν κριτικαριστεί συντριπτικά από μαρξιστές για στοιχειώδεις ανακρίβειες και παρανοήσεις σε σχέση με πρόσωπα, γεγονότα, ημερομηνίες. Οι Μάρτενς, Φουρ και Ουέρθ ανήκουν στη φιλοσταλινική παράδοση, που κάνει τον Στάλιν πολέμιο της γραφειοκρατίας και τις εκκαθαρίσεις μέτρο ενάντια στο “σαμποτάζ”. Ο Φουρ είναι ένας αφελής καθηγητής, ομοϊδεάτης ρώσων νεοφασιστών όπως ο Μούχιν και παραχαράκτης της ιστορίας, ο οποίος εμφανίζει στις διατριβές του την καταστροφή του κόμματος από τον Στάλιν ως δείγμα δημοκρατισμού και απόδειξη ότι ο Στάλιν ήταν οπαδός της άμεσης δημοκρατίας των σοβιέτ. Στο βιβλίο του Μάρτενς Μια άλλη Ματιά στον Στάλιν, δημοσιευμένο στη χώρα μας από το εκδοτικό του ΚΚΕ, τη Σύγχρονη Εποχή, με επαινετικά σχόλια στελεχών του όπως ο Θ. Παπαρήγας και η Ε. Μπέλλου, ο Λένιν παρουσιάζεται ως εμπαθής κακολόγος των συνεργατών του, ενώ η κριτική του στον Στάλιν στη Διαθήκη του εμφανίζεται ως αποτέλεσμα ψυχικής διαταραχής. Αυτό το βιβλίο εκτιμάται από τον Σκαλιδάκη ως μια «συνθετική προσπάθεια»43, ίσως γιατί συνέθεσε ό,τι απατηλό έχει προσφερθεί στην προηγούμενη φιλοσταλινική φιλολογία. Ο Ουέρθ, ίσως ο συγκριτικά σοβαρότερος όλων, αφού έγραψε ένα παρεμφερές βιβλίο το 1987, έγινε αργότερα ένας από τους συντάκτες της Μαύρης Βίβλου του Κομμουνισμού.
Η τέτοια επιλογή της σύγχρονης φιλολογίας, δεν μπορεί παρά να είναι άλλοθι όσων δεν έχουν τα φόντα να αναμετρηθούν με σοβαρές προσεγγίσεις του πεδίου και προσπαθούν να δείξουν την ανωτερότητά τους καταπιανόμενοι με ό,τι πιο ασήμαντο και ανόητο κυκλοφορεί.
Τέλος, εντύπωση προκαλεί η απίστευτη προχειρότητα και έλλειψη επιμέλειας του αφιερώματος, που περιέχει παιδικά λάθη ακόμη και σε ονόματα προσώπων.
Στις φωτογραφίες πριν τη σελ. 97, ο Γκριγκόρι Ζινόβιεφ, ο στενός συνεργάτης του Λένιν, πρόεδρος της Κομμουνιστικής Διεθνούς και βασικός κατηγορούμενος στην πρώτη δίκη μαζί με τον Κάμενεφ, αναφέρεται ως «Κλέμεντ Ζινόβιεφ». Από καμιά άλλη ωστόσο ιστορική πηγή δεν είναι γνωστό να είχε ποτέ ο Ζινόβιεφ το όνομα Κλέμεντ.
Λίγες σελίδες πριν, στο ίδιο μέρος των φωτογραφιών, διαβάζουμε: «Ο Αλεξέι Ιβάνοβιτς Ρίκοφ που δικάστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο μαζί με τον Μπουχάριν και άλλους δεκαεπτά κατηγορούμενους». Η δίκη των Μπουχάριν-Ρίκοφ έχει μείνει γνωστή και ως δίκη των 21, από τον αριθμό των κατηγορουμένων σε αυτή. Θα φαινόταν, λοιπόν, αν δεν έχουν αλλάξει τελευταία οι κανόνες της πρόσθεσης, ότι ο Ρίκοφ και ο Μπουχάριν καταδικάστηκαν μαζί με άλλους όχι 17, αλλά 19 κατηγορούμενους.
