«Οκτωβριανή Επανάσταση»: η πρόσφατη έκδοση της «Ελευθεροτυπίας»
«Οκτωβριανή Επανάσταση»: η πρόσφατη έκδοση της «Ελευθεροτυπίας»
του Χρήστου Κεφαλή
«Το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού»: αυτό το οικείο ρητό – τροποποιημένο ίσως σε «Το δις εξαμαρτείν ου γυναικός σοφής», αν υποτεθεί ότι το γένος έχει κάποια σημασία όταν πρόκειται για έντυπα – φέρνει στο μυαλό η πρόσφατη έκδοση της Ελευθεροτυπίας με αφορμή την 94η επέτειο του Οκτώβρη. Η έκδοση, ένα 192σέλιδο βιβλίο με πλήρη τίτλο «Οκτωβριανή Επανάσταση, Οι ρίζες, οι πρωταγωνιστές, ένας απολογισμός», προσφέρθηκε από την εφημερίδα στις 9 Οκτώβρη 2011. Είχε προηγηθεί στις 13/2/2011 η κυκλοφορία ενός άλλου τόμου, «Οι Δίκες της Μόσχας» στην ίδια σειρά «Ιστορικά».
Οι δυο τόμοι βασίζονται στους ίδιους συντελεστές, δηλαδή σε ιστορικούς σταλινικής απόχρωσης σαν τους κ.κ. Γ. Μαργαρίτη, Α. Δάγκα και Γ. Σκαλιδάκη. Η διαφορά είναι ότι ενώ στον πρώτο τόμο περιλαμβανόταν στους συνεισφέροντες και ο Γ. Λεοντιάδης, στον τελευταίο δεν υπάρχει κάποιο άρθρο του ενώ περιέχονται δυο κείμενα των Κ. Παλούκη και Σπ. Μαρκέτου. Η γενική εικόνα όμως παραμένει η ίδια: μια εικόνα προκατάληψης, μονομέρειας και νόθευσης της ιστορικής αλήθειας, που αλλάζει μόνο αναιμικά από την κάπως θετικότερη εντύπωση των δυο προσθηκών. Έχοντας κριτικάρει αλλού τα κείμενα του τόμου για τις Δίκες της Μόσχας1, θα ασχοληθούμε εδώ με την έκδοση για την Οκτωβριανή Επανάσταση.
Ένα πρώτο στοιχείο που χτυπά στο μάτι είναι η απίστευτη προχειρότητα στην επιμέλεια της έκδοσης, του φωτογραφικού υλικού, κ.λπ., η οποία ξεπερνά κατά πολύ εκείνη του τόμου για τις Δίκες. Αν το κακό περιοριζόταν εκεί στην παρουσίαση του Γκριγκόρι Ζινόβιεφ ως «Κλέμεντ Ζινόβιεφ» και 2-3 ακόμη χοντράδες, εδώ τα λάθη και οι ανακρίβειες ανέρχονται σε δεκάδες. Θα αρκεστούμε να επισημάνουμε λίγα από αυτά.
Στη σελ. 47 βρίσκουμε μια φωτογραφία από μια παρτίδα σκάκι του Λένιν. Στη λεζάντα της αναφέρεται: «Ο Λένιν σε μια παρτίδα σκάκι με το συγγραφέα Μαξίμ Γκόρκι στο Κάπρι το 1908». Ωστόσο, ο αντίπαλος του Λένιν σε αυτή την παρτίδα είναι ο Α. Μπογκντάνοφ, ο εσωκομματικός του αντίπαλος της περιόδου, τον οποίο κριτικάρισε στο έργο του «Υλισμός και εμπειριοκριτικισμός». Ο Γκόρκι στη φωτογραφία παρακολουθεί όρθιος. Ας σημειωθεί ότι στην έκδοση της «Ε» δεν έχει μπει η γνήσια αλλά η σταλινική εκδοχή της φωτογραφίας, από όπου έχουν αφαιρεθεί δυο από τους θεατές, επειδή ανήκαν στην τότε εσωκομματική αντιπολίτευση…
Στη σελ. 87, σε μια φωτογραφία με μέλη της Δούμας έχουμε πραγματικό κομφούζιο, καθώς ο πρώτος επικεφαλής της προσωρινής κυβέρνησης, πρίγκιπας Λβοφ, αποκαλείται Ιβόφ. Επίσης, ο Β. Σουλγκίν, ακροδεξιός υποστηρικτής του Στολίπιν και του Κορνίλοφ, αποκαλείται Σιλίγκιν, ο οκτωβριστής Μ. Ροτζιάνκο αποκαλείται Ροντένκο, ο Σ. Σιντλόφσκι αποκαλείται Σιντόφσκι, ενώ ο ηγέτης του Προοδευτικού Μπλοκ Α. Καραούλοφ, ένας άλλος δεξιός αστός παράγοντας, αποκαλείται Καραγιάντοφ.
Όλα αυτά όμως ωχριούν μπροστά στο χάλι σε μια φωτογραφία της προσωρινής κυβέρνησης του Ιούλη (σελ. 33), όπου, μαζί με 4-5 σωστά ονόματα, έχουμε και τα εξής:
Ο υπουργός οικονομικών και αντιπρόεδρος Ν. Νεκράσοφ αποκαλείται Κεκράσοφ (!)
Ο υπουργός εργασίας, μενσεβίκος Σκόμπελιεφ αναφέρεται ως Σκομπέντεφ (!!)
