Διατροφική κρίση: κοινωνία, βιοποικιλότητα, περιβάλλον - Γιάννης Τόλιος

Διατροφική κρίση: κοινωνία, βιοποικιλότητα, περιβάλλον

του Γιάννη Τόλιου*

Εισαγωγή


Το νέο μεγάλο κύμα ανατιμήσεων στα τρόφιμα το 2010-11, ξεπέρασε σε πολλές περιπτώσεις το προηγούμενο «κύμα» του 2007-08 και οδηγεί σε νέες εξεγέρσεις πεινασμένων κυρίως σε αναπτυσσόμενες χώρες και στην υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου των λαϊκών στρωμάτων στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Όλα δείχνουν ότι η «διατροφική κρίση» με την ένταση, το βάθος και τη διάρκεια που παρουσιάζει, πέρα από έκτακτους και συγκυριακούς παράγοντες, έχει μονιμότερες αιτίες που συνδέονται με τη γενικότερη οικονομική κρίση και την άκρατη χρηματιστηριακή κερδοσκοπία τραπεζών και πολυεθνικών εταιριών, δείχνοντας τα όρια του σημερινού συστήματος και του κυρίαρχου μοντέλου παραγωγής τροφίμων.


Για να δώσουμε μια εικόνα της κατάστασης των τελευταίων χρόνων, οι τιμές των σιτηρών στην διεθνή αγορά στο διάστημα Μάρτιος ’07-Μάρτιος ’08, αυξήθηκαν κατά 130%, οι τιμές του ρυζιού κατά 80%, ενώ του καλαμποκιού κατά 35%. Οι χώρες που εξαρτώνται από εισαγωγές τροφίμων έχουν αυξήσει απότομα τις δαπάνες για τρόφιμα, ενώ οι φτωχές οικογένειες αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα γιατί δεν μπορούν να αγοράσουν τα βασικά μέσα συντήρησης. Σε πολλές χώρες οι τιμές των δημητριακών διπλασιάστηκαν ή τριπλασιάστηκαν και έγιναν αιτία μεγάλων διαδηλώσεων και βίαιων επεισοδίων, όπως στην Αϊτή, Καμερούν, Αίγυπτο, Σομαλία, Φιλιππίνες, κ.ά.

 


Από την άλλη, σύμφωνα με νεότερα στοιχεία του «Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας» του ΟΗΕ (FAO), η τιμή του σταριού το 2010 αυξήθηκε κατά 47%, του καλαμποκιού 50%, της σόγιας 34% και προβλέπεται να αυξηθούν περαιτέρω. Επίσης σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, το καλοκαίρι του 2011 οι τιμές των ειδών διατροφής σε παγκόσμια κλίμακα είχαν αυξηθεί κατά 33% σε σχέση με πέρυσι, ενώ οι τιμές πετρελαίου κατά 45% όπως και οι τιμές των λιπασμάτων. Στα μέσα του 2010 στο χρηματιστήριο εμπορευμάτων του Σικάγου, ένα «μπούσελ» σιτάρι (μονάδα μέτρησης δημητριακών) κόστιζε 5,5 $ και στις αρχές 2011 κόστιζε 8,2 $, δηλαδή 50% ακριβότερο. Αντίστοιχα το καλαμπόκι από 4 $ ανέβηκε στα 6,6 $ (+70%) και η σόγια από 9 σε 14 $ (+50%)1.
Η διατροφική κρίση συνδέεται βέβαια στενά με τη γενικότερη περιβαλλοντική κρίση, αποτυπώνοντας και οξύνοντας τις καταστροφικές επιδράσεις της καπιταλιστικής λογικής του κέρδους στο περιβάλλον, στη σχέση του ανθρώπου με τη φύση και την παραγωγική δραστηριότητα. Στο παρόν άρθρο θα αναλύσουμε μια σειρά αιτίες και όψεις της διατροφικής κρίσης, όπως η διαγραφόμενη απειλητική κατάσταση στις χώρες του Τρίτου Κόσμου αλλά πλέον και τις καπιταλιστικές μητροπόλεις, οι επιπτώσεις της κερδοσκοπίας των πολυεθνικών κολοσσών και άλλων επιβαρυντικών παραγόντων, ο ρόλος των βιοκαυσίμων και των μεταλλαγμένων, η κατάσταση στον τομέα των τροφίμων στην Ελλάδα και η εναλλακτική οικοσοσιαλιστική πρόταση της τροφικής αυτάρκειας.