Στο άρθρο του Σκαλιδάκη, σημείωση 11, γίνεται παραπομπή στη σελ. 3792 του τόμου 1 της Ιστορίας της Σοβιετικής Ένωσης του Ελενστάιν, εκδ. Θεμέλιο. Θα φαινόταν όμως απίθανο να έχει ο τόμος 3792 σελίδες.
Μπροστά σε αυτά, αποτελεί ασφαλώς πταίσμα ότι ο Τζερζίνσκι αναφέρεται αλλού ως Φέλιξ και αλλού ως Φίλιξ (στις φωτογραφίες), στη σελ. 157 ο Σμιρνόφ γίνεται Σιρνόφ, στη σελ 127 διαβάζουμε για την περίπτωση «τις (sic!) δολοφονίας του Κίροφ», κοκ., κοκ.
Η ευθύνη για τις προχειρότητες βαραίνει εμφανώς τους συνεισφέροντες. Δεδομένου ότι τα ιστορικά αφιερώματα της Ελευθεροτυπίας είναι προσεγμένα και χωρίς κραυγαλέα λάθη, εύλογα μπαίνει κανείς στον πειρασμό να υποθέσει ότι οι ίδιοι δεν έχουν το κουράγιο να διορθώσουν τα άρθρα τους, για να μη συνειδητοποιήσουν τι ανοησίες γράφουν...
Τα τεκμήρια
Όπως έχει ειπωθεί, αξιόλογο είναι μόνο το μέρος του τόμου με τα τεκμήρια, τα οποία διαψεύδουν σχεδόν στο σύνολό τους τις προσεγγίσεις των συνεισφερόντων. Περιλαμβάνουν μέρος των πρακτικών των Δικών (κυρίως από αγορεύσεις του Γενικού Εισαγγελέα Βισίνσκι και απολογίες των κατηγορουμένων), της παρασκηνιακής αλληλογραφίας των Στάλιν-Καγκάνοβιτς, κ.ά. Χωρίς να επεκταθούμε αναλυτικά, θα σταθούμε σε 2-3 βασικά σημεία.
Ένα πρώτο εξαγόμενο αφορά το πώς ο Στάλιν έκαμπτε την απροθυμία στο Κόμμα να προωθηθούν οι εκκαθαρίσεις. Σε κάθε κομματικό σώμα, όταν προέκυπταν διαφωνίες, ο Στάλιν, με την οικεία τακτική δεξιότητά του, προέβαινε σε “συμβιβαστικές” προτάσεις, που φαινομενικά άφηναν ανοικτό το ενδεχόμενο ενός μετριασμού των διώξεων, για να συντονίζει στη συνέχεια παρασκηνιακά την πιο αιματηρή και βάρβαρη εκπλήρωσή τους. Οι δηλώσεις μετανοίας των αντιπολιτευόμενων, Ράντεκ, Πιατακόφ, κ.ά., αξιοποιούνταν για να δοθεί μια επίφαση αληθοφάνειας στη διαδικασία και οι ίδιοι μεθοδικά καλούνταν να ενοχοποιήσουν όσους είχαν ενδοιασμούς, των οποίων ερχόταν η σειρά αφού είχαν εκκαθαριστεί οι πρώτοι. Ο υπαγορευμένος από πριν χαρακτήρας της ετυμηγορίας στις Δίκες είναι τόσο εμφανής, που ούτε οι συνεισφέροντες στον τόμο δεν τολμούν να τον αρνηθούν.
Η εμπάθεια των Στάλιν, Καγκάνοβιτς, κ.ά., γίνεται εμφανής σε πλήθος επιστολές, όπου, πέρα από τα γνωστά περί “δολοφόνων”, “προβοκατόρων”, κ.λπ., ο Καγκάνοβιτς αποκαλεί τον Τρότσκι «ξεπουλημένη πόρνη»44. Σε μια ομιλία στη διευρυμένη συνεδρίαση του Στρατιωτικού Συμβουλίου, όπου θα καταγγείλει συλλήβδην τους «γερμανούς κατασκόπους» Μπουχάριν, Ρίκοφ, Τουχατσέφσκι, Γιακίρ, Γκάμαρνικ, Ρουτζουτάκ, κ.ά., επικαλούμενος ως απόδειξη ενάντια στον ένα τη μαρτυρία του άλλου, ο Στάλιν θα δηλώσει ότι ο Γιακίρ «επινόησε… την αρρώστιά το με το ήπαρ», για να ταξιδεύει «στη Γερμανία για θεραπεία», διευκολύνοντας το κατασκοπευτικό του έργο45. Κατά ενδιαφέροντα τρόπο, το ίδιο υποστηρίχθηκε από την ηγεσία Ζαχαριάδη στην ενοχοποίηση του Πλουμπίδη, για τον οποίο δηλωνόταν σε κομματικές εκθέσεις ότι η φυματίωσή του ήταν επινοημένη και ο γιατρός που την είχε βεβαιώσει «έκφυλος» και «ύποπτος»46.