Ο Μπ. Σάβινκοφ, εσέρος αναπληρωτής υπουργός άμυνας, αναφέρεται ως Καβίνκοφ (!!)
Ο υπουργός εκπαίδευσης Όλντενμπουργκ αναφέρεται ως Οντίντενμπουργκ (!!!)
Ο υπουργός δικαιοσύνης Ζαρούντνι αναφέρεται ως Ζαπίντιν (!!!!)
Τέλος, ο υπουργός τροφίμων Πεσεχόνοφ αναφέρεται ως Παρμεζόνοφ (!!!!!), ίσως λόγω της στενής σχέσης του με τα τρόφιμα…
Υπάρχει μια σειρά ακόμη παρόμοιων λαθών, στα οποία δεν θα επιμείνουμε άλλο2.
Το λιγότερο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι, αν πρόκειται όντως για μια αξιόλογη αρθρογραφία, τότε οι επιμελητές της την σαμποτάρουν και εμποδίζουν να ασκήσει τη θετική επίδρασή της. Αν όμως το περιεχόμενο των άρθρων είναι εφάμιλλο με τις λεζάντες των φωτογραφιών, τότε εμφανώς πρόκειται για μια έκδοση που καλύτερα να μην είχε γίνει. Δυστυχώς, η μελέτη των άρθρων επιβεβαιώνει αυτή τη δεύτερη εκτίμηση.
Ας πάρουμε πρώτα τις δυο συνεισφορές των Κ. Παλούκη και Σπ. Μαρκέτου, τις μόνες που αξίζει ίσως να ασχοληθεί κανείς μαζί τους με μια εποικοδομητική έννοια.
Το κείμενο του Παλούκη, «Κοινωνικά, πολιτικά, στρατιωτικά δεδομένα της επανάστασης. Ανασκόπηση» έχει την πρόθεση να είναι μια ευσυνείδητη ανασκόπηση των γεγονότων που οδήγησαν στην Οκτωβριανή Επανάσταση (ρωσική επανάσταση του 1905, παγκόσμιος πόλεμος) καθώς και των σταθμών στην εξέλιξη της ίδιας της επαναστατικής διαδικασίας από το Φλεβάρη ως τον Οκτώβρη. Ωστόσο, και η πιο πρόχειρη ματιά δείχνει ότι ο αρθρογράφος καταπιάστηκε με ένα έργο πάνω από τις τωρινές δυνάμεις του.
Υπάρχει ένας ικανός αριθμός ασυνταξιών, λαθών, κ.λπ., στο κείμενο, αλλά ας τα παρακάμψουμε και ας δούμε ένα δείγμα της προσέγγισης του συγγραφέα στα γεγονότα. Να πώς ερμηνεύει τη διάσπαση που επέφερε το πραξικόπημα του Κορνίλοφ στο αστικό μπλοκ:
«Οι [sic!] Κερένσκι και ο στρατηγός Κορνίλοφ σχεδίαζαν την εγκαθίδρυση μιας ισχυρής εξουσίας στην οποία ο πρωθυπουργός [δηλ. ο Κερένσκι, Χ.Κ.] θα διατηρούσε τη θέση του. Όταν ο Κορνίλοφ διέταξε τις δυνάμεις του 3ου Σώματος Ιππικού να κινηθούν, ο Κερένσκι δείλιασε, έτσι κινήθηκε εναντίον του» (σελ. 36).
Συνάγεται ότι ο λόγος που συγκρούστηκε με τον Κορνίλοφ ο Κερένσκι ήταν η προσωπική δειλία του, ενώ κατά τα άλλα είχαν από κοινού σχεδιάσει την κήρυξη δικτατορίας. Σε αυτή τη βάση ερμηνεύεται παραπέρα το κοινό μέτωπο που σύμπτυξαν τότε προσωρινά οι μενσεβίκοι και οι εσέροι με τους μπολσεβίκους.
Όλο αυτό είναι μια παρωδία. Ο πραγματικός λόγος της ρήξης ανάμεσα στον Κορνίλοφ και τον Κερένσκι ήταν ότι ο Κορνίλοφ, που εξέφραζε την ανοιχτά αντεπαναστατική μερίδα της αστικής τάξης, μετά την επιβολή της δικτατορίας δεν θα διέλυε μόνο τα Σοβιέτ, αλλά θα παραμέριζε και τους συμφιλιωτές πολιτικούς όπως ο Κερένσκι, που δεν θα ήταν πλέον αναγκαίοι στην αστική τάξη για να τα κρατούν σε πειθαρχία.
Οι μαρξιστές έχουν αδιάλειπτα αποτιμήσει έτσι τα γεγονότα. «Η συμφωνία των μπολσεβίκων με τους σοσιαλεπαναστάτες και τους μενσεβίκους», γράφει ο Τρότσκι, «έγινε δυνατή μόνο γιατί οι συμφιλιωτές ήρθαν προσωρινά σε σύγκρουση με την μπουρζουαζία: σπρώχτηκαν σ’ αυτό από φόβο για τον Κορνίλοφ. Οι συμφιλιωτές είχανε καταλάβει ότι με τη νίκη του Κορνίλοφ η μπουρζουαζία δεν θα τους είχε πια ανάγκη και θα επέτρεπε στον Κορνίλοφ να τους συντρίψει»3.
