Το «κίνημα των πλατειών»: η νέα ελπίδα και τα προσωρινά όριά του

 

Το «κίνημα των πλατειών»:

η νέα ελπίδα και τα προσωρινά όριά του

 

του Ανδρέα Κλόκε*

 

Ένα χρόνο μετά την επιβολή του Μνημονίου και των αντεργατικών και αντικοινωνικών μέτρων η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, ακόμη και με καπιταλιστικά κριτήρια, επιδεινώθηκε σημαντικά. Οι μισθοί μειώθηκαν, προκαλώντας γενικευμένη κρίση στην αγορά. Ταυτόχρονα, το δημόσιο χρέος, που χρησίμευσε ως πρόσχημα για τη λήψη αυτών των μέτρων, αυξήθηκε, ενώ τα έσοδα του κράτους είναι πολύ κάτω από τις προσδοκίες της κυβέρνησης.

Από τις 5 Μαΐου 2010 αρκετοί εργατικοί αγώνες και γενικές απεργίες έλαβαν χώρα, χωρίς όμως σημαντικά αποτελέσματα. Παράλληλα ένας μεγάλος αριθμός αγώνων άλλων κοινωνικών κινημάτων, όπως η απεργία πείνας των 300 μεταναστών, που απαιτούσαν τη νομιμοποίησή τους, η πάλη του λαού στην περιοχή της Κερατέας κατά της εγκατάστασης μιας χωματερής εκεί, έδειξε στην πράξη ότι η κοινωνική αντίσταση ενάντια στην πολιτική του Μνημονίου και της Τρόικας μπορεί να επιτύχει όχι ασήμαντες νίκες. Και το κίνημα «Δεν πληρώνω» ξεκίνησε από το φθινόπωρο του 2010 τον αγώνα κατά της αύξησης των τιμών που επέβαλε η κυβέρνηση σε όλες σχεδόν τις δημόσιες υπηρεσίες.

Όταν η κυβέρνηση εμφανίστηκε μετά από ένα χρόνο της πιο άγριας λιτότητας και δήλωσε ανερυθρίαστα ότι τα προηγούμενα μέτρα δεν είχαν φέρει τα αναμενόμενα αποτελέσματα και νέα μέτρα έπρεπε να ληφθούν, η κοινωνική οργή ξέσπασε και χιλιάδες άνθρωποι, βλέποντας τι θα έφερναν τα μέτρα, αλλά και την ανικανότητα (ή μάλλον απροθυμία) της ηγεσίας των συνδικαλιστικών οργανώσεων να τα σταματήσουν, κατέλαβαν αυθόρμητα την Πλατεία Συντάγματος. Το νέο κίνημα, το «κίνημα των πλατειών», δημιούργησε νέες προοπτικές για την ταξική πάλη. Παρά τις αντιφάσεις του και τις σημαντικές αδυναμίες του ήταν μια εξέλιξη, που έφερε ελπίδα μετά από μια περίοδο πολλών μηνών, όπου η κοινωνική αντίσταση δεν βρήκε κανέναν κατάλληλο τρόπο να αποκρούσει τα μέτρα του Μνημονίου.

 


 

Πώς εμφανίστηκε και ποια χαρακτηριστικά είχε

το «κίνημα των πλατειών» στην πρώτη του φάση

Το νέο κίνημα ήταν εμπνευσμένο από τις αραβικές εξεγέρσεις που χρησιμοποίησαν σε μεγάλο βαθμό σύγχρονες τεχνολογίες (διαδίκτυο, κλπ) για να συντονίσουν τις δραστηριότητές τους. Το αραβικό κίνημα κατάφερε να διασχίσει τα εθνικά σύνορα και να «εισβάλει» στην Ευρώπη, όπως φοβούνταν οι Ευρωπαίοι καπιταλιστές. Η Ισπανία ήταν η πρώτη χώρα που μπήκε στο παιχνίδι, ακολούθησε η Ελλάδα με επίκεντρο την Αθήνα.

Αυτό το κίνημα παρουσιάζει, βέβαια, συχνά σημαντικές αδυναμίες: οι περισσότεροι συμμετέχοντες είχαν σχετικά χαμηλό επίπεδο πολιτικής συνείδησης και δεν διέθεταν σαφή πολιτική προοπτική. Ωστόσο, ήταν εξαιρετικά ογκώδες. Περισσότεροι από 300.000 άνθρωποι συμμετείχαν στην εκδήλωση διαμαρτυρίας της 5ης Ιουνίου στην Αθήνα, καθώς και σε σημαντικές συνελεύσεις σε άλλες ελληνικές πόλεις. Αν και ήταν αρχικά αρκετά θολό και ρευστό, ξεκίνησε από ένα σαφές αίτημα: την κατάργηση της πολιτικής του Μνημονίου και την αποχώρηση όλων όσων την έφεραν και τη στήριζαν.

Από την αρχή ήταν αρκετά φανερό ότι το «κίνημα των πλατειών» δεν είναι κανένα νέο πολιτικό υποκείμενο που θα μπορούσε να αντικαταστήσει την κεντρικότητα του εργατικού κινήματος. Είναι, ωστόσο, ένα πεδίο αλληλεπίδρασης μεταξύ των πρωτοποριών του κινήματος και των μαζών των καταπιεσμένων. Παρέχει στους καταπιεσμένους την εμπειρία της συλλογικής οργάνωσης (ειδικά σε κοινωνικές ομάδες που έχουν μικρή πιθανότητα να αποκτήσουν αλλιώς τέτοιες εμπειρίες), καθώς και την εμπιστοσύνη ότι μπορούν να πετύχουν κάποιες συγκεκριμένες, έστω περιορισμένες νίκες. Φαινόταν επίσης εξαρχής ότι μέσα από αυτό το κίνημα μπορούν να βγουν αρκετοί νέοι αγωνιστές και αγωνίστριες, που θα ενταχθούν στις γραμμές της κοινωνικής αντίστασης και μπορούν να κερδηθούν στον αγώνα για μια άλλη κοινωνία και τις ιδέες του επαναστατικού μαρξισμού.

Η κοινωνική σύνθεση του κινήματος των «αγανακτισμένων» μπορεί να περιγραφεί ως εξής:

– Άνεργοι ή επισφαλείς εργαζόμενοι, ένα μεγάλο μέρος των οποίων δεν έχει ουσιαστικά καμία εμπειρία στη συλλογική οργάνωση και δράση, ούτε στο παραδοσιακό συνδικαλιστικό κίνημα, ούτε στα αριστερά κόμματα ή κάπου αλλού.

– Μικροαστοί που βλέπουν το επίπεδο ζωής τους να πέφτει ραγδαία. Μερικές φορές αυτοί οι άνθρωποι καθορίζουν τα συμφέροντά τους αντίθετα με την κατάσταση των κατώτερων τάξεων. Είναι πολύ σημαντικό για μάς να χειριστούμε το πρόβλημα με σοβαρότητα και να αποδείξουμε ότι τα συμφέροντά τους συμπίπτουν με αυτά της εργατικής τάξης και όχι με των καπιταλιστών. Σκοπός μας πρέπει να είναι να σφυρηλατηθεί μια συμμαχία μεταξύ των καταστρεφόμενων μικροαστών και των εργαζομένων.

– Διάφορες «πατριωτικές» ομάδες που όμως δεν μπόρεσαν να καθορίσουν την κατεύθυνση του κινήματος.

– Απογοητευμένοι ψηφοφόροι των δύο μεγάλων κομμάτων, κυρίως ψηφοφόροι της Δεξιάς.