Είναι διαφωτιστική η ταυτολογική απάντηση του Στάλιν στο ερώτημα πώς τόσοι κομμουνιστές έγιναν ξαφνικά πράκτορες των ξένων υπηρεσιών:
«Μπορεί φυσικά να προκύψει το ερώτημα: Πώς αυτοί οι άνθρωποι, μέχρι εχθές κομμουνιστές, έγιναν ξαφνικά αχαλίνωτο εργαλείο στα χέρια της γερμανικής κατασκοπείας; Έγιναν γιατί στρατολογήθηκαν. Τη μια μέρα από αυτούς ζητάνε πληροφορίες. Δεν θα δώσεις, έχουμε στα χέρια μας το σημείωμά σου που αναφέρει ότι στρατολογήθηκες, θα το δημοσιεύσουμε. Υπό το φόβο της αποκάλυψης, δίνουν πληροφορίες»47.
Με απλά λόγια, ο λόγος που στρατολογήθηκαν, ήταν ακριβώς ότι στρατολογήθηκαν. Όσο για το πώς στρατολογήθηκαν, ο Στάλιν, ξεπερνώντας και τα όρια της γελοιότητας, απέδιδε το πέρασμα των Καραχάν, Ρουτζούτακ, Ενουκίτζε, Τουχατσέφσκι στην “υπηρεσία της Γκεστάπο” στις δραστηριότητες μιας δανέζας κατασκόπου, της Τζοζεφίνας Γκένζι, που τους ξελόγιασε με τα κάλλη της. «Όμορφη, με μεγάλη προθυμία υλοποιεί όλες τις προτάσεις των αντρών και μετά τους λεηλατεί».
Στον αντίποδα, παρουσιάζουν ενδιαφέρον μια σειρά αποσπάσματα από τις απολογίες των κατηγορουμένων, που αποτελούν έμμεση άρνηση των κατηγοριών. Ενώ στη μαρξιστική φιλολογία, έχει επισημανθεί ο διφορούμενος χαρακτήρας των ομολογιών του Μπουχάριν, δεν έχουν εντοπιστεί συχνά ανάλογα σημεία στις “ομολογίες” των Κάμενεφ, Ράντεκ, κ.ά.
Απαντώντας στην επίμονη προσπάθεια του εισαγγελέα Βισίνσκι να του εκμαιεύσει την ομολογία ότι «παλεύατε ενάντια στο σοσιαλισμό», ο Κάμενεφ θα πει: «Διατυπώσατε το συμπέρασμα στο οποίο θα κατέληγε ένας ιστορικός και ένας εισαγγελέας»48. Δεδομένου ότι ο Βισίνσκι ήταν αυτός που είχε υπογράψει το 1917 το ένταλμα της Προσωρινής Κυβέρνησης για σύλληψη του Λένιν, είναι εμφανής η ειρωνεία της απάντησης του Κάμενεφ, δεικτικής αναφοράς στο είδος των ιστορικών και των εισαγγελέων που ευδοκιμούσαν επί Στάλιν.