Αυτή η εξήγηση υποστηρίζεται μεταξύ άλλων και από τη μαρτυρία του ίδιου του Κερένσκι, που εξιστορεί στις Αναμνήσεις του πώς, την παραμονή του πραξικοπήματος, οι πραξικοπηματίες διαπραγματεύονταν μαζί του να του χαρίσουν τη ζωή με όρο την αποχώρησή του από την εξουσία. Όπως σημειώνει ο Τ. Μαστρογιαννόπουλος:
«Ο ίδιος ο Κερένσκι αποκάλυψε αργότερα στις αναμνήσεις του τη συνομιλία που είχε με τον Β. Λβοφ, εκπρόσωπο του Κορνίλοφ: “Στις 26 Αυγούστου κατά τις 5 το απόγευμα, με επισκέφθηκε πάλι ο Βλαντιμίρ Λβοφ… Υποστήριξε, ότι πρέπει να υποχωρήσω στις αξιώσεις του Κορνίλοφ και τόνισε πως δεν μου μένει άλλος τρόπος για να σώσω τη ζωή μου. Το έβλεπα πια ότι μιλούσε σοβαρά… Κι αν έμεινε καμιά αμφιβολία στο νου μου, σκόρπισε οριστικά όταν είδα πόση προθυμία έδειξε ο Λβοφ να σημειώσει τις προτάσεις του Κορνίλοφ και καθώς τον κοίταζα να γράφει, ένα μόνο σκεπτόμουν: να σταματήσω τον Κορνίλοφ”»4.
Και ο Μαστρογιαννόπουλος συμπεραίνει εύλογα:
«Ο Κερένσκι, ο Τσερετέλι και οι λοιποί δεν μπορούσαν να μην αντιληφθούν ότι το πολιτικό παιχνίδι με τη δικτατορία… απειλούσε όχι μόνο την Προσωρινή Κυβέρνηση και τα συμφιλιωτικά κόμματα που τη στήριζαν, αλλά και την ίδια την φυσική τους υπόσταση… Κάτω απ’ αυτούς τους όρους, οι δεσμοί του Κερένσκι με τον Κορνίλοφ έσπασαν»5.
Αυτή ήταν η βάση της σύγκρουσης ανάμεσα στην αστική τάξη και τη μικροαστική δημοκρατία στην κρίση του Κορνίλοφ. Το να παρουσιάζει κανείς τα πράγματα όπως ο Κ. Παλούκης, σημαίνει να παρανοεί οικτρά τη σχέση ανάμεσα στις διάφορες τάξεις και τους εκπροσώπους τους στα επαναστατικά γεγονότα. Και υπάρχουν μια σειρά τέτοιες παρανοήσεις σε διάφορα σημεία του άρθρου του.
Ας πάρουμε το κείμενο του Σ. Μαρκέτου, «Νοήματα της ρωσικής επανάστασης», που είναι και το πιο ευπρεπές της συλλογής. Ο συγγραφέας παραθέτει μια σειρά ενδιαφέροντα αποσπάσματα από έργα του Σερζ, του Ντόιτσερ, κ.ά. Ιδιαίτερης μνείας αξίζουν, π.χ., οι κρίσεις του Σερζ για την ενότητα λόγων και έργων που διέκρινε τον μπολσεβικισμό και το ρόλο του κόμματος στην επανάσταση:
«Δεν ήμασταν μαρξιστές, αλλά ακόμη και στους παραμορφωμένους αντίλαλους των λόγων του Λένιν που έφταναν ως εμάς διακρίναμε αξιοθαύμαστη ακεραιότητα. “Ο μπολσεβικισμός”, είπα, “είναι η ενότητα λόγων και πράξης”… Το κόμμα ήταν αυτό που έβλεπε, που σκεφτόταν και που ήθελε για λογαριασμό των μαζών. Η ευφυΐα και η οργάνωσή του αντιστάθμιζαν τις δικές τους αδυναμίες. Χωρίς το κόμμα οι μάζες δεν θα μπορούσε να είναι τίποτα περισσότερο από κάποια σμάρια ανθρώπων με επιτακτικές ανάγκες, συγχυσμένες προσδοκίες κι εκλάμψεις ευφυΐας που έμελε να χαθούν μέσα στο πλήθος, αφού θα έλειπε ο μαέστρος, εκείνος που θα μεταμόρφωνε τις ιδέες σε δράση σε τεράστια κλίμακα» (σελ. 136, 138).
Σε μια εποχή γενικευμένης δυσπιστίας στα κινήματα απέναντι στην οργανωμένη δράση είναι θετικό αναμφίβολα αυτές οι κρίσεις να βρίσκουν το δρόμο τους σε μια έκδοση της «Ελευθεροτυπίας». Ωστόσο, ο αρθρογράφος αποτυχαίνει να εκτιμήσει – όπως και ο Σερζ στον καιρό του – το άλλο κομβικό σημείο στην προσέγγιση του Λένιν, την ευλυγισία στην εφαρμογή των κατευθύνσεων ανάλογα με τις μεταβολές τη κατάστασης. Ως αποτέλεσμα, προσεγγίζει τα ζητήματα σχετικά με τις προοπτικές της σοσιαλιστικής οικοδόμησης με μια τυποποιημένη οπτική, που αναπαράγει τα οικεία κλισέ της σταλινικής εποχής: από τη μια ο Στάλιν και το κόμμα πήραν την απόφαση να προχωρήσουν στο σοσιαλισμό, παραμερίζοντας παλιά δόγματα του μαρξισμού, από την άλλη ο Τρότσκι ήταν εκείνος που αντιτάχθηκε στη σοσιαλιστική οικοδόμηση.