 

1. Χαρακτήρας, αιτίες, προεκτάσεις της «διατροφικής κρίσης»


Ο όρος «διατροφική κρίση», συνδέεται τόσο με θέματα παραγωγής και επάρκειας τροφίμων, όσο και με θέματα ακρίβειας, ποιότητας τροφίμων, διατροφικής ασφάλειας και χρηματιστηριακής κερδοσκοπίας, καθώς και με τη βιώσιμη ανάπτυξη, τη βιοποικιλότητα και την προστασία του περιβάλλοντος. Το διατροφικό πρόβλημα δεν είναι βέβαια καινούργιο. Στις αρχές της νέας χιλιετίας, σύμφωνα με έκθεση του ΟΗΕ για την «ανθρώπινη ανάπτυξη», πάνω από 850 εκατ. άτομα, κυρίως στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες, πεινούσαν, ενώ το 2010 είχαν ξεπεράσει το 1,2 δισεκατομμύρια. Οι αλλεπάλληλες εξεγέρσεις πεινασμένων σε δεκάδες χώρες δείχνουν ότι το πρόβλημα οξύνεται. Οι αυξήσεις των τιμών πάνω από 60% στα τρόφιμα τα δύο τελευταία χρόνια, σημαίνουν ότι όσοι ζουν με 1 δολάριο την ημέρα πρέπει να κόψουν στο μισό τη διατροφή τους, με αποτέλεσμα υποσιτισμό, ασθένειες και θανάτους από ασιτία. Αν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα, οι πεινασμένοι στην τρέχουσα δεκαετία θα ξεπεράσουν το 1,5 δισεκατομμύριο άτομα, σε σύνολο 7 δισεκατομμυρίων ανθρώπων του πλανήτη.


Ορισμένοι αναλυτές αποδίδουν τις αυξήσεις των τιμών στα τρόφιμα στις κακές σοδειές λόγω κλιματικών αλλαγών (ξηρασία, πλημμύρες, κ.ά.), στην ανατίμηση του πετρελαίου, την αύξηση της ζήτησης δημητριακών για παραγωγή βιοκαυσίμων, την αύξηση της ζήτησης τροφίμων από την Κίνα και την Ινδία, την αύξηση του πληθυσμού της Γης, κ.ά. Προβλέπουν μάλιστα ότι αν δεν βρεθούν τρόποι να αυξηθεί η παραγωγή, οι πεινασμένοι θα ξεπεράσουν τα 2 δισεκατομμύρια το 20502. Ωστόσο για την ερμηνεία του φαινομένου δεν επαρκούν οι αναφορές σε συγκυριακές ή εξωγενείς αιτίες. Χρειάζεται να πάμε βαθύτερα στους παράγοντες που συνδέονται με το όλο σύστημα παραγωγής, ανταλλαγής, κατανομής και κατανάλωσης των παραγόμενων τροφίμων.


Ειδικότερα, σημαντικό ρόλο στις ανατιμήσεις παίζει η κερδοσκοπία στα διεθνή χρηματιστήρια εμπορευμάτων, λόγω υπαρκτών ή τεχνητών ελλείψεων3. Συγκεκριμένα λόγω της χρηματοπιστωτικής κρίσης, οι κερδοσκόποι μετακινήθηκαν από τα διάφορα χρηματιστηριακά «προϊόντα» (μετοχές, ομόλογα, swaps, CDS, κ.ά.), σε υλικές αξίες (εμπορεύματα, πολύτιμα μέταλλα, πρώτες ύλες, αγροτικά προϊόντα, κ.ά.), με αποτέλεσμα την ένταση της κερδοσκοπίας σε αυτά. Αξίζει να σημειωθεί σχετικά ότι ενώ το 2003 στα διεθνή χρηματιστήρια εμπορευμάτων ήταν τοποθετημένα 12 δις $, στο τέλος του 2008 οι τοποθετήσεις υπερέβαιναν τα 30 δις $4.