Σε μια αποστροφή, ο Ράντεκ θα υποδείξει το μετέωρο της κατηγορίας, ότι «η τροτσκιστική οργάνωση είναι πράκτορας των δυνάμεων εκείνων που προετοιμάζουν το νέο παγκόσμιο πόλεμο», εφόσον στηρίζεται μόνο στις ομολογίες των ίδιων των “πρακτόρων”:
«Γι’ αυτό το δεύτερο γεγονός, τι αποδείξεις υπάρχουν; Γι’ αυτό το γεγονός υπάρχουν οι καταθέσεις δυο ανθρώπων: η δικιά μου, που λάμβανα τις εντολές και τις επιστολές του Τρότσκι (τις οποίες δυστυχώς έκαψα) και του Πιατακόφ, ο οποίος συζήτησε με τον Τρότσκι. Όλες οι άλλες ομολογίες, των υπόλοιπων κατηγορουμένων, στηρίζονται στις δικές μας καταθέσεις. Εάν έχετε να κάνετε με καθαρά ποινικούς κατηγορούμενους, με χαφιέδες, τότε πού μπορείτε να στηρίξετε τη βεβαιότητά σας ότι όλα όσα είπαμε είναι αλήθεια, ατράνταχτη αλήθεια;»49
Σε αυτή την κατηγορία ανήκει και η ασφαλώς σκωπτική, ειρωνική παρατήρηση του Μπουχάριν, στην αλληλογραφία του με τον Στάλιν, που οι συντάκτες του τόμου βάζουν στην προμετωπίδα του: «…Σκεπτόμενος πάνω στο τι συμβαίνει γύρω μου, σχημάτισα μια τέτοια αντίληψη: Υπάρχει κάποια μεγάλη και θαρραλέα πολιτική σκέψη της γενικής εκκαθάρισης». Φανερώνει όμως συνειδητή πρόθεση παραχάραξης, που αγγίζει τα όρια της ασέλγειας, όταν ο Δάγκας εμφανίζει αυτή την κρίση του Μπουχάριν ως μια επιδοκιμασία της πολιτικής ορθότητας των εκκαθαρίσεων50.
Είναι γνωστή στους πάντες η άποψη του Μπουχάριν για την εκκαθάριση, διατυπωμένη στην διαθήκη του που υπαγόρευσε στη σύζυγό του πριν την εκτέλεσή του: «Φεύγω από τη ζωή… Είμαι ανήμπορος απέναντι σε μια σατανική μηχανή που φαίνεται να χρησιμοποιεί μεσαιωνικές μεθόδους, αλλά διαθέτει τεράστια εξουσία, κατασκευάζει οργανωμένες συκοφαντίες, δρα τολμηρά και με πεποίθηση… Στρέφομαι προς εσάς, τη μελλοντική γενιά των ηγετών του Κόμματος, στους οποίους θα πέσει η ιστορική αποστολή να καθαρίσετε το τερατώδες νέφος των εγκλημάτων που σε αυτές τις τρομερές μέρες γιγαντώνεται όλο και πιο πολύ, εξαπλωνόμενο σαν πυρκαγιά ώσπου να πνίξει το Κόμμα»51.
Το να παρακάμπτει κανείς εντελώς αυτή την σαφέστατη δήλωση, στην οποία δεν γίνεται η παραμικρή μνεία σε όλο το αφιέρωμα, και να πιάνεται από τακτικές αναφορές του Μπουχάριν στο ένα ή στο άλλο γράμμα του στον Κόμπα, φανερώνει μια ανέντιμα επιλεκτική προσέγγιση.
Σαν συμπέρασμα
Η μακιαβελική σταλινική σκηνοθεσία παρέσυρε στον καιρό της ακόμη και έντιμους ανθρώπους. Ένας από αυτούς, ο αυστριακός μαρξιστής Ερνστ Φίσερ, είχε δημοσιεύσει στη διάρκεια των Δικών της Μόσχας δυο μπροσούρες για το “ξεσκέπασμα των τροτσκιστών”. Ο ίδιος, ομολογώντας την οδυνηρή αστοχία του, παραθέτει στην αυτοβιογραφία του ερώτημα που του έθεσε δεκαετίες μετά η γυναίκα του, Λουίζε Άισλερ-Φίσερ:
«Τι ήταν πιο απίστευτο: ότι ο Τρότσκι, μαζί με τον Λένιν, εμπνευστής της Οκτωβριανής Επανάστασης, ότι οι παλιοί Μπολσεβίκοι έγιναν δεύτερης κατηγορίας βοηθοί της Γκεστάπο, δολοφόνοι και σαμποτέρ – ή ότι ο Στάλιν και ο γραφειοκρατικός μηχανισμός του χρειάζονταν ενόχους, για να δικαιολογήσουν τη δυστυχία του λαού, την οικονομική ανωμαλία; Δεν ήταν πιο πιστευτό ότι ο Στάλιν δυσφημούσε μέχρις εσχάτων τον καθένα που θα μπορούσε να αποτελέσει κίνδυνο γι’ αυτόν, για να στραγγαλίσει και το τελευταίο απομεινάρι της εσωκομματικής συζήτησης, για να εξασφαλίσει μια ολοκληρωτική δικτατορία του κομματικού μηχανισμού μ’ ένα μοναδικό αλάθητο ηγέτη επικεφαλής. Δεν διαφαινόταν αυτό; Δεν θα καταλάβω ποτέ μου γιατί πίστεψες το πιο απίθανο»52.