Όπως το θέτει: «Τα πρώτα χρόνια μετά το 1917 [οι Μπολσεβίκοι] δέχονταν τη θεωρία του Τρότσκι για τη “διαρκή επανάσταση”: με την καθοδήγηση του κομμουνιστικού κόμματος, η Επανάσταση θα βάθαινε διαρκώς στο εσωτερικό και θα εξαπλωνόταν στο εξωτερικό… Οι ηγέτες της Σοβιετικής Ένωσης βρέθηκαν ωστόσο αντιμέτωποι με μια κατάσταση για την οποία κανείς δεν ήταν προετοιμασμένος: η Επανάσταση να έχει επικρατήσει σε μια τεράστια αλλά υπανάπτυκτη χώρα… Μέσα στο παραπάνω πλαίσιο κεντρική επιλογή των επαναστατών έγινε να προχωρήσουν σ’ αυτό που ονομάστηκε οικοδόμηση του σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα…» (σελ. 127-128).
Χωρίς να μπούμε σε λεπτομέρειες, το λιγότερο που μπορεί να πει κανείς είναι πως μια τέτοια αντιδιαλεκτική αντιπαράθεση των δυο προοπτικών, σοσιαλιστική οικοδόμηση ή παγκόσμια επανάσταση, θολώνει την πραγματική εικόνα και διαστρεβλώνει τις θέσεις των ομάδων μέσα στο κόμμα και ειδικά τη διαφορά προοπτικής ανάμεσα στον Τρότσκι και τον Στάλιν. Το πραγματικό ερώτημα στην περίοδο μετά τη νίκη της επανάστασης ήταν άλλο: σε ποιο βαθμό και με ποιους τρόπους μπορούσε να προχωρήσει η σοσιαλιστική οικοδόμηση σε μια καθυστερημένη, κατεστραμμένη χώρα για όσο δεν είχε ακόμη επεκταθεί η επανάσταση στα καπιταλιστικά κέντρα; Έτσι έθετε το θέμα ο Λένιν στα κείμενά του της περιόδου της ΝΕΠ και ιδιαίτερα στα τελευταία γραπτά του. Ο Τρότσκι πρόσφερε μια σειρά επεξεργασίες σε ανάλογη κατεύθυνση, όπως η μπροσούρα του «Προς το σοσιαλισμό ή προς τον καπιταλισμό», δεν έδειχνε όμως τη σταθερότητα και τη σαφήνεια του Λένιν. Αλλά να του καταλογίζει κανείς ότι εναντιωνόταν γενικά στη σοσιαλιστική οικοδόμηση και βάσιζε τα πάντα στην παγκόσμια επανάσταση συνιστά κατάφωρη διαστρέβλωση, που μόνο παρανοήσεις θα προκαλέσει στους αναγνώστες. Η σταλινική πλευρά μπορεί να το έκανε αυτό για να συκοφαντεί τους αντιπάλους της και να περιβάλλεται τον μανδύα του αδιάλλακτου υπερασπιστή του σοσιαλισμού. Το να αγνοεί όμως κανείς τον ιδεολογικό, απολογητικό χαρακτήρα των διακηρύξεών της θέτοντας σήμερα τα ζητήματα με ένα συγγενές πνεύμα σημαίνει να χάνει την ουσία της υπόθεσης.
Το άρθρο του Σκαλιδάκη, «Νικητές και ηττημένοι της επανάστασης: Η πρόσληψη των γεγονότων από τους πρωταγωνιστές», αφήνει μια άνοστη, αδιάφορη γεύση. Όπως δηλώνει και ο τίτλος του, στοχεύει να μας μυήσει στον τρόπο που τα επαναστατικά γεγονότα έγιναν αντιληπτά από τους πρωταγωνιστές τους και των δύο πλευρών.
Αυτό ασφαλώς είναι ένα ενδιαφέρον θέμα, και σίγουρα θα βοηθούσε τους αναγνώστες να πληροφορηθούν πώς εκτίμησαν, τότε και αργότερα, τα γεγονότα οι μπολσεβίκοι, αλλά και οι ηγέτες του αστικού στρατοπέδου, από τον Μιλιουκόφ ως τον Κερένσκι κ.ά. Ωστόσο, εκτός από ένα απόσπασμα του Στάλιν από τη Ραμπότσι Πουτ και δυο γραμμές από το βιβλίο του Τζον Ριντ (σελ. 94), μια τοποθέτηση του υπουργού πολέμου Βερχόβκσι στη συνεδρίαση της Προσωρινής Κυβέρνησης στις 18 Οκτώβρη (σελ. 100-101), και δυο ρήσεις 2-3 σειρών του Κρασνόφ και του τσάρου (σελ. 112, 116), το άρθρο δεν περιέχει απολύτως τίποτα που να δικαιολογεί τον τίτλο του. Το υπόλοιπο αναλώνεται σε μια επιδερμική παρουσίαση επεισοδίων της εξέγερσης, χωρίς καμιά εμβάθυνση στη σημασία τους και στο ρόλο των προσώπων. Ας σημειωθεί ότι εκτός από τον Τρότσκι (για τον οποίο βεβαιώνεται ευθαρσώς ότι στράφηκε μετά ενάντια στο κόμμα) δεν υπάρχει η βιογραφία κανενός άλλου μπολσεβίκου ηγέτη. Το άρθρο περιέχει βιογραφικά στοιχεία για το Νικόλαο το Β΄, τον Κερένσκι, τον Κρασνόφ, και από τους μπολσεβίκους περιορίζεται σε πρόσωπα τρίτης σειράς όπως η Φοφάνοβα, η Ντράμπκινα, ο Ίλιν Ζενέφσκι, ο Πεστκόφσκι, κοκ (βλ. σελ. 116-120). Μια τέτοια ερασιτεχνική διατριβή στερεί τη συλλογή από οποιεσδήποτε αξιώσεις σοβαρότητας.