Τα κερδοσκοπικά παιγνίδια εντείνονται από την ισχυρή θέση που κατέχουν οι μεγάλες πολυεθνικές εταιρίες τροφίμων και οι αλυσίδες super-markets, σε βασικούς κρίκους της παραγωγής, επεξεργασίας και διακίνησης αγροτικών προϊόντων και ειδών διατροφής5, με αποτέλεσμα να καθορίζουν τις τιμές, αξιοποιώντας άλλοτε τη μεγαλύτερη ζήτηση και άλλοτε καταφεύγοντας σε αποθεματοποιήσεις και στη δημιουργία τεχνητών ελλείψεων. Κάτι ανάλογο ισχύει και στον τομέα των αγροτικών εισροών (αγροεφόδια) σε βάρος παραγωγών και σε όφελος των πολυεθνικών εταιριών.


Κατά συνέπεια, το πρόβλημα δεν είναι γενικά η «έλλειψη» τροφίμων, αλλά ο άνισος τρόπος κατανομής τους και ο έλεγχος της διακίνησής τους, παράλληλα με τη χρηματιστηριακή κερδοσκοπία των μεγάλων εταιριών. Σύμφωνα με τον FAO (Food and Agriculture Organization, Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ), τα παραγόμενα σήμερα τρόφιμα αρκούν για να θρέψουν όλο τον πληθυσμό της Γης, ακόμα κι αν έφθανε 12 δισεκατομμύρια άτομα! Όπως επισημαίνουν μελετητές, το παράδοξο της ύπαρξης πλεονασμάτων τροφής και πεινασμένων-υποσιτιζόμενων ανθρώπων, αποτελεί δομικό στοιχείο του υφιστάμενου μοντέλου παραγωγής και διανομής. Η υπαγωγή κάθε ανθρώπινης ανάγκης και δραστηριότητας στο μηχανισμό της συσσώρευσης κεφαλαίου, έχει ως αποτέλεσμα η αγοραστική δύναμη να αντικαθιστά ολοένα και περισσότερο τα ανθρώπινα δικαιώματα6.


Σοβαρός παράγοντας έλλειψης τροφίμων και αύξησης των τιμών, είναι η νεοφιλελεύθερη πολιτική στον αγροτικό τομέα, τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και στο διεθνές εμπόριο. Συγκεκριμένα, οι ρυθμίσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) και οι περιφερειακές συμφωνίες «ελεύθερου εμπορίου» (free trade agreements), λειτουργούν ως «ακήρυκτος πόλεμος» κατά των μικρών παραγωγών7. Η φιλελευθεροποίηση των αγροτικών σχέσεων, δηλαδή η πολιτική απορρύθμισης και ενίσχυσης του ρόλου των αγορών, οδηγεί σε ένταση της «εμπορευματοποίησης» της αγροτικής παραγωγής και στον οικονομικό καταναγκασμό των αγροτών, να παράγουν για λογαριασμό των πολυεθνικών εταιριών και των αλυσίδων super-markets, με όρους παγκόσμιας αγοράς. Ωστόσο, η επικέντρωση της αγροτικής παραγωγής στις εξαγωγές, μειώνει την παραγωγή τροφίμων για τις ανάγκες του τοπικού πληθυσμού, αποδιαρθρώνει τις τοπικές κοινωνίες και εντείνει την εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση εκατομμυρίων αγροτών που ζουν σε «γκέτο» μεγάλων πόλεων υπό άθλιες συνθήκες8. Η πολιτική αυτή εντείνεται από τις δεσμεύσεις που επιβάλλει, στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες το ΔΝΤ, για παραγωγή τροφίμων με στόχο τις εξαγωγές προς εξεύρεση συναλλάγματος και εξόφληση του δημόσιου εξωτερικού χρέους. Παράλληλα, οι πρακτικές «ντάμπινγκ» που ακολουθούν οι αναπτυγμένες χώρες (εξάγουν τρόφιμα σε χαμηλές τιμές μέσω εξαγωγικών επιδοτήσεων), χτυπούν την ντόπια παραγωγή και εντείνουν τη διατροφική εξάρτηση των αναπτυσσόμενων9, εκβιάζοντας στη συνέχεια την παραχώρηση ευνοϊκών ρυθμίσεων, για επενδύσεις, βιομηχανικά προϊόντα, πατέντες, αγορά όπλων κ.ά., ενώ οι εθνικές κυβερνήσεις απέχουν από παρεμβάσεις και ρυθμίσεις στην αγορά, προκειμένου να προστατευθούν παραγωγοί και καταναλωτές από τις απότομες διακυμάνσεις των τιμών.