– Μέλη αριστερών κομμάτων και οργανώσεων (ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αναρχικοί / αυτόνομοι και άλλοι από την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά) με εξαίρεση το ΚΚΕ. Αυτό το στρώμα ήταν πλειοψηφικό στο «κάτω» μέρος της Πλατείας Συντάγματος και διαδραμάτιζε κεντρικό ρόλο στις «Λαϊκές Συνελεύσεις», που τον Ιούνη λάμβαναν χώρα σχεδόν κάθε βράδυ και διοργάνωναν διάφορες ομάδες εργασίας. Αυτές ασχολήθηκαν με συγκεκριμένα θέματα όπως απασχόληση / ανεργία, οικονομία, εκπαίδευση, ΜΜΕ κλπ., αλλά και με μορφές συλλογικής διαχείρισης του χώρου και της καθημερινότητας, όπως η συλλογική διατροφή, ιατρική φροντίδα, καθαριότητα κ.ά. Υπήρχε πάντα ο κίνδυνος να μετατραπεί η συνέλευση σε μια εσωτερική μάχη των αριστερών οργανώσεων. Αυτός ο κίνδυνος μπόρεσε να αποφευχθεί. Ένα σημαντικό τμήμα των αυτόνομων / αναρχικών συλλογικοτήτων ήταν απόν και κατήγγειλε την όλη διαδικασία, ενώ ένα άλλο μέρος συμμετείχε ενεργά, παρουσιάζοντας περισσότερο ή λιγότερο τους ίδιους περιορισμούς όπως οι περισσότερες από τις αριστερές οργανώσεις.

Για τα αρχικά πολιτικά χαρακτηριστικά του «κινήματος των πλατειών», μπορεί να ειπωθεί το εξής: Το κίνημα ήταν σαφώς αντίθετο με όλα τα πολιτικά κόμματα και με ό,τι υπάρχει ως οργανωμένο σχήμα. Μετά από μια βδομάδα κανονικής λειτουργίας των «Λαϊκών Συνελεύσεων» και των βραδινών διαμαρτυριών στο «πάνω» μέρος της πλατείας αυτή η αντίθεση στα συνδικάτα και στους απεργούς μειώθηκε αισθητά. Αυτή η αλλαγή ήταν αναμφίβολα μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της παρέμβασης της οργανωμένης αριστερής πτέρυγας του κινήματος. Η αρνητική στάση ενός μεγάλου μέρους του κινήματος απέναντι στα συνδικάτα, τα αριστερά κόμματα και τις οργανώσεις είχε και έχει βέβαια συγκεκριμένα αίτια, όπως η πολλές φορές αποκρουστική εικόνα του γραφειοκρατικοποιημένου συνδικαλιστικού κινήματος, που απεμπολεί εδώ και πολλά χρόνια ουσιαστικά όλους τους εργατικούς αγώνες. Επιπλέον, τα κόμματα της Αριστεράς (ΚΚΕ και ΣΥΝ / ΣΥΡΙΖΑ) αποδείχθηκαν ανίκανα να προτείνουν ένα κάπως πειστικό εναλλακτικό κοινωνικό σχέδιο, που θα μπορούσε να δείξει στο κίνημα τη διέξοδο έξω από τη βαθύτατη οικονομική, πολιτική και κοινωνική κρίση, στην οποία έχει εισέλθει η Ελλάδα ως «αδύναμος κρίκος» της ΕΕ και της ευρωζώνης. Παρ’ όλα αυτά, η αρχικά αρνητική ατμόσφαιρα στην Πλατεία Συντάγματος απέναντι στα κόμματα, τις οργανώσεις και τα συνδικάτα πρέπει να ερμηνευτεί μάλλον ως ένα από τα σαφώς συντηρητικά αντανακλαστικά του κινήματος. Η οργή ενάντια στον κοινοβουλευτισμό ήταν και είναι περισσότερο δικαιολογημένη και δείχνει σε ποιο βαθμό πλατιά στρώματα έχουν έρθει σε ρήξη με το υφιστάμενο πολιτικό-οικονομικό σύστημα.

Εν συντομία, το κίνημα έδειξε στην αρχή έναν εξαιρετικά αντιφατικό χαρακτήρα, που όμως μπορεί να εξηγηθεί με την ξαφνική εμφάνισή του και τη μαζική φύση του. Ωστόσο, η πορεία του ως το τέλος Ιούλη δεν παρουσίασε μεγαλύτερες ιδεολογικές και πολιτικές συγκρούσεις στο εσωτερικό του κινήματος αλλά περισσότερο μια σταθεροποίηση και ενοποίησή του απέναντι στην καταστολή από την κυβέρνηση και τις ορδές των ΜΑΤ. Ήταν, λοιπόν, σαφές ότι η καθημερινή συγκέντρωση των ανθρώπων στην Πλατεία Συντάγματος δημιούργησε ένα πολλά υποσχόμενο πεδίο για αριστερές, αντικαπιταλιστικές και επαναστατικές ιδέες. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι η συνείδηση των ατόμων που συμμετέχουν ενεργά στο κίνημα θα ωθηθεί οπωσδήποτε προς τα αριστερά και σε επαναστατική κατεύθυνση.

Από την άλλη πλευρά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το αίτημα για «άμεση δημοκρατία» και η αμφισβήτηση όχι μόνο της σημερινής κυβέρνησης αλλά και όλου του πολιτικού συστήματος σημαίνουν ότι η μέχρι τώρα υφιστάμενη μερική νομιμότητα της αστικής δημοκρατίας και των κύριων υποστηρικτών της έχει καταρρεύσει. Το μοντέλο και οι πρακτικές, όπου η εξουσία ασκείται για λογαριασμό του λαού, αλλά χωρίς τη συγκατάθεση ή τη συμμετοχή του, έχει αποτύχει στη συνείδηση ενός αυξανόμενου μεριδίου του πληθυσμού και αμφισβητείται ανοιχτά στους δρόμους. Οι δημοσκοπήσεις επιβεβαιώνουν ότι η κατηφορική τάση του ΠΑΣΟΚ και του δικομματισμού συνεχίζεται. Η αντικαπιταλιστική-επαναστατική Αριστερά έχει για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες τη δυνατότητα αλλά και το καθήκον να παρεμβαίνει σε ένα πλατύτερο μαζικό κίνημα, που ξεπερνάει το πλαίσιο μέχρι το 2008. Καλείται και πρέπει να αποσκοπεί στο να προτείνει τις ιδέες της στους εργαζομένους και στα πλατιά λαϊκά στρώματα και, λαμβάνοντας υπόψη τους περιορισμούς της, δηλαδή την αριθμητική και οργανωτική αδυναμία της, πρέπει να εστιαστεί σε κάποιες ιδιαίτερες ομάδες διαδηλωτών όπως οι άνεργοι, οι επισφαλείς εργαζόμενοι και η νεολαία. Έχει ιδιαίτερη σημασία να στραφεί ενάντια σε κάθε ενδεχόμενο εθνικιστικής, σοβινιστικής ή ρατσιστικής ερμηνείας των κοινωνικών προβλημάτων. Πρέπει να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να καταλάβει η ακροδεξιά, δυνάμεις σαν το ΛΑΟΣ και τη Χρυσή Αυγή, τη γενικευμένη αγανάκτηση και τον «κενό πολιτικό χώρο», που προκύπτει με τη μεγάλη πτώση του ΠΑΣΟΚ και του δικομματισμού. Η Αριστερά και ιδιαίτερα οι δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής-επαναστατικής Αριστεράς πρέπει να καταπολεμήσουν το πνεύμα της εθνικής ενότητας και της συναίνεσης καθώς και όλα τα πατριωτικά και ρατσιστικά αντανακλαστικά.