Τα τρία άλλα κείμενα των Μαργαρίτη, Δάγκα και Πρέβε αξίζουν μεγαλύτερης προσοχής, καθώς αποτελούν τη συνέχιση στη σταλινική – και αντιδραστική γενικότερα – παραχάραξη της ιστορίας της ΕΣΣΔ, με την οποία συντάχθηκε η «Ελευθεροτυπία» με τον τόμο για τις Δίκες της Μόσχας.
Το άρθρο του Μαργαρίτη, «Ο εμφύλιος πόλεμος και οι εξωτερικές εισβολές», είναι το λιγότερο σημαντικό από αυτή την άποψη. Περιέχει μάλιστα μια σειρά τεχνικά, στατιστικά, κ.λπ., στοιχεία σχετικά με την οργάνωση των αντίπαλων στρατών στον εμφύλιο, που παρουσιάζουν ένα ενδιαφέρον. Εκείνο που χρειάζεται να επισημανθεί είναι η απουσία αναφοράς στη διεθνιστική προοπτική των Μπολσεβίκων, την κινητοποίηση των λαών ενάντια στην ξενική επέμβαση στις καπιταλιστικές χώρες, τον επαναστατικό χαρακτήρα του διεξαγόμενου πολέμου. Στο βαθμό που αναγνωρίζει την ανωτερότητα και τη σημασία των νέων κοινωνικών βάσεων του καθεστώτος στην υπερίσχυση απέναντι στους επεμβατιστές, ο συγγραφέας επαναλαμβάνει πράγματα που έχουν πει και άλλοι σχολιαστές πριν από αυτόν, όπως ο Χάρολντ Λάσκι. Τα επαναλαμβάνει όμως παρεφθαρμένα, υποβαθμίζοντας τις διαφορές και αποφεύγοντας – σε αντίθεση με τον Λάσκι6 – κάθε ουσιαστική εκτίμηση για τις εξελίξεις που οδήγησαν αργότερα στο σταλινικό εκφυλισμό.
Τα άλλα δυο κείμενα των Δάγκα και Πρέβε είναι τα πιο διαφωτιστικά για το πώς οι παραλείψεις αυτές και η στρεβλή τοποθέτηση των ιστορικών διλημμάτων οδηγούν πρώτα σε μια δικαίωση του σταλινισμού, ή την παρουσίασή του ως τη μόνη νοητή συνέχιση της επανάστασης, και σε συνέχεια σε ένα πέρασμα σε αντιδραστικές αστικές απόψεις.
Ο Δάγκας αναλαμβάνει να παρουσιάσει στο άρθρο του, «Ιδεολογικές χρήσεις της δημοκρατίας και της επανάστασης», τις ερμηνείες σχετικά με τη νομιμοποίηση και την κληρονομιά του Οκτώβρη, που επιχειρήθηκαν και από τις δυο πλευρές, ρωσική και δυτική. Σε ένα μέρος «η προοδευτική σκέψη», ο Δάγκας παρουσιάζει ένα ποτ-πουρί δύο σελίδων από κακοχωνεμένες αναφορές στον Μαρξ, τον Λένιν, τη Λούξεμπουργκ, τον Κάουτσκι και τον Τρότσκι. Και στη συνέχεια αφιερώνει διπλάσιο χώρο στον παρεφθαρμένη σοβιετική ιστοριογραφία της σταλινικής περιόδου, εξετάζοντας, πέρα από τον Στάλιν, ήσσονος σημασίας μορφές όπως ο Αντοράτσκι, ο Ταρλέ, κ.ά. Το λιγότερο που μπορεί να πει κανείς είναι πως μια τέτοια προσέγγιση φανερώνει επιπολαιότητα και έλλειψη θεωρητικής επάρκειας στην αναμέτρηση με τις πραγματικά σημαντικές θεωρήσεις.