Η τοποθέτηση του διλήμματος από τη Λουίζε Φίσερ είναι αναμφίβολα σωστή. Ο καθένας που από απόσταση παρατηρεί σήμερα το παρελθόν δεν μπορεί να μην αντιληφθεί τη διαφορά, ότι ενώ ο Λένιν και οι Μπολσεβίκοι καθοδήγησαν την έφοδο της εργατικής τάξης στον ουρανό, ο Στάλιν και οι όμοιοί του καθοδήγησαν την έφοδο των αριβιστών στις καρέκλες. Και είναι ακόμη εκ των υστέρων φανερό πόσο ακριβά πληρώθηκε αυτή η έφοδος τις παραμονές της γερμανικής επίθεσης και πόσο υπονόμευσε μακροχρόνια τις βάσεις του σοσιαλισμού και έγινε η κύρια αιτία αποτυχίας του πρώτου σοσιαλιστικού πειράματος.
Το τελικό ερώτημα της Φίσερ όμως απευθύνεται μόνο σε καλής προαίρεσης ανθρώπους. Δεν μπορεί να απευθύνεται σε ιστορικούς που αναλαμβάνουν, παραδεχόμενοι επιδερμικά τη σκηνοθεσία των Δικών, να πείσουν πως επρόκειτο ταυτόχρονα για μια επαναστατική διαδικασία ή ένα “αναγκαίο κακό” για την επιβίωση της ΕΣΣΔ. Αυτή είναι η θέση των συγγραφέων στο Οι Δίκες της Μόσχας, που συγχέουν την επανάσταση με τους σφετεριστές της, επιδεικνύοντας σε κάθε βήμα ακατανοησία και ημιμάθεια. Η βρεφική έλλειψη ιστορικής αίσθησης αποτελεί όντως το σήμα κατατεθέν τους.
Πέρα από αυτή την υποκειμενική διάσταση, ωστόσο, η αρθρογραφία τους για τις Δίκες έχει και μια αντικειμενική συνυποδήλωση για την παρούσα συγκυρία. Σε αυτή τη συνάφεια, αποτελεί ένα δείγμα του χαμαιλεοντισμού των ημερών, του τρόπου με τον οποίο η κομφορμιστική λογική της ευκολίας μπορεί να μεταμφιέζεται σε δήθεν ριζοσπαστική στάση. Μαρτυρά αδιάψευστα ότι ένας βασικός τρόπος προσαρμογής της μικροαστικής διανόησης στο σύστημα είναι η στροφή στις νεοσταλινικές απόψεις, με τις οποίες γίνεται εφικτή μια φαρισαϊκή προοδευτικότητα. Ο νεοσταλινισμός είναι σήμερα μια βολική σημαία ευκαιρίας για όσους οπορτουνιστές διανοούμενους δεν έχουν βολευτεί μέσα στο σύστημα· είναι το πιο επικίνδυνο αντίδοτο στη γνήσια ριζοσπαστικοποίηση.