Η μεγάλη πρόκληση παραμένει η ενοποίηση του νέου κινήματος με τους εργατικούς αγώνες. Η αρχή έγινε στη διάρκεια της απεργίας της 4/6/2011, όταν η διαδήλωση των συνδικάτων έληξε στην Πλατεία Συντάγματος, και η συνεργασία συνεχίστηκε μέχρι τέλος Ιούνη. Έτσι τέθηκε βέβαια ένα άλλο βασικό σημείο παρέμβασης, δηλαδή η αναγκαιότητα διεύρυνσης της ταξικής ενότητας και ανεξαρτησίας. Πρέπει να λέμε διαρκώς ότι το φταίξιμο δεν πρέπει να ριχθεί στους εργαζομένους, που παίρνουν ακόμα έναν αξιοπρεπή μισθό, στους μετανάστες εργαζομένους, στους δημόσιους υπάλληλους κλπ. Είναι ακριβώς αυτό το παιχνίδι, που παίζει τώρα η κυβέρνηση, βρίσκοντας ηχώ σε καθόλου αμελητέα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας.

 

Η αυξανόμενη αστάθεια του διεθνούς καπιταλιστικού συστήματος

και η πορεία προς τις συγκρούσεις του Ιούνη στην Ελλάδα

Είναι χρήσιμο να προσθέσουμε κάποιες παρατηρήσεις για τη γενική διεθνή κατάσταση, όπως διαμορφώθηκε μετά το μεγάλο κραχ του 2008, την επιβολή του Μνημονίου και την εμφάνιση του «κινήματος των πλατειών» στην Ελλάδα. Το Μνημόνιο έχει μόνο ένα νόημα, την ανελέητη λεηλασία των εργαζομένων και την πρωτοφανή υποβάθμισή τους προς όφελος της διάσωσης των υπέρογκων κερδών των ελληνικών, γερμανικών, γαλλικών κ.ά. τραπεζών. Οι αποφάσεις της συνόδου κορυφής της ΕΕ στις 21/7 στις Βρυξέλλες, έφεραν, σύμφωνα με τη σχεδόν απίστευτη και κραυγαλέα προπαγάνδα των κυβερνήσεων και των ΜΜΕ, τη «διάσωση της Ελλάδας» μέσω της γνωστής χορήγησης ακόμα πιο «γενναιόδωρων πιστώσεων», και μάλιστα με εθελοντική συμμετοχή ιδιωτικών τραπεζών, που στην πραγματικότητα είναι οι μεγάλοι κερδισμένοι αυτών των αποφάσεων. Ήταν βέβαια ήδη γνωστό ότι η καταστροφική πτώχευση του παγκόσμιου τραπεζικού και πιστωτικού συστήματος, που έπρεπε να «διασωθεί» από τις κυβερνήσεις της Βόρειας Αμερικής και της Δυτικής Ευρώπης στα 2008-9 με 15 τρισεκατομμύρια δολάρια (μια παγκόσμια και ιστορικά πρωτοφανής αναδιανομή του πλούτου σε βάρος των εργαζόμενων και υπέρ του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου) οδήγησε στη μεγάλη κρίση των προϋπολογισμών και των χρεών των χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας, Ισλανδίας, Ιρλανδίας, Πορτογαλίας, Ισπανίας και Ελλάδας.

Αυτή η κρίση του παγκοσμίου καπιταλιστικού συστήματος και στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις (Βόρεια Αμερική – ΕΕ – Ιαπωνία) δεν είναι «φαντασιακή» αλλά απόλυτα πραγματική. Αυτό που μεταξύ άλλων άμεσα διακυβεύεται, είναι η σταθερότητα, ακόμα και η ύπαρξη του ευρώ, και μαζί του η λειτουργία των χρηματοδοτικών μηχανισμών της ΕΕ, αλλά και του δολαρίου, η σταθερότητα του οποίου εξαρτάται σήμερα και από την υπερτίμηση του ευρώ. Γι’ αυτό δεν ήταν καθόλου τυχαίο ότι στην πρόσφατη συνάντηση του προέδρου Ομπάμα με την καγκελάριο Μέρκελ δόθηκε ιδιαίτερη προσοχή στους κινδύνους μιας ενδεχόμενης ελληνικής «εθνικής χρεοκοπίας». Αυτό θα σήμαινε ότι η Ελλάδα δεν θα ήταν πια σε θέση ή, ακόμα χειρότερα, θα αρνούνταν (!) να αποπληρώνει το εξωτερικό χρέος της. Κάτι τέτοιο θα ήταν επομένως μια καταστροφή για τη λεπτή ισορροπία της παγκοσμίας οικονομίας. Ο Ομπάμα περιέγραψε το χρέος της Ελλάδα ως «σοβαρό». Τόνισε τον ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο της Γερμανίας στις προσπάθειες της ΕΕ να «ξεκινήσει και να ενισχυθεί μια διαδικασία προς τα εμπρός» για να μπορέσει η Ελλάδα «να αναπτυχθεί και να διαχειριστεί καλύτερα το πρόβλημα των χρεών της». Εντωμεταξύ όμως, η πρόσφατη σύνοδος κορυφής της ΕΕ αναγνώρισε περίπου «επίσημα» ότι η Ελλάδα πρέπει να θεωρηθεί ήδη «χρεοκοπημένη» και να τεθεί υπό την εποπτεία της Τρόικας τουλάχιστον για τα επόμενα 30 χρόνια.

Η δυσκολία, όμως, είναι ότι η χορήγηση των διεθνών «πακέτων διάσωσης» για τη στήριξη του ευρώ και την προσωρινή αποτροπή της διάλυσης της ευρωζώνης είναι διαμετρικά αντίθετη με τη διατήρηση μιας κάπως αξιοπρεπούς ζωής για τους εργαζόμενους και τη μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού πληθυσμού. Με άλλα λόγια, οι όροι της Τρόικας οδήγησαν και οδηγούν σε αμείλικτη αφαίμαξη σε βάρος του 85% περίπου του ελληνικού πληθυσμού και σε μια δραματική επιδείνωση των γενικών όρων διαβίωσης. Δεν ανοίγουν καμιά προοπτική για βελτίωση της κατάστασης στις επόμενες δεκαετίες. Η Ελλάδα δεν θα είναι ποτέ σε θέση να εξοφλήσει τους τόκους και τα χρέη της.

Είναι στη φύση των πραγμάτων ότι η πολιτική των μνημονίων, που, όπως βεβαιώνεται ξανά και ξανά, η αυστηρότατη τήρησή της είναι η πρώτη και πιο σημαντική προϋπόθεση για τη χορήγηση δόσεων του δανείου της Τρόικας, έχει σαφώς προβλέψιμες συνέπειες. Παρά την προπαγάνδα, τις διαστρεβλώσεις, τις απειλές, τον εκφοβισμό και τον πολιτικό εκβιασμό, που ακολουθούν οι διεθνείς άρχουσες ελίτ, οι κυβερνήσεις τους και τα ΜΜΕ, δεν μπορεί πλέον να κρύβεται ότι η συγκατάθεση των εργαζομένων και των πλατιών λαϊκών στρωμάτων σε αυτήν την πολιτική έχει πέσει σε ένα άνευ προηγουμένου χαμηλό επίπεδο. Και δεν βοηθά πολύ στην Ελλάδα ότι η κα Μέρκελ βλέπει τη γερμανική οικονομική ανάκαμψη να απειλείται από τον κίνδυνο χρεοκοπίας του ελληνικού κράτους. Από αυτήν τη σκοπιά η διαρκής κατάληψη της Πλατείας Συντάγματος και άλλων πλατειών σε πόλεις όλης της Ελλάδας σηματοδότησε τη συνειδητοποίηση ότι οι εργαζόμενοι και τα πλατιά λαϊκά στρώματα δεν έχουν σχεδόν ή απολύτως τίποτα πια να χάσουν.