Περνώντας στη δυτική πλευρά, η κατάσταση επιδεινώνεται από την εστίαση στη γαλλική επανάσταση και τις διαμάχες σχετικά με τις συνδέσεις της με τη ρωσική επανάσταση, παρά στην ίδια τη σημασία της τελευταίας. Έχοντας συσκοτίσει πριν τα βασικά θέματα, ο Δάγκας μας προσφέρει τώρα μια συσκότιση στο τετράγωνο, που δεν είναι κατά βάθος κάτι άλλο από μια επανάληψη των οικείων αστικών συκοφαντιών για τον εγκληματικό χαρακτήρα των επαναστάσεων και την αναγκαία κατάληξή τους στη βαναυσότητα και την ανομία. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ ξεμπερδεύει σε εφτά γραμμές με τον Τρότσκι (σελ. 156), αφιερώνει τρεις σελίδες σε έναν από τους πιο χυδαίους γάλλους αντικομμουνιστές ιστορικούς, τον Φρανσουά Φιρέ (σελ. 172-78). Ας σημειωθεί ότι μια από τις βασικές εργασίες του Φιρέ είναι «Το πέρασμα μιας ψευδαίσθησης: Η ιδέα του Κομμουνισμού στον 20ό αιώνα»7, ούτε λίγο ούτε πολύ μια προσπάθεια να αποδειχτεί αυτό που βεβαιώνει ο τίτλος: ότι το κομμουνιστικό κίνημα ήταν μια επινόηση μερικών φανατικών χωρίς καθόλου ρίζες μέσα στην ιστορία. Είναι αυτές ακριβώς οι ιδέες που προβάλλει εκτενώς ο Δάγκας:
«Η εξέλιξη της σκέψης του Φιρέ», διαβάζουμε, «οδήγησε στην κατασκευή ότι ο Τρόμος είναι το ειδοποιό γνώρισμα της επαναστατικής ιδεολογίας… Ο Φιρέ αποφάνθηκε ότι ο κομμουνισμός και ο φασισμός είχαν κοινές ρίζες στο σοσιαλισμό και τον αντινεοφιλελευθερισμό (sic!)… Με βάση τους ανωτέρω ισχυρισμούς, η αστική τάξη ήταν το θύμα στο οποίο φορτώθηκαν από τους λενινιστές τα κακά του ιμπεριαλισμού» (σελ. 176 – Η διαβεβαίωση ότι κατά τον Φιρέ ο κομμουνισμός και ο φασισμός είχαν τις ρίζες τους στον αντινεοφιλελευθερισμό είναι εμφανώς μια ανόητη παραδρομή του Δάγκα: ο κομμουνισμός υπάρχει τουλάχιστον από το 1840 και πιο πριν, ενώ ο νεοφιλελευθερισμός εμφανίστηκε γύρω στο 1980. Ο Φιρέ αν και αντιδραστικός, δεν ήταν τόσο ηλίθιος ώστε να αποδώσει τις ρίζες του Μαρξ και του Χίτλερ στη Θάτσερ· όπως πολλοί άλλοι απολογητές έκανε λόγο για τον «κοινό αντιφιλελευθερισμό των μπολσεβίκων και των ναζί» και όχι για αντινεοφιλελευθερισμό).
Ότι ο Δάγκας συμφωνεί στην ουσία με τις εκτιμήσεις του Φιρέ φαίνεται από το ότι αφιερώνει τα 3/4 περίπου του καταληκτικού μέρους του άρθρου σε μια παρουσίαση των πορισμάτων του (σε σχέση με τα οποία διατυπώνει βέβαια τις «επιφυλάξεις» του, περίπου όπως κάνει και ο Άδωνις Γεωργιάδης σε σχέση με τις απόψεις του Πλεύρη):
«Ο κομμουνιστικός πολιτισμός εξαερώθηκε. Δεν κατέλιπε (sic!) μια αδιαφιλονίκητη ιστορία πίσω του προς μνημόνευση. Εξάλλου, στη μακροκλίμακα, η Γαλλική Επανάσταση άφησε μια κληρονομιά μνήμης, ιδεολογίας, θεσμών, που συνέβαλαν στη διαμόρφωση του γαλλικού έθνους και κράτους και γενικότερα στην εκγύμναση (sic!) του δυτικού κόσμου. Ο Οκτώβριος του 1917, αντιθέτως – σύμφωνα με τους εχθρούς του – απωθήθηκε στα παρασκήνια… Ήταν ένα κλειστό κύκλωμα στο φαντασιακό, που άρχισε με την Οκτωβριανή Επανάσταση και έκλεισε με τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης» (σελ. 178-79).
Οι μόνες αξιομνημόνευτες άλλες απόψεις που βρίσκει σκόπιμο να παραθέσει ως πιο «ρεαλιστικές» ερμηνείες της νίκης του Οκτώβρη ο Δάγκας είναι οι απόψεις ότι «ευθύνονται η τυχαιότητα, η ύπαρξη μη δυτικής κουλτούρας, ο πόλεμος… η ανικανότητα των αστικών ελίτ» (σελ. 178) κοκ. Ο ίδιος δεν παραλείπει να αποδώσει φόρο τιμής και στις χυδαίες νεοσταλινικές απόψεις περί «συνομωσίας του ιμπεριαλισμού» ως εξήγηση της διάλυσης της ΕΣΣΔ, ενώ στα συμπεράσματά του εξηγεί την εξάπλωση του κομμουνιστικού κινήματος στη Δύση με το ότι «η απόσταση από την εξουσία επέτρεπε την παραγωγή και αναμετάδοση ενός μύθου που προσείλκυε τις μάζες» (σελ. 180).
Ο επίλογος του Πρέβε στην έκδοση, «Σχόλιο: ένας κριτικός απολογισμός της Οκτωβριανής Επανάστασης του 1917», συνοψίζει και ενδυναμώνει τις αντιδραστικές κατευθύνσεις και τα στοιχεία που υπάρχουν διάσπαρτα στα κείμενα των Δάγκα, Μαργαρίτη, Σκαλιδάκη. Αυτό δεν πρέπει να αποτελεί έκπληξη, εφόσον ο Πρέβε επεξεργάστηκε με τη μεγαλύτερη συνέπεια αυτό που αποτελεί τη βαθύτερη τάση των προσεγγίσεων του τόμου και της αστικής ιδεολογίας γενικότερα: το παραμέρισμα της σοβαρής μαρξιστικής παράδοσης, όπως αυτή εκφράστηκε από τους κλασικούς αλλά και τους επιφανείς μαθητές τους μετά τον Οκτώβρη (Τρότσκι, Μπουχάριν, Γκράμσι, Λούκατς, κ.ά.) ως αυτονόητα χρεοκοπημένης, ώστε να ανοίγει ο δρόμος σε κάθε λογής δήθεν ριζοσπάστες και αριστερούς.