Η διατροφική κρίση και οι μεγάλες ανατιμήσεις τροφίμων, δεν αφορούν μόνο τις αναπτυσσόμενες αλλά και τις αναπτυγμένες χώρες. «Η πείνα που πιστεύαμε ότι εξαλείφθηκε γυρίζει στην Ευρώπη», επισημαίνουν με ανακοίνωσή τους οι αγροτικές ευρωπαϊκές οργανώσεις COPA και COGECA, με αποτέλεσμα 74 εκατ. πολίτες της ΕΕ να ζουν σήμερα κάτω από το όριο της φτώχειας. Από την άλλη, η μείωση της παραγωγής δημητριακών και άλλων αγροτικών προϊόντων, εξαιτίας των ρυθμίσεων της νέας ΚΑΠ (κοινής αγροτικής πολιτικής), σε συνδυασμό με την απότομη αύξηση του κόστους παραγωγής (ανατίμηση ενέργειας, λιπασμάτων και ζωοτροφών), πλήττουν σκληρά τους μικρομεσαίους παραγωγούς. Η κατάσταση γίνεται δυσκολότερη στον ευρωπαϊκό νότο, όπου τα κυριότερα «μεσογειακά προϊόντα» (λάδι, ελιές, κρασί, οπωροκηπευτικά, κ.ά.), πλήττονται από τα μέτρα αναδιάρθρωσης της ΚΑΠ οδηγώντας σε μεγάλη μείωση της παραγωγής. Η ελληνική ύπαιθρος και συνολικά η ελληνική κοινωνία, βιώνει την τελευταία πενταετία τις δραματικές συνέπειες της συγκεκριμένης πολιτικής.


Η απότομη άνοδος της τιμής των τροφίμων, αποτελεί μεγάλη ευκαιρία υψηλών κερδών για τους εμπόρους, κερδοσκόπους και μεταποιητές, σε βάρος των λαϊκών καταναλωτών και των μικρομεσαίων παραγωγών. Ακόμα κι οι παραγωγοί σιτηρών παρά τις ανατιμήσεις, πολύ λίγο ωφελούνται, γιατί το μεγαλύτερο μέρος των αυξήσεων πάνε στις εταιρίες-ενδιάμεσους που αγοράζουν και επεξεργάζονται τα σιτηρά για την παραγωγή ειδών διατροφής. Ιδιαίτερα σκληρά πλήττονται από τις ανατιμήσεις ζωοτροφών (στάρι, καλαμπόκι, πίτουρα, κ.ά.) τα τελευταία χρόνια οι κτηνοτρόφοι: οι «τιμές παραγωγού» στο γάλα και το κρέας που καθορίζουν τα διάφορα «καρτέλ», παραμένουν σχεδόν στα ίδια επίπεδα, ενώ στην κατανάλωση πωλούνται πανάκριβα. Ανάμεσα στα θύματα της ανόδου των τιμών είναι οι εργάτες γης, οι εργαζόμενοι με συμβόλαια παραγωγής και οι οικονομικοί μετανάστες, καθώς και τα φτωχά λαϊκά στρώματα στις πόλεις, οι περιθωριακές κοινωνικές ομάδες, άνεργοι, άστεγοι, κ.ά., που ξοδεύουν 80-90% του εισοδήματός τους στη διατροφή.