 

Η μεγάλη αναμέτρηση και οι συγκρούσεις στις 15 και 28-29 Ιούνη

Λίγες μέρες πριν τις 15 Ιούνη ανακοινώθηκε ότι η κυβέρνηση είχε αναβάλει την ψηφοφορία για το Μεσοπρόθεσμο για τις 28 Ιούνη. Γι’ αυτό οι διαδηλωτές αποφάσισαν να δοκιμάσουν μια «πρόβα» στις 15 Ιούνη πάνω και γύρω από την Πλατεία Συντάγματος, καλώντας για «αποκλεισμό» της Βουλής. Οι διαδηλωτές ξεκίνησαν νωρίς το πρωί να συγκεντρώνονται στα τρία συμφωνημένα από πριν σημεία γύρω από τη Βουλή: δεκάδες χιλιάδες στην Πλατεία Συντάγματος, μερικές εκατοντάδες στο σταθμό του μετρό «Ευαγγελισμός», και ένας μεγαλύτερος αριθμός κατά μήκος των οδών κοντά στο Καλλιμάρμαρο και στο άγαλμα του Τρούμαν. Αλλά ακριβώς εκεί είχε συγκεντρωθεί ένα μεγάλο μέρος των 12.000 αστυνομικών για να κρατήσει την είσοδο προς τη Βουλή από αυτούς τους δρόμους ανοιχτή. Παρά το ότι ο αριθμός των διαδηλωτών αυξανόταν διαρκώς, η αστυνομία είχε αρχίσει να προβαίνει σε συλλήψεις από νωρίς. Λόγω της μαζικής παρουσίας της, ο στόχος που είχε τεθεί, ο αποκλεισμός της Βουλής από όλες τις πλευρές, δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί. Ταυτόχρονα, οι διαδηλωτές της γενικής απεργίας ξεκίνησαν τις πορείες τους από τρεις διαφορετικές πλατείες: το Πεδίο του Άρεως (ΓΣΕΕ / ΑΔΕΔΥ), το Εθνικό Μουσείο (Πρωτοβάθμια Σωματεία) και την Ομόνοια (ΠΑΜΕ). Και τα τρία μπλοκ ήταν αρκετά μαζικά και η έκπληξη ήταν ότι για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό και το μπλοκ της ΓΣΕΕ / ΑΔΕΔΥ ήταν σε θέση να κινητοποιήσει σημαντικό αριθμό διαδηλωτών. Οι πορείες κατευθύνθηκαν προς το Σύνταγμα, όπου συγκεντρώθηκε και το μπλοκ του ΠΑΜΕ, αν και σε κάποια απόσταση από τους άλλους διαδηλωτές.

Με τον τρόπο αυτό το Σύνταγμα και οι γύρω δρόμοι γέμισαν διαδηλωτές. Οι διαμαρτυρίες εξελίχθηκαν εντελώς ειρηνικά από την πλευρά των διαδηλωτών μέχρι το μεσημέρι. Μετά, όμως, τα ΜΑΤ κατάφεραν, σε αγαστή συνεργασία με μερικές εκατοντάδες «γνωστούς-άγνωστους» ταραξίες του μαύρου μπλοκ, να διαλύσουν το μεγαλύτερο μέρος της διαμαρτυρίας στο Σύνταγμα μέσω βίαιων συγκρούσεων, ταραχών και της αδιάκριτης χρήσης χημικών. Είναι δευτερεύον αν τα βίαια επεισόδια ξεκίνησαν εξαιτίας μιας εντελώς λανθασμένης τακτικής κάποιου μαύρου μπλοκ ή αν οι συμμετέχοντες ήταν πράκτορες της αστυνομίας. Το αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο. Η αστυνομία βρήκε την πρόφασή της για την εκκένωση του Συντάγματος και για να απομακρύνει τους διαδηλωτές, βήμα προς βήμα. Το πρώτο μπλοκ, που εξαφανίστηκε από το προσκήνιο, όταν ακούστηκαν κάποιοι εκρηκτικοί ήχοι, ήταν αυτό του ΠΑΜΕ. Η τακτική της αστυνομίας, ωστόσο, δεν περιορίστηκε μόνο στον εκφοβισμό και τις επιλεκτικές –και πάντα βάναυσες και άκριτες– συλλήψεις και κρατήσεις. Ήταν και πραγματικά αδύνατο να αναπνέει κανείς στο Σύνταγμα και τη γύρω περιοχή χωρίς μάσκες. Έτσι φαινόταν, ως συνήθως, ότι η τακτική της κυβέρνησης και της αστυνομίας ήταν επιτυχής. Η εκκένωση της Πλατείας Συντάγματος «επιτεύχθηκε». Αλλά αυτή τη φορά τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά. Αργότερα το απόγευμα οι διαδηλωτές επέστρεψαν σε δεκάδες χιλιάδες, καθάρισαν την πλατεία από τα δοχεία χημικών και τα διάσπαρτα συντρίμμια, και γιόρτασαν την ανακατάληψη με μια αυθόρμητα οργανωμένη συναυλία με πολλούς γνωστούς μουσικούς. Συνολικά, το αντιστασιακό κίνημα είχε πετύχει μια συμβολική αλλά και ψυχολογικά σημαντική νίκη. Έτσι έγινε σαφές ότι η διαμάχη θα πήγαινε στον επόμενο γύρο, στις 28 Ιουνίου, τη μέρα που ψηφίστηκε το Μεσοπρόθεσμο.

Η 15η Ιούνη δεν ήταν μια καλή ημέρα για την κυβέρνηση ή για τους υποστηρικτές και υπέρμαχους της πολιτικής του Μνημονίου και έδειξε ότι οι όποιες νίκες τους είναι προσωρινές και πύρρειες. Όσο συνεπέστερα η κυβέρνηση εφαρμόζει την πολιτική των μνημονίων, τόσο περισσότερο συρρικνώνεται η κοινωνική βάση του ΠΑΣΟΚ. Επιπλέον, η ζωή έχει γίνει δυσάρεστη για τους βουλευτές, διότι κανένας από αυτούς δεν μπορεί να εμφανιστεί σε δημόσιους χώρους χωρίς να προκαλέσει οργισμένες αντιδράσεις, ακόμη και σωματικές επιθέσεις.

Ωστόσο ήταν παράξενο ότι ο πρωθυπουργός υπέστη κάποιο είδος κρίσης πανικού. Προφανώς επηρεάστηκε από τις μαζικές διαδηλώσεις και τη δύσκολη κατάσταση, το βαρύ κλίμα στην κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ και τη συνειδητοποίησή του ότι η πολιτική του Μνημονίου, την οποία ακολούθησε για 18 μήνες, είχε αποτύχει πλήρως. Αυτό ισχύει ακόμα και με την έννοια όλων των στόχων, που είχαν οριστεί κατά την έναρξη αυτής της πολιτικής. Η Ελλάδα δεν πλησιάζει μόνο την κοινωνική και οικονομική καταστροφή, που σε ένα βαθμό είναι ήδη πραγματικότητα, αλλά και το ίδιο το πρόβλημα του χρέους έχει αποδειχθεί άλυτο.