Από θεωρητική άποψη, η θέση των συγγραφέων του τόμου Οι Δίκες της Μόσχας συμπίπτει ουσιαστικά πλήρως με την κοινή αφετηρία του σταλινισμού και της αστικής ιδεολογίας στην αξιολόγηση των εξελίξεων μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, ότι ο Στάλιν ήταν ο νόμιμος συνεχιστής του Λένιν και του μπολσεβικισμού. Αυτή την άκριτη ταύτιση, από την οποία ξεκινούν με διαφορετικά κίνητρα ο σταλινισμός (για να αποκρύπτει την αντιμαρξιστική, αντισοσιαλιστική πρακτική και ιδεολογία του) και η αστική ιδεολογία (για να συκοφαντεί την Οκτωβριανή Επανάσταση ως υπαίτια των σταλινικών εγκλημάτων και να δυσφημεί το σοσιαλισμό), συμμερίζονται και οι Λεοντιάδης, Δάγκας, Μαργαρίτης. Είτε πρόκειται για τις τους χονδροειδείς ύμνους του Δάγκα στον Στάλιν, είτε για τις πιο λεπτές αναφορές των Λεοντιάδη και Σκαλιδάκη, στόχος τους είναι να αποφύγουν τη σαφή τοποθέτηση του ερωτήματος που έθετε η Λουίζε Φίσερ. Για να το επιτύχουν υιοθετούν την υποκριτική οπτική της νεοσταλινικής ιστοριογραφίας, η οποία μπορεί να καταδικάζει τα “φαινόμενα γραφειοκρατίας, καριερισμού”, κ.λπ., αλλά υπεκφεύγει το ερώτημα για το ποιος ήταν ο φορέας τους, εντάσσοντας στην ίδια κατηγορία τις μαρξιστικές αναλύσεις του σταλινικού φαινομένου με τον δεξιό αντισοβιετισμό και αντικομμουνισμό53.
Αλλά υπάρχει ένα σημείο όπου διαφοροποιούνται οι συγγραφείς του αφιερώματος από τους επίσημους απολογητές του σταλινισμού. Στη νεοσταλινική αρθρογραφία του ΚΚΕ κυριαρχεί η ξύλινη κομματική ρητορική με την οποία είναι ικανοί να αποφεύγουν τα επίμαχα σημεία και να κρύβουν τις αντιφάσεις της θέσης τους, τόσο στο θέμα των Δικών, όσο και σε άλλα ιστορικά θέματα. Αντίθετα, οι σταλινικοί ιστορικοί ειδικοί, που αναλαμβάνουν να μιλήσουν για τις Δίκες, δεν μπορούν, και να το θέλουν, να αποφύγουν όλες τις ουσιαστικές πτυχές. Στην προσπάθειά τους να τις συσκοτίσουν είναι υποχρεωμένοι να αναφέρονται σε αυτές και έτσι, άθελά τους, προσφέρουν μια υπηρεσία, αποκαλύπτοντας όσα οι άλλοι καλύπτουν με ρητορείες.
Η συλλογή Οι Δίκες της Μόσχας, αν και ασήμαντη καθαυτή, είναι έτσι σημαντική ως ένα σημείο των καιρών. Είναι ένα μανιφέστο και μια αυτό-αποκάλυψη εκείνων που ενώ θα αποδειχτούν αντιδραστικοί στις αποφασιστικές μάχες του μέλλοντος, εμφανίζονται σήμερα, στην αρχή της κρίσης και της ανόδου του κινήματος, ως ριζοσπάστες, για να βρουν απήχηση. Το ότι αυτή η μεταμφίεση γίνεται με τα φθαρμένα ρούχα του σταλινισμού, συνδέεται με την ιδιοτυπία των ελληνικών συνθηκών, αποτελώντας όμως ταυτόχρονα μια ιστορική νέμεση.
Ένα κρίσιμο ερώτημα σε αυτή τη συνάφεια αφορά το πώς μπορεί μια τόσο ανερμάτιστη προσέγγιση, όπως αυτή των συγγραφέων του τόμου Οι Δίκες της Μόσχας, να αποκτά επιρροή και να προβάλει με αξιώσεις σοβαρής ιστορικής έρευνας. Εδώ, πέρα από τη γενική σύγχυση των ημερών, πρέπει να σταθούμε σε μια ιδιομορφία της πρόσφατης ιστορικής έρευνας για το κομμουνιστικό κίνημα.