Επίσης σημαντικός παράγοντας επιδείνωσης της «διατροφικής κρίσης», είναι οι ανατιμήσεις πετρελαίου και η στροφή της ζήτησης αγροτικών προϊόντων για την παραγωγή «βιοκαυσίμων» ή ορθότερα «αγροκαυσίμων». Τελευταία, πολλές πολυεθνικές από ισχυρές χώρες (ΗΠΑ, ΕΕ, κ.ά.), για οικονομικούς και υποτιθέμενους περιβαλλοντικούς λόγους, έχουν περάσει στην ανάπτυξη της παραγωγής «βιοντίζελ» (πετρελαίου) και «βιοαιθανόλης» (βενζίνης), με επιχορηγήσεις επενδύσεων από το κράτος, αποκαλύπτοντας την υποκρισία των νεοφιλελεύθερων θεωρητικών ότι οι επιδοτήσεις στους αγρότες στρεβλώνουν τους κανόνες ανταγωνισμού. Ως αποτέλεσμα, μεγάλο μέρος των καλλιεργούμενων εκτάσεων καλύπτεται με προϊόντα παραγωγής «βιοκαυσίμων» (καλαμπόκι, σόγια, λιναρόσπορο), μειώνοντας αντίστοιχα την παραγωγή ειδών διατροφής. Η στροφή στα «βιοκαύσιμα» εντείνει από την άλλη την αναζήτηση νέων εκτάσεων και μοιραία οδηγεί σε εκχερσώσεις και καταστροφή δασών, ενίσχυση του μοντέλου της εντατικής γεωργίας και της χρήσης αγροχημικών, αύξηση της εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα, ένταση του φαινομένου θερμοκηπίου, επιτάχυνση των κλιματικών αλλαγών, αύξηση ξηρασίας και πλημμυρών, κοκ10. Παρότι ο ρόλος των βιοκαυσίμων στην διατροφική κρίση παραμένει ακόμα σχετικά μικρός11, δημιουργείται ηθικό πρόβλημα όταν εκατομμύρια άνθρωποι στον πλανήτη λιμοκτονούν. Κατά τον υπουργό οικονομικών της Ινδίας Σιταμπάραμ, η συγκεκριμένη επιλογή ισοδυναμεί με «έγκλημα κατά της ανθρωπότητας» και θα πρέπει άμεσα να σταματήσει12.