Από νωρίς το μεσημέρι της 15ης Ιουνίου ο Γ.Α.Π. είχε καταλήξει ότι αυτή η κατάσταση δεν μπορούσε να συνεχιστεί και τηλεφώνησε στον Σαμαρά για να του προτείνει έναν κυβερνητικό συνασπισμό από ΠΑΣΟΚ – ΝΔ με κάποιον κατάλληλο υποψήφιο πρωθυπουργό, που δεν θα ήταν ο ίδιος. Ο Σαμαράς αποδέχθηκε αμέσως αυτή την πρόταση. Εκείνες τις ώρες έγινε πολύς λόγος για μια «αναγκαία εθνική συναίνεση», μια «εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση στην οποία όλες οι υπεύθυνες δημοκρατικές δυνάμεις πρέπει να συμβιβαστούν και να είναι ενωμένες» κλπ. Ο Καρατζαφέρης και η Μπακογιάννη εξέφρασαν αμέσως παρόμοιες απόψεις.

Ο Γ.Α.Π. πρότεινε έτσι μια απατηλή λύση με μια κυβέρνηση συνασπισμού από τα δύο κόμματα, που έσπρωχναν τη χώρα εδώ και δεκαετίες όλο και βαθύτερα στην κρίση και τελικά στη χρεοκοπία. Μια τέτοια κυβέρνηση συνασπισμού αναμφίβολα θα συνέχιζε και πάλι την ίδια πολιτική με τα ίδια αποτελέσματα για τους εργαζομένους. Η επιλογή του Μνημονίου και της αποδοχής της Τρόικας είναι η βασική πολιτική επιλογή της ελληνικής αστικής τάξης μέσα στην κρίση και στηρίζεται από κοινού από τα καθεστωτικά κόμματα, ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και ΛΑΟΣ. Η πολιτική φάρσα τέλειωσε το ίδιο βράδυ, όταν ο Γ.Α.Π. άλλαξε γνώμη και ανακοίνωσε έναν ανασχηματισμό της κυβέρνησης.

Η νέα κυβέρνηση είναι το αποτέλεσμα της τεράστιας φθοράς της προηγούμενης, δηλαδή ουσιαστικά της ίδιας. Σε καμία περίπτωση δεν θα αλλάξει σε τίποτα την προαποφασισμένη πολιτική της σε οποιοδήποτε σημαντικό τομέα. Ο Όλι Ρεν από την Κομισιόν δήλωσε ότι η Ελλάδα θα έπαιρνε την πέμπτη δόση των 12 δις €, αν το Μεσοπρόθεσμο εγκρινόταν από τη Βουλή. Αλλά το πραγματικό και αναπάντητο ερώτημα παραμένει: Πώς θα είναι σε θέση η σημερινή και όλες οι μελλοντικές κυβερνήσεις, να εφαρμόσουν την πολιτική τους σε σαφή αντίθεση με τη βούληση της μεγάλης πλειοψηφίας του πληθυσμού;

 

Η Αριστερά και η κοινωνική αντίσταση

Αλλά και η αντίσταση κατά της πολιτικής του Μνημονίου, παρά τις πρόσφατες και πολλά υποσχόμενες επιτυχίες της, αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα. Πάνω απ’ όλα, το εργατικό κίνημα, παρά τις συχνές γενικές απεργίες, είναι και παραμένει τόσο αδύναμο και διχασμένο που η ανατροπή της πολιτικής της κυβέρνησης στο άμεσο μέλλον φαίνεται απίθανη. Αυτό μπορεί να αλλάξει σε ένα σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, και το «κίνημα των πλατειών» μπορεί να συμβάλει αποφασιστικά σε αυτή την προοπτική. Το μεγαλύτερο εμπόδιο, όμως, είναι η αδύναμη και χωρίς έμπνευση στάση των ηγεσιών των δύο αριστερών κομμάτων που εκπροσωπούνται στη Βουλή, του ΚΚΕ και του ΣΥΝ / ΣΥΡΙΖΑ. Αν και τα δύο κόμματα έχουν εχθρική συμπεριφορά μεταξύ τους –κατάσταση, για την οποία η ηγεσία του ΚΚΕ φέρει την κύρια ευθύνη– και τα δύο απαιτούν, όπως βέβαια και η ΝΔ, την άμεση διεξαγωγή εκλογών. Πραγματικά δεν είναι τυχαίο ότι ολόκληρη η πολιτική προοπτική και ο ορίζοντας αυτών των κομμάτων με το σταθερά κοινοβουλευτικό προσανατολισμό τους, μπορεί να συνοψιστεί σε αυτό το αίτημα. Είναι ο στρατηγικός στόχος τους να εναποθέτουν τις ελπίδες τους στην πιθανή επιτυχία στις επόμενες εκλογές και στο ενδεχόμενο να συμμετάσχουν κάποια μέρα σε κυβερνητικούς συνασπισμούς, που θα μπορούσαν να παρουσιαστούν κατά κάποιο τρόπο ως «αριστεροί».

Η ηγεσία του ΚΚΕ κρύβει συνήθως τη βαθιά ρεφορμιστική γραμμή της με συνθήματα και φράσεις, που ακούγονται πολύ αριστερά και ριζοσπαστικά. Η Παπαρήγα είπε στις 16 Ιουνίου ότι οι εκλογές θα μπορούσαν να προκαλέσουν «ένα ρήγμα στο αντιδραστικό, στο αστικό πολιτικό σύστημα» και να οδηγήσουν σε μια «αδύναμη κυβέρνηση». Ταυτόχρονα δεν δίστασε να συκοφαντήσει το «κίνημα των πλατειών» στο γνωστό ύφος του κόμματός της. Υποστήριξε ότι «δεν είναι κίνημα», επειδή «στις πλατείες δεν βρίσκονται μόνο αδικημένοι» αλλά «εμφανίζονται ως οργισμένοι στις πλατείες και τα λόμπι ισχυρών οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων που προπαγανδίζουν δήθεν έξυπνες λύσεις. Επίσης, εκπρόσωποι Μη Κυβερνητικών Οργανισμών συγκεκριμένου ρόλου, πρώην και ενδεχόμενα νυν συνεργάτες της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ, ζυμώνουν λύσεις εκσυγχρονιστικές και δήθεν ανανεωτικές, με ένα σκοπό: να ανανεώσουν τη μόστρα και τίποτε να μην αλλάξει».

Από την άλλη πλευρά, η ηγεσία του ΣΥΝ θεωρεί το «κίνημα των πλατειών» σαν ένα είδος βοηθητικής δύναμης, που θα μπορούσε να παλέψει για «δημοκρατία, δικαιώματα και ανατροπή της ασκούμενης πολιτικής» και να παίξει έτσι «καταλυτικό» ρόλο. Η ηγεσία του ΣΥΝ «επιμένει στην άποψη ότι απάντηση μπορεί να δοθεί μέσω της συγκρότησης μιας νέας κοινωνικής και πολιτικής πλειοψηφίας, με πυρήνα τις δυνάμεις της Αριστεράς, για να απεμπλακεί η χώρα από το Μνημόνιο.» (Ελευθεροτυπία, 17 Ιουνίου.) Με άλλα λόγια, ο στόχος είναι μια μελλοντική «αριστερή κυβέρνηση» μαζί με κάποιες δυνάμεις από το σημερινό ΠΑΣΟΚ, που θα έπρεπε να έρθουν σε ρήξη με το κόμμα και να κάνουν μια στροφή, αλλά τελικά και με το ΚΚΕ, που με τη σειρά του θα έπρεπε να αλλάξει τη γραμμή του κάτω από την πίεση των εξελίξεων. Όλα αυτά παρουσιάζονται στο πλαίσιο της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας σε μια περίοδο και συγκυρία, που όλο και ευρύτερα στρώματα χάνουν τις ψευδαισθήσεις τους γύρω από τον αστικό κοινοβουλευτισμό. Αυτή η ρήξη εκφράζεται άριστα σε πολλές αποφάσεις των «Λαϊκών Συνελεύσεων» στην Πλατεία Συντάγματος και σε πολλά άλλα μέρη όλης της Ελλάδας.