Την τελευταία εικοσαετία μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ έγινε διαθέσιμο στους ιστορικούς ένα τεράστιο αρχειακό υλικό και αναπτύχθηκε μια σοβαρή έρευνα, κυρίως από το λεγόμενο “αναθεωρητικό” ρεύμα των Γουίτκροφτ, Ντέιβις, Φιτζπάτρικ, Τάουγκερ, κ.ά. Αυτή η έρευνα είχε μεταξύ άλλων ως ευπρόσδεκτη συνέπεια να παραμεριστούν οι παλιότερες ψυχροπολεμικές προσεγγίσεις στο στιλ του Κόνκουεστ, που ως το τέλος του ψυχρού πολέμου είχαν κυριαρχήσει τη δυτική ιστοριογραφία. Ωστόσο, το έργο των παραπάνω ιστορικών εστιάστηκε κυρίως στην αξιολόγηση και αφομοίωση του νέου υλικού, η οποία έγινε από μια γενικά αντικειμενική σκοπιά, και όχι στην ανάπτυξη και τεκμηρίωση ερμηνειών και απολογισμών της ιστορικής κίνησης. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθεί ένα θεωρητικό κενό, το οποίο δεν μπόρεσαν να καλύψουν και οι μαρξιστές, αφού η γενική δυσφήμιση του μαρξισμού περιόριζε την επιστημονική του απήχηση. Χωρίς να αναιρεί τη γονιμότητα της μαρξιστικής και μαρξίζουσας ιστορικής έρευνας, η οποία στο παρελθόν είχε δώσει μελετητές της εμβέλειας των Καρ, Ντόιτσερ, κ.ά., η πρόσφατη εμπειρία ανέδειξε την ανάγκη να ξεπεράσουν οι μαρξιστές τυποποιημένες προσεγγίσεις –όπως εκείνες που αρκούνται, π.χ., να επαναλαμβάνουν κατά γράμμα την ανάλυση του Τρότσκι– και να εξάγουν τα συμπεράσματα και τις γενικεύσεις τους σε συνάφεια με το νέο ιστορικό υλικό, κάνοντας τις απαραίτητες διορθώσεις στις παλιές θεωρητικές βάσεις.
Σε αυτή τη συνάφεια, η τάση των Λεοντιάδη, Δάγκα, Μαργαρίτη, κ.ά., αποτελεί, στην ουσία της, μια προσπάθεια εκμετάλλευσης του ιδεολογικού κενού στην τωρινή μεταβατική στιγμή, για να δημιουργηθεί και στη χώρα μας μια φιλοσταλινική τάση στο πνεύμα των Μάρτενς, Φουρ και άλλων σταλινικών του εξωτερικού. Ως τέτοια αντιπροσωπεύει μια βαθιά αντιδραστική και υπερφίαλη τάση, της οποίας η σκοπιμότητα είναι να εμποδίσει την ανάπτυξη της πραγματικά προοδευτικής, επιστημονικής ιστορικής έρευνας, προετοιμάζοντας την ιδεολογική αντεπίθεση της αντίδρασης σε ένα επόμενο στάδιο. Αυτό το κάνουν προσφέροντας τις πιο χονδροειδείς παραχαράξεις της ιστορίας, παραχαράξεις που και η επίσημη αστική ιστοριογραφία γενικά αποφεύγει και δεν αποτολμά παρά πολύ πιο εκλεπτυσμένα, με μια ψευδοπροοδευτική ταμπέλα για να αποφεύγουν την κριτική.