Σημειώσεις


1. Εξπρές, 14.1.11 και Αγροτικός Συνεργατισμός, Σεπτέμβρης ’11, σελ. 24.
2. Το Economist (24.2.11) αναφέρει ότι τα ακραία καιρικά φαινόμενα σε χώρες εξαγωγείς αγροτικών προϊόντων (Ρωσία, Αργεντινή, κ.ά.), οι πλημμύρες στον Καναδά και στο Πακιστάν, οι αλλαγές στις διατροφικές συνήθειες Κίνας και Ινδίας, η αύξηση των μεγαλουπόλεων στις αναπτυσσόμενες χώρες, μείωση αγροτικού πληθυσμού, κ.ά., έχουν οδηγήσει σε υστέρηση της αύξησης της παραγωγής τροφίμων ως προς τη ζήτηση, θέτοντας το ερώτημα κατά πόσο ο πλανήτης θα μπορέσει να διαθρέψει 9 δισεκατομμύρια πληθυσμό το 2050 όταν σήμερα δεν μπορεί να διαθρέψει 7 δισεκατομμύρια. www.economist.com.
3. Η παγκόσμια παραγωγή σιτηρών το 2007/2008 υπολογίζεται σε 2.108 εκατ. τόνους (+4,7% σε σχέση με το 2006/2007). Η αύξηση ήταν αρκετά πάνω από το μέσο όρο της τελευταίας δεκαετίας (2%). Η μέση κατανάλωση δημητριακών για παραγωγή τροφίμων το 2007/2008 υπολογίζεται σε 1009 εκατ. τόνους (αύξηση 1%), για ζωοτροφές 756 εκατ. τόνους (αύξηση 2%) και για άλλες χρήσεις 364 εκατ. τόνους, μεταξύ των οποίων και για «αγροκαύσιμα», ενώ τα παγκόσμια αποθέματα υπολογίζονται σε 405 εκατ. τόνους (μείωση 5%). Η μικρή υστέρηση της αύξησης της προσφοράς σε σχέση με τη ζήτηση, μπορεί άνετα να αντιμετωπιστεί, μακριά από τα κερδοσκοπικά παιγνίδια και να εξασφαλιστούν σταθερές τιμές σε παραγωγούς και καταναλωτές.
4. Έθνος, 28.1.11.
5. Για πιο αναλυτικά βλέπε Γ. Τόλιος (2009), Περιβάλλον και Αγροτική Πολιτική σε συνθήκες Παγκοσμιοποίησης. Εναλλακτική Πολιτική Αυτοδυναμίας Τροφίμων, εκδ. ΚΨΜ, Αθήνα, σελ. 47-73.
6. Για μεγαλύτερη ανάλυση βλέπε, Ευάγγελος Νικολαΐδης: Γεωργία, Περιβάλλον, Διατροφή, Η Ελληνική Γεωργία στο Παγκόσμιο Αγροτοδιατροφικό Σύστημα, Εκδόσεις Παπαζήσης, Αθήνα, 2010.
7. Στα πλαίσια των συμφωνιών του ΠΟΕ, υπάρχει δέσμευση για φιλελευθεροποίηση της αγοράς αγροτικών προϊόντων, με μείωση δασμών (σημαντική απώλεια δημοσιονομικών εσόδων των αναπτυσσομένων χωρών) και εισαγωγές τουλάχιστον στο 5% της εγχώριας κατανάλωσης.
8. Οι εικόνες εξαθλιωμένων από λιμό σε χώρες της Αφρικής, δεν είναι άσχετες από τις πολιτικές που προωθούν οι πολυεθνικές και η Παγκόσμια Τράπεζα. Η τελευταία διευκολύνει την αγορά τεράστιων εκτάσεων γης από ιδιωτικές εταιρίες, για παραγωγή αγροτικών προϊόντων με στόχο τις εξαγωγές παρά για τις ανάγκες του τοπικού πληθυσμού. Στην Αιθιοπία, μια χώρα που πλήττεται από λιμό, το 2008 η κυβέρνηση διέθεσε 3.500.000 στρέμματα σε ξένες ιδιωτικές εταιρίες και θα παραχωρήσει άλλα 250.000 το 2012 (Ελευθεροτυπία, 16.10.11). Το αποτέλεσμα είναι ο εκτοπισμός των μικρών αγροτικών εκμεταλλεύσεων με πολυάριθμο αγροτικό πληθυσμό από λίγα μεγάλα αγροκτήματα που απασχολούν λίγους εργάτες γης, διώχνοντας χιλιάδες ξεριζωμένους στις πόλεις. Παράλληλα, με την εφαρμογή της «συμβολαιακής γεωργίας» μετατρέπουν μεγάλο μέρος του αγροτικού πληθυσμού σε ένα νέο είδος «δουλοπάροικων», πλήρως εξαρτημένων από τις «αγρο-διατροφικές» εταιρίες.
9. Σύμφωνα με στοιχεία του FAO, το διατροφικό έλλειμμα των χωρών της Δυτικής Αφρικής, αυξήθηκε κατά 81% στη δεκαετία 1995-2004. Την ίδια περίοδο, οι εισαγωγές δημητριακών αυξήθηκαν κατά 102%, ζάχαρης 83%, γαλακτοκομικών 152% και στα πτηνοτροφικά κατά 500%. Ωστόσο, η περιοχή έχει μεγάλες δυνατότητες παραγωγής τροφίμων και υποκατάστασης εισαγωγών, με προϋπόθεση την εφαρμογή πολιτικής που αντιβαίνει τα δόγματα της «ελευθερίας των αγορών».
10. Η παραγωγή «αγροκαυσίμων» (agrofuels) με τη χρήση αγροτικών προϊόντων, παρά τις προσδοκίες που δημιούργησε για την απασχόληση των αγροτών και για μείωση της περιβαλλοντικής ρύπανσης, γρήγορα αποδείχτηκε ότι έχει πολύ περιορισμένα οφέλη, ενώ οι κοινωνικές και περιβαλλοντικές συνέπειες ήταν άκρως αρνητικές. Γι’ αυτό χρειάζεται άμεσα να «παγώσει» η παραγωγή τους και να αναζητηθούν νέες πηγές ενέργειας, κυρίως ανανεώσιμες (αιολική, φωτοβολταϊκά, υδρογόνο, κ.ά.).
11. Σύμφωνα με το «αμερικανικό ομοσπονδιακό γραφείο γεωργίας», το 50% της ανόδου των τιμών στα τρόφιμα οφείλεται στην αύξηση των τιμών του πετρελαίου και 15% στην παραγωγή βιοκαυσίμων, ενώ από πλευράς όγκου παραγωγής, μόνο το 1% προς το παρόν της παγκόσμιας παραγωγής σιτηρών χρησιμοποιείται για «αγροκαύσιμα».
12. Financial Times, 6.5.08.

*Ο Γιάννης Τόλιος είναι διδάκτωρ οικονομικών επιστημών.

 

Προσθήκη νέου σχολίου


Κωδικός ασφαλείας
Ανανέωση