Η απόφαση της Λαϊκής Συνέλευσης της Πλατείας Συντάγματος στις 15 Ιουνίου εύστοχα αναφέρει: «Θα μείνουμε στις πλατείες μέχρι να φύγουν και να μην επιστρέψουν με οποιοδήποτε προσωπείο, όλοι όσοι δημιούργησαν το σημερινό αδιέξοδο: ΔΝΤ, Μνημόνια, Τρόικα, ΕΕ, κυβερνήσεις, τράπεζες και όλοι όσοι μας εκμεταλλεύονται. Το Μεσοπρόθεσμο δεν θα ψηφιστεί όποιον κι αν έχουμε απέναντί μας. Οι ελιγμοί του πολιτικού συστήματος και της κυβέρνησης δεν μας ξεγελούν. Δεν διαπραγματευόμαστε και δεν επαναδιαπραγματευόμαστε. Η ψήφος εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση είναι ψήφος εμπιστοσύνης στο Μνημόνιο και στο Μεσοπρόθεσμο. Την παραμονή της ψήφου εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση, θα ζητήσει η λαϊκή συνέλευση του Συντάγματος από όλα τα σωματεία, τα εργατικά κέντρα, την ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ να κηρύξουν την ημέρα της ψήφου εμπιστοσύνης γενική απεργία, και μαζί με όλους τους εργαζομένους να περικυκλώσουμε την Βουλή με αίτημα την πτώση της κυβέρνησης. Όλοι στους δρόμους τη μέρα εκείνη για να τους ανατρέψουμε. Καλούμε όλα τα σωματεία να προχωρήσουν σε επαναλαμβανόμενες απεργίες. Κάθε μέρα στην Πλατεία Συντάγματος, κάθε βράδυ στη συνέλευση και την Κυριακή 19/6 όλοι στους δρόμους. Αλληλεγγύη στους τραυματίες και συλληφθέντες για τους οποίους ζητάμε την άμεση απελευθέρωση».

Είναι ξεκάθαρη η διαφορά στο πώς η αντίσταση, η αλλαγή και τελικά η ανατροπή της πολιτικής του Μνημονίου μπορούν να υλοποιηθούν: Τα αριστερά κόμματα προτείνουν εκλογές, η «Λαϊκή Συνέλευση» αγώνες στους δρόμους, αποκλεισμό της Βουλής και απεργίες.

 

Μικρός απολογισμός των αγώνων του «κινήματος των πλατειών»

και της κοινωνικής αντίστασης

Το πρώτο συμπέρασμα από τις εξελίξεις που προέκυψαν από τότε που ο Γ.Α.Π. ανακοίνωσε την έναρξη της πολιτικής του Μνημονίου είναι ότι ο αγώνας για την ανατροπή θα είναι μακροπρόθεσμος και δύσκολος επειδή ο εχθρός είναι ένα αρραγές μέτωπο των αρχουσών τάξεων της Ελλάδας, της ΕΕ και, δεδομένης της συμμετοχής του ΔΝΤ, των ΗΠΑ. Είναι ένας αγώνας, που δεν θα μπορέσει να καταλήξει σε σχετικές ισοπαλίες ανάμεσα στις αγωνιζόμενες τάξεις, όπως γινόταν γενικά στις ταξικές συγκρούσεις στη Δυτική Ευρώπη μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και στην Ελλάδα μετά την πτώση της Χούντας. Ο ταξικός πόλεμος, που ξέσπασε με την ανακοίνωση του πρώτου Μνημονίου, θα οδηγήσει ή στην πλήρη υποταγή των εργαζομένων και στην εγκατάσταση νέων και ακόμα πιο αυταρχικών μορφών αστικής κυριαρχίας, δηλαδή σε μια κατάσταση που θα θυμίζει τέλος του 19ου αιώνα, ή στην ανατροπή της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, που αναγκαστικά θα συνεπάγεται την πτώση της διεφθαρμένης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και ολόκληρου του καπιταλιστικού συστήματος.

Είναι αυτονόητο ότι αυτός ο αγώνας θα είναι ιδιαίτερα σκληρός και δεν μπορεί να προβλεφθεί η έκβασή του με βεβαιότητα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η Ελλάδα έχει μπει σε μια μακροχρόνια φάση οξύτατης κοινωνικής και πολιτικής πόλωσης. Έτσι είναι ολοφάνερο ότι και το κίνημα κοινωνικής αντίστασης, που στο επόμενο διάστημα θα είναι μια συμμαχία του «κινήματος των πλατειών» με το εργατικό κίνημα στο μέτρο και βαθμό που αυτό αναγεννηθεί κάτω από την πίεση των σημερινών εξελίξεων, θα περάσει ακόμα από πολλές φάσεις μέχρι να αναπτύξει αυτή η συμμαχία την πλήρη δύναμή της. Ο στρατηγικός στόχος της αντίστασης και αυτών των κινημάτων δεν μπορεί να είναι παρά η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από τους εργαζομένους και καταπιεσμένους και η εγκατάσταση της δημοκρατίας «τους», η πολιτική, κοινωνική και οικονομική κυριαρχία τους. Θα πρόκειται για μια αντικαπιταλιστική-σοσιαλιστική ανατροπή.

Ως πρώτος μικρός απολογισμός μπορεί να αναφερθεί ότι στις 15 όπως και στις 28-29 Ιούνη έγιναν σημαντικές συγκρούσεις πάνω στην και γύρω από την Πλατεία Συντάγματος, όπου αμφισβητήθηκε στην πράξη η νομιμότητα της κυβέρνησης. Ο στόχος των διαδηλωτών ήταν η άμεση ανατροπή της κυβέρνησης καθώς και της πολιτικής της συνολικά. Πραγματικά, η κυβέρνηση ταλαντεύτηκε στις 15/6 και ο Γ.Α.Π. είχε παραιτηθεί για μερικές ώρες. Τελικά όμως ανακοίνωσε μόνο τον ανασχηματισμό της κυβέρνησης. Οι τρεις βδομάδες από τις 10 μέχρι τις 30 Ιούνη ήταν η «ηρωικήφάση» του «κινήματος των πλατειών» με αποκορύφωμα τις συγκρούσεις αλλά και την άγρια επιθετικότητα της αστυνομίας και των ΜΑΤ. Είναι σίγουρο ότι ο στόχος του αποκλεισμού της Βουλής κατά το πρότυπο της Αργεντινής του 2002 ήταν πολύ, ίσως και υπερβολικά φιλόδοξος.

Το κίνημα τελικά δεν κατάφερε να νικήσει επειδή παρά την 48ωρη απεργία η κινητοποίηση των εργαζομένων και γενικά των διαδηλωτών δεν έφτασε τη μαζικότητα, που ήταν απαραίτητη για έναν αποτελεσματικό αποκλεισμό της Βουλής και για την πτώση της κυβέρνησης. Το «κίνημα των πλατειών» δεν μπόρεσε να επιβάλει στις συγκρούσεις του Ιούνη τους στόχους του. Η επιτυχία του ήταν περισσότερο ηθικής φύσης διότι η κυβέρνηση αναγκάστηκε να δείξει το αληθινό πρόσωπό της στέλνοντας τις ορδές των ΜΑΤ που εξαπέλυσαν έναν ανελέητο χημικό πόλεμο, χτύπησαν αδιάκριτα και τραυμάτισαν τους διαδηλωτές μην αφήνοντας καμία αμφιβολία, τι είδος «δημοκρατίας» επιβάλλεται στους εργαζόμενους, στην τεράστια πλειοψηφία του πληθυσμού και ειδικά σε όσους και όσες τολμούν να αντισταθούν.