Οι δημοσιεύσεις του Πρέβε είναι εδώ ιδιαίτερα διαφωτιστικές. Σε βιβλία του όπως το Ασίγαστο Πάθος, ο Πρέβε σημειώνει ότι η πλειοψηφία των μαρξιστών διανοουμένων αναζητά απαντήσεις στα προβλήματα του μαρξισμού στο έργο μαρξιστών όπως οι Τρότσκι, Γκράμσι και Λούκατς. Απέναντι σε αυτή τη βλαπτική τάση, ο ίδιος αντιπαραθέτει ως κορυφαίους μαρξιστές τον Στάλιν, τον Μάο και τελικά τη «συμμορία των τεσσάρων»:
«Ο Στάλιν υπήρξε παραδόξως ο πλέον πρωτότυπος μαρξιστής θεωρητικός του αιώνα… Η “σκέψη του Μάο”… αποτελεί αδιαμφισβήτητη ποιοτική εξέλιξη σε σχέση με τους Μαρξ και Λένιν… Είναι ορθό να αναγνωρίσουμε στη λεγόμενη “συμμορία των τεσσάρων”… την ουσιαστική κατά βάθος ορθότητα ερμηνείας της σκέψης του Μάο Τσε Τουνγκ».
Αποψιλώνοντας και ερημώνοντας έτσι τη μαρξιστική παράδοση, ο Πρέβε προχώρησε παραπέρα για να αρνηθεί την ικανότητα της εργατικής τάξης να υπερβεί τον καπιταλισμό. Φρόντισε μάλιστα να ξεκαθαρίσει και τον προμαρξιστικό φιλοσοφικό στοχασμό από κάθε στοιχείο που μπορεί να παραπέμπει σε μια τέτοια ιδέα, ιδιαίτερα στη διαλεκτική του Αριστοτέλη και του Χέγκελ. «Η “αρχή κίνησης” της εργατικής τάξης, δηλαδή η “φύσις” της, είναι μια αρχή αντίστασης στην απόσπαση της υπεραξίας, όχι μια αρχή σφαιρικής επανίδρυσης ενός εναλλακτικού τρόπου παραγωγής… Τόσο ο Αριστοτέλης, όσο και ο Χέγκελ, έχουν στην ουσία προϋπόθεση την οντολογική υπόσταση της υποκειμενικότητας… [Όμως] η εργατική τάξη δεν είναι επ’ ουδενί λόγω της “ουσίας” της επαναστατική (η επαναστατικότητα είναι ένας προσδιορισμός αποκλειστικά άμεσος της συνείδησης)», ήταν η κλασική συνόψισή του αυτών των προτάσεων, η ουσία της οποίας συνίστατο στο να εγγυηθεί στο όνομα του κομμουνισμού τη φυσική ανικανότητα της εργατικής τάξης για επανάσταση.
Ο επίλογος του Πρέβε στη συλλογή της «Ελευθεροτυπίας» αναμασά στην ουσία τις ίδιες παλιές ιδέες του. Έτσι πληροφορούμαστε ότι «η ιστορία διαψεύδει» τη θέση του Μαρξ για την «υποτιθέμενη αποκλειστική επαναστατική ικανότητα της εργατικής… τάξης», αφού η τελευταία «ενσωματώνεται στον καπιταλισμό» (σελ. 190), ότι «Ο Λένιν… ήταν ιδεολογικός (και συνεπώς ελάχιστα μαρξικός» (σελ. 186) και ότι «δεν χρειάζονται μαρξιστικά επιχειρήματα για να νομιμοποιηθεί» η Οκτωβριανή Επανάσταση, «μιας και αρκούν τα επιχειρήματα της μεγάλης αστικής σκέψης του κλασικού διαφωτισμού» (σελ. 184).
Η διαφορά ανάμεσα στον Πρέβε και τον Φιρέ τελικά συνίσταται σε τούτο: ότι τα ίδια περίπου πράγματα που ο Φιρέ λέει σαν δηλωμένος εχθρός του κομμουνισμού, ο Πρέβε τα λέει από υποτιθέμενη συμπάθεια για τον κομμουνισμό. Είναι όμως αδύνατο να μην αντιληφθεί κανείς την υποκρισία μιας τέτοιας συμπάθειας.
Η προσωπική διαδρομή του Φιρέ δίνει ένα μοντέλο του ρόλου και της εξέλιξης των σύγχρονων φιλοσταλινικών θεωρητικών. Ο Φιρέ ξεκίνησε ως “κομμουνιστής”, το 1949 έγινε μάλιστα μέλος του Γαλλικού ΚΚ, από το οποίο αποχώρησε το 1956. Ο Δάγκας αναφέρει ότι πήρε μέρος στη γαλλική Αντίσταση το 1944, αν και αυτό δεν μνημονεύεται σε βιογραφίες του στο Διαδίκτυο. Ωστόσο, όπως πολλοί άλλοι, ο Φιρέ δεν έκανε καμιά διάκριση ανάμεσα στην Οκτωβριανή Επανάσταση και το σταλινισμό, ώστε η θητεία του στο σταλινοποιημένο κομμουνιστικό κίνημα έγινε εφαλτήριο για τη μεταπήδηση σε αντιδραστικές αστικές θέσεις.