Φυσικά, οι φιλοσταλινικοί ιστορικοί δεν έχουν τίποτα κοινό με τη μαρξιστική, κομμουνιστική άποψη. Δεν είναι καν προοδευτικοί με την πλατιά έννοια του όρου, όπως οι Γουίτκροφτ, Ντέιβις, κ.ά., που ερεύνησαν με επιστημονική επάρκεια τα πρόσφατα στοιχεία. Το αληθινό, κρυμμένο συνεκτικό στοιχείο της θεώρησής τους είναι ο εθνικισμός και η μικροαστική αντίδραση στην επανάσταση. Είναι η επανάσταση που συκοφαντούν στο πρόσωπο του Τρότσκι και του Μπουχάριν, και όταν εμφανίζουν τον Στάλιν ως εισηγητή “επαναστατικών μετασχηματισμών”. Όσο για τον εθνικισμό τους, γίνεται εμφανής στις περιφρονητικές αναφορές του Δάγκα στον «Εβραίο μπολσεβίκο Κάμενεφ» και τον «Εβραίο μπολσεβίκο Ζινόβιεφ», φτηνές απομιμήσεις της φρασεολογίας ενός Λιακόπουλου, αλλά και τις συμπαθητικές αναφορές του Λεοντιάδη στα εθνικιστικά και χριστιανορθόδοξα ρεύματα που επικαλούνται σήμερα τον Στάλιν στη Ρωσία, για τα οποία δεν διατυπώνει καμιά ουσιαστική αντίρρηση54. Αυτό μας επιτρέπει να προβλέψουμε ότι αύριο, όταν θα έχει ολοκληρωθεί ο δήθεν ριζοσπαστικός τους κύκλος, θα βρουν τη θέση τους στα περίχωρα του καρατζαφερισμού και του εθνικισμού, που είναι ο γνήσιος ιδεολογικός τους χώρος.
Τελικά, η αρθρογραφία των σταλινικών ιστορικών και η συνεισφορά τους στη σταλινική αναπαλαίωση του ΚΚΕ δεν σχετίζεται με κάποιο ενδιαφέρον για την ιστορική αλήθεια, αλλά με αλλότριους προς την επιστήμη υπολογισμούς. Σε αυτή τη συνάφεια, τα λόγια του ίδιου του Μαργαρίτη, που έχει αναλάβει επίσης τη θεωρητική προεργασία της προωθούμενης από το ΚΚΕ αποκατάστασης του Ζαχαριάδη, είναι αποκαλυπτικά:
«Ο Ν. Ζαχαριάδης είναι παιδί της Κομμουνιστικής Διεθνούς, όντως σε αυτό το σημείο υπάρχει ένα μπέρδεμα. Είναι θύμα και θύτης ή απλώς ερμήνευσε τα πραγματικά δεδομένα κάτω από τη σοβιετική επιρροή; Είναι δευτερεύον αν έπραξε σωστά ή λάθος, πρέπει να μελετήσουμε τις αντικειμενικές συνθήκες που τον οδήγησαν στη μια ή την άλλη επιλογή»55.
Για τους απολογητές όλων των αποχρώσεων και των εποχών, είναι βέβαια δευτερεύον το αν ένας τρόπος δράσης ήταν ιστορικά λαθεμένος ή σωστός. Θα προσφέρουν πάντα τον εαυτό τους για τη δικαιολόγηση κάθε στάσης, υπεκφεύγοντας τα ζητήματα αρχών –κομμουνιστικών αρχών, ιδιαίτερα– και βρίσκοντας μετά τα κατάλληλα άλλοθι για κάθε θέση, “μελετώντας τις αντικειμενικές συνθήκες” με τον τρόπο που ο Δάγκας μελετά τη σύγκρουση του Στάλιν με τον Τρότσκι ή ο Μαργαρίτης τις επιπτώσεις των εκκαθαρίσεων στον Κόκκινο Στρατό. Για τους μαρξιστές, ωστόσο, η διάκριση του σωστού από το λάθος και η αποκάλυψη της απάτης όσων επιχειρηματολογούν όπως οι συντελεστές του αφιερώματος «Οι Δίκες της Μόσχας» είναι και θα παραμένει επίκαιρη και επιτακτική.
18. Τεκμήρια, σελ. 138. Για τον Όλμπεργκ, βλέπε επίσης Βαντίμ Ρογκοβίν, Stalin’s Year of Terror, στο http://www.wsws.org/exhibits/1937/ch1.htm και την εκτενή ανάλυση του Σάχτμαν στο κεφάλαιο «Βαλεντίν Όλμπεργκ» στο Behind the Moscow Trials, http://www.marxists.org/archive/shachtma/1936/xx/trial.htm#n34.
* Το αφιέρωμα κυκλοφόρησε ως 7ος τόμος στη σειρά «Οι Μεγάλες Δίκες», Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Ιστορικά, Φεβρουάριος 2011. Ο Χρήστος Κεφαλής είναι χημικός και συγγραφέας, μέλος της ΣΕ της «Μαρξιστικής Σκέψης».