 

Παραδοσιακές δομικές αδυναμίες και ενωτικές

προοπτικές των κινημάτων

Η βαθύτερη αιτία της προσωρινής ήττας ή υποχώρησης της κοινωνικής αντίστασης ενάντια στην πολιτική του Μνημονίου έγκειται κυρίως στις δομικές αδυναμίες του εργατικού και συνδικαλιστικού κινήματος των τελευταίων δεκαετιών. Τα περισσότερα συνδικάτα είναι γραφειοκρατικοποιημένα με ηγεσίες από το ΠΑΣΟΚ, που ουσιαστικά σαμποτάρουν το μαχητικό συνδικαλισμό και την τόσο αναγκαία ανανέωσή του. Από την άλλη πλευρά, το ΠΑΜΕ ως συνδικαλιστικό μέτωπο, που καθοδηγείται από την ηγεσία του ΚΚΕ, συμβάλλει με τη γνωστή τακτική του στη μόνιμη διάσπαση του εργατικού κινήματος και μπλοκάρει σε μεγάλο βαθμό την προοπτική επιτυχιών και νικών του ενάντια στην κυρίαρχη πολιτική. Εξάλλου δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η κρίση και η τελική κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης καθώς και η παλινόρθωση του καπιταλισμού σε όλη την Ανατολική Ευρώπη οδήγησαν σε μια όξυνση της κρίσης όλης της Αριστεράς, άρα και της αντικαπιταλιστικής - επαναστατικής πτέρυγάς της, στη Δύση και στην Ελλάδα. Η ελληνική εξωκοινοβουλευτική Αριστερά παρέμενε, παρά τον ηρωισμό και τη μαχητικότητά της, σε μεγάλο βαθμό καθηλωμένη σε μια κατάσταση πολυδιάσπασης και έτσι κοινωνικής αναποτελεσματικότητας.

Όπως έχουμε πει, αυτή η γνωστή, γενικά προβληματική εικόνα όλης της Αριστεράς αλλά και του εργατικού κινήματος συνολικά είχε την έκφρασή της στην «απαγόρευση» της εμφάνισης κομμάτων, οργανώσεων και συνδικάτων από το κίνημα της Πλατείας Συντάγματος. Κατά τις πρώτες μέρες της κατάληψης του Συντάγματος αυτή η απαγόρευση διατηρήθηκε με σαφώς υπερβολικό ζήλο. Ωστόσο πρέπει να παραδεχθούμε ότι από μια άποψη αυτή η απαγόρευση λειτούργησε, τουλάχιστον σε ένα βαθμό, και θετικά για την ανάπτυξη του «κινήματος των πλατειών». Ήταν κάτι σαν ένα μέτρο αυτοπροστασίας του νέου κινήματος ενάντια στο σεχταρισμό και στην αποτυχία των κομμάτων και οργανώσεων, αντανακλώντας την αναγκαιότητα για την ενότητα του κινήματος ενάντια σε κυβέρνηση και Τρόικα. Και η από την αρχή εμφανής «διαίρεση» του «κινήματος των πλατειών» σε «πάνω» και «κάτω» μέρος της πλατείας δεν οδήγησε, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, σε άλλη «διάσπαση» του κινήματος.

Παρά την εμφάνιση ακόμα και κάποιων ακροδεξιών ομάδων, που προσπάθησαν να κάνουν την προπαγάνδα τους, και στο πάνω μέρος της πλατείας η κατεύθυνση των αντικυβερνητικών διαμαρτυριών και των συνθημάτων, όπως «Η χούντα δεν τελείωσε το 73, εμείς θα την κηδέψουμε σε τούτη την πλατεία», «Πάρτε το Μνημόνιο και φύγετε απ’ εδώ», ήταν καταρχήν σταθερά και ξεκάθαρα αριστερή, κι αυτό παρότι πολλοί διαδηλωτές δεν ήταν αριστεροί και μάλλον για πρώτη φορά συμμετείχαν σε τέτοιες μορφές διαμαρτυρίας. Πρέπει να προστεθεί ότι το κύριο σύνθημα του «κινήματος των πλατειών», το «Δεν χρωστάμε – Δεν πουλάμε – Δεν πληρώνουμε!» αποτελεί ήδη μια πρώτη ιδεολογική νίκη του κινήματος αντίστασης, επειδή εμπεριέχει τη λογική της άρνησης να αποπληρώσει η Ελλάδα τα χρέη. Αυτό το αίτημα της «στάσης πληρωμών» και της «διαγραφής του χρέους» είχε προβληθεί πέρυσι στο χώρο της Αριστεράς κατά κύριο λόγο από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ γενικά προτιμούσε και προτιμάει την «αναδιαπραγμάτευση των χρεών» και το ΚΚΕ απέρριπτε το αίτημα αυτό με το επιχείρημα ότι η μόνη λύση είναι η κατάργηση όλου του καπιταλιστικού συστήματος …

Μέσα στην καυτή φάση των συγκρούσεων του Ιούνη έγινε όμως ταυτόχρονα φανερό ότι το «κίνημα των πλατειών» χρειάζεται τη «συνάντηση» και τη συμμαχία με τις δυνάμεις του οργανωμένου εργατικού κινήματος. Οι ίδιες οι «Λαϊκές Συνελεύσεις» του Συντάγματος απευθύνθηκαν επανειλημμένα –και καλά έκαναν– στα συνδικάτα, τη ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ, σε κάποιες κρίσιμες φάσεις και σε συγκεκριμένα σωματεία σαν αυτό των οδηγών του μετρό. Φάνηκε λοιπόν ότι μόνο η ενδυνάμωση και η ενότητα των δύο βασικών συστατικών μερών της αντίστασης, του αυθόρμητου και οργανωτικά ανεξάρτητου «κινήματος των πλατειών» και του οργανωμένου συνδικαλιστικού και εργατικού κινήματος, που όμως χρειάζεται μια ριζική ανανέωση «από τα κάτω» και από τα «πρωτοβάθμια σωματεία», μπορούν να δημιουργήσουν την απαραίτητη πίεση της πλατιάς κοινωνικής αντίστασης, ικανής να ανατρέψει την πολιτική του Μνημονίου και των φορέων της, κυρίως του ΠΑΣΟΚ, της ΝΔ και του ΛΑΟΣ. Αποτελεί καθήκον στρατηγικής σημασίας να διαμορφωθεί ο συνδυασμός αυτών των δύο βασικών συνιστωσών του κινήματος από τις 3 Σεπτεμβρίου, την ημερομηνία που το «κίνημα των πλατειών» έχει δώσει ραντεβού για συνέχιση των αγώνων.

Μια άλλη σημαντική πλευρά της εμφάνισης του «κινήματος των πλατειών» δεν πρέπει να παραβλεφθεί. Πρόκειται καταρχήν και εν δυνάμει για ένα πλατύ κίνημα, που θα μπορούσε να οργανώσει όλους όσους μέχρι τώρα δεν συμμετείχαν στην οργανωμένη πολιτική ζωή ως μέλη ή υποστηρικτές των κομμάτων, των οργανώσεων ή των συνδικάτων. Αυτή η μορφή οργάνωσης μπορεί να αναπτυχθεί τόσο ως μαζικό κίνημα στις «πλατείες των πόλεων και γειτονιών» όσο και –και μάλλον ακόμα πιο σημαντικά και πιο κρίσιμα– στην εργασιακή ζωή, στις θέσεις εργασίας των επιχειρήσεων, στην πρώτη φάση κυρίως στο δημόσιο και στις ΔΕΚΟ, που θα πρέπει να δώσουν τη μάχη ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις και τις επικείμενες απολύσεις, αλλά και στα νοσοκομεία, στα σχολεία και στα πανεπιστήμια, όπου η από την κυβέρνηση και την Τρόικα σχεδιασμένη ισοπέδωση θα πάρει ολοκληρωτικές διαστάσεις. Το Μεσοπρόθεσμο πέρασε τη Βουλή, τώρα ξεκινάει ο αγώνας ενάντια στην πρακτική εφαρμογή του…

Όλα αυτά μπορούν να γίνουν υπό την προϋπόθεση ότι το εργατικό κίνημα «ξυπνάει» και ξεκινάει να αντιστέκεται στην καταστροφική νεοφιλελεύθερη-καπιταλιστική επίθεση. Αν ένα τέτοιο «συνδυασμένο» κίνημα κατορθώσει να κάνει αυτό το μεγάλο «άλμα», τότε τίποτα δεν θα είναι πια αδύνατο και το κίνημα θα μπορέσει να αναπτύξει τις πρώτες μορφές αυτοοργάνωσης που θα μπορούσαν να εμφανιστούν σαν εργατικά «συμβούλια», –όποιο και να είναι το όνομά τους– δηλαδή μαζικές επιτροπές στη «βάση» των επιχειρήσεων και των κλάδων αλλά και σε τοπική και εθνική κλίμακα, και σαν μαζικές «συνελεύσεις των γειτονιών». Σε αυτό το δρόμο μπορεί να διαμορφωθεί και μια πραγματική πρώτη απάντηση στο ερώτημα, με ποιο πολιτικό σύστημα, με ποια «αληθινή» ή «πραγματική» δημοκρατία θα αντικατασταθεί το διεφθαρμένο σύστημα της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, που αποδείχθηκε θεσμός επιβολής των επιλογών των αρχουσών τάξεων της Ελλάδας, της ΕΕ και του ΔΝΤ.

Έτσι κι αλλιώς, το «κίνημα των πλατειών» κατάφερε ήδη να θέσει τα πιο σημαντικά ζητήματα, που ταλαιπωρούν την τεράστια πλειοψηφία του πληθυσμού και όσους/ες ζουν και εργάζονται στην Ελλάδα. Έδωσε καταρχήν αρνητικές απαντήσεις: την αναγκαιότητα της απόλυτης ρήξης με την πολιτική των μνημονίων καθώς και με τις κυβερνήσεις και τα κόμματα, που τη στηρίζουν, της ρήξης με το σάπιο αστικό-κοινοβουλευτικό σύστημα, με όλο το εκμεταλλευτικό σύστημα, που καταδικάζει τη νεολαία σε ανεργία και σε μια ζωή χωρίς προοπτική αλλά και το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας σε φτώχεια και εξαθλίωση, ένα σύστημα, που δεν γνωρίζει καμία άλλη κινητήρια δύναμη παρά την αύξηση των κερδών του μεγάλου κεφαλαίου. Σε αυτή τη φάση των εξελίξεων είναι φυσιολογικό ότι το κίνημα δεν είναι ακόμα σε θέση να δώσει πιο συγκεκριμένες θετικές απαντήσεις στα ερωτήματα, που προέκυψαν και έγιναν ορατά και κατανοητά για όλο τον κόσμο. Τα ερωτήματα, με τι είδους οικονομικό και πολιτικό σύστημα θα μπορέσουμε να αντικαταστήσουμε την κυρίαρχη ψεύτικη δημοκρατία, την εκμετάλλευση και τη μιζέρια, και με ποιο τρόπο θα μπορέσουμε να υλοποιήσουμε αυτήν την αναγκαία μεγάλη ανατροπή και αλλαγή, έμειναν προς το παρόν αναπάντητα. Αναπόφευκτα ξεκίνησε να εξαπλώνεται μια βασική ιδέα, ένα μυστηριώδες φάντασμα, που είναι καλά γνωστό από το παρελθόν και για το οποίο καμαρώνουν παραδοσιακά πολλά έθνη της Ευρώπης, και ονομάζεται συνήθως επανάσταση. Είναι αναμφισβήτητο ότι η Ελλάδα βρίσκεται πολύ κοντά στην κοινωνική έκρηξη.

Το κίνημα πρέπει να περάσει διάφορα στάδια για να αναπτύξει πλήρως τις δυνατότητές του. Όλοι οι βασικοί τομείς της κοινωνικής ζωής πρέπει να μπουν σε αυτόν τον αγώνα: οι ιδιωτικές και (μέχρι τώρα) δημόσιες επιχειρήσεις, τα νοσοκομεία, τα σχολεία και τα πανεπιστήμια, όπου θα γίνουν τώρα σφοδρότατες και ισοπεδωτικές επιθέσεις του Μεσοπρόθεσμου και του Μνημονίου 2. Η συστηματική καταστροφή των θέσεων εργασίας, η κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, η ακύρωση των εργασιακών δικαιωμάτων και του βιοτικού επιπέδου, που ήταν το επίτευγμα ενός αιώνα αγώνων του εργατικού κινήματος, η μανία των ιδιωτικοποιήσεων και το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας πρέπει να σταματήσουν. Μια σαφής διατύπωση, προπαγάνδα και προβολή του προγραμματικού περιεχομένου, των βασικών αιτημάτων και των στόχων του κινήματος είναι απαραίτητη και δυνατή μόνο στο πλαίσιο ενός Μεταβατικού Προγράμματος. Βασικός σκοπός ενός τέτοιου προγράμματος είναι ο σχεδιασμός της ανατροπής της αστικής κυριαρχίας μέσα στην κοινωνία και μέσω του αγώνα για την απαλλοτρίωση του μεγάλου κεφαλαίου και της διάλυσης του αστικού κράτους. Εδώ η αξίωση για την απαλλοτρίωση των τραπεζών κάτω από εργατικό έλεγχο χωρίς αποζημίωση πρέπει να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο. Όλα αυτά μπορούν να αναδυθούν μόνο μέσω ενός συνδυασμού του νέου «κινήματος των πλατειών» με την ανανεωμένη «βάση» του συνδικαλιστικού κινήματος, κυρίως των νέων «πρωτοβάθμιων σωματείων». Ένα τέτοιο συνδυασμένο κίνημα θα ανταποκριθεί στις ανάγκες μιας σαφώς αντικαπιταλιστικής προοπτικής και στρατηγικής και θα μπορέσει να εξασφαλίσει τη νίκη. Έτσι μπορεί να τεθεί το ζήτημα της εξουσίας στην πράξη.

Το ίδιο κρίσιμη είναι η ανάγκη για διεθνή αλληλεγγύη και συντονισμό των αγώνων, τουλάχιστον σε όλη την Ευρώπη. Η σχετική επιχειρηματολογία διευκολύνεται τώρα από το προφανές γεγονός ότι οι εργαζόμενοι και οι καταπιεσμένοι πολλών ευρωπαϊκών λαών, άντρες και γυναίκες, νέοι και συνταξιούχοι, αντιμετωπίζουν ουσιαστικά τα ίδια προβλήματα. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις χώρες που βρίσκονται υπό την εποπτεία της Τρόικας, την Ιρλανδία, την Πορτογαλία και την Ελλάδα, στις οποίες πολύ σύντομα θα προστεθούν πιθανά η Ιταλία και η Ισπανία. Είναι σαφές ότι όλοι οι προοδευτικοί άνθρωποι στην Ευρώπη, τα συνδικάτα, οι οργανισμοί, τα κόμματα