Μια ταυτόσημη ουσιαστικά πορεία ακολουθούν οι νεοσταλινικοί διανοούμενοι, τύπου Δάγκα, Μαργαρίτη, Σκαλιδάκη, κ.ά. Όλοι αυτοί έρχονται στο κομμουνιστικό κίνημα για να αποκτήσουν προοδευτικά εύσημα, ενώ στη βαθύτερη θεώρησή τους είναι συντηρητικοί, στατικοί τύποι, που φοβούνται και απεχθάνονται την επανάσταση. Για τους συγκεκριμένους θεωρητικούς, το κομμουνιστικό, επαναστατικό κίνημα είναι βασικά ένας χώρος προώθησης της ατομικής καριέρας τους και αντιλαμβάνονται ότι το παραμέρισμα της αυθεντικής μαρξιστικής παράδοσης, στο πρόσωπο των Τρότσκι, Γκράμσι, Μπουχάριν, κ.ά., αποτελεί όρο για τη δική τους ευδοκίμηση. Φυσικά, οι ίδιοι μπορεί να κολακεύουν τους εαυτούς τους ότι, απέναντι σε ασημαντότητες όπως ο Τρότσκι ή ο Μπουχάριν, εκπροσωπούν τη γνήσια επαναστατική και κομμουνιστική άποψη. Στην πράξη όμως δεν κάνουν άλλο από το να εκπληρώνουν και να φέρνουν στο κίνημα τις κατευθύνσεις της αστικής ιδεολογίας στο παρόν στάδιο, επιβεβαιώνοντας ταυτόχρονα το ρόλο του νεοσταλινισμού ως βοηθού στο έργο της, είτε πρόκειται για τους ίδιους, είτε για την ανερμάτιστη ηγεσία του ΚΚΕ που τους υποθάλπει, για τη δική της αντιδραστική αυτό-δικαίωση.
Η συκοφάντηση και η παραχάραξη της μαρξιστικής παράδοσης ώστε να εμποδιστεί η σύνδεσή της με τη σύγχρονη πράξη, είναι το ζητούμενο από την άποψη της αστικής ηγεμονίας, γιατί σημαίνει ότι στις επερχόμενες κρίσεις δεν θα μπορέσει να δοθεί επαναστατική διέξοδος. Και ο νεοσταλινισμός λειτουργεί ως δεκανίκι της στο έργο αυτό. Στην προσπάθειά τους να φανούν «ριζοσπάστες» μπροστά στην όξυνση της κρίσης, οι θεωρητικοί μας δεν κάνουν άλλο από το να αναπτύσσουν και να φέρνουν στο προσκήνιο τα αντιδραστικά στοιχεία και τις προλήψεις της θεώρησής τους, μεταβαπτίζοντάς τα σε «επαναστατικά».
Μια σύγκριση με την παλιότερη έκδοση της «Ελευθεροτυπίας» για τα 90χρονα της Οκτωβριανής Επανάστασης το 2007, η οποία, μαζί με διάφορα άρθρα των Λεοντιάδη, Δάγκα, Μαργαρίτη, που τηρούσαν μια στοιχειώδη ευπρέπεια, περιείχε μερικές αξιόλογες συνεισφορές άλλων θεωρητικών, είναι ενδεικτική αυτής της εξέλιξης10. Ρίχνει φως στην αδυναμία του συστήματος, σε συνθήκες κρίσης, να ανεχθεί ακόμη και μια αμερόληπτη, αντικειμενική ματιά στην εμπειρία της επανάστασης, την οποία αν θα περίμενε κανείς από μια εφημερίδα, είναι από την «Ελευθεροτυπία». Το «δις εξαμαρτείν» της, πέρα από ένα ατόπημα, αποτελεί έτσι ταυτόχρονα ένα σύμπτωμα των αντιδραστικών τάσεων στο πολιτικό και ιδεολογικό εποικοδόμημα.
Ανάμεσα σε θεωρητικούς όπως οι Δάγκας, Πρέβε από τη μια και οι Μαρκέτος, Παλούκης από την άλλη, υπάρχει βέβαια σημαντική υποκειμενική διαφορά, που συνίσταται σε τούτο: ότι οι τελευταίοι στέκουν στην αρχή του λαθεμένου δρόμου που έχουν πλήρως διανύσει οι πρώτοι και φιλοδοξούν πράγματι να πουν κάτι βάσιμο και αξιόλογο. Ωστόσο, η διαφορά αυτή θα μένει στο επίπεδο των καλών ατομικών προθέσεων, για όσο δεν συνοδεύεται από μια ειλικρινή παραδοχή και διόρθωση των αδυναμιών τους. Το καθήκον των μαρξιστών και των προοδευτικών διανοούμενων γενικότερα δεν είναι να ανοίγουν το δρόμο στα λάθη που γενικεύουν άλλοι, αλλά η υπεράσπιση και δημιουργική συνέχιση της μαρξιστικής κληρονομιάς.
1. Βλέπε Χρ. Κεφαλή, Για το αφιέρωμα της «Ελευθεροτυπίας» Οι Δίκες της Μόσχας, στο http://www.marxismos.com/content/view/1151/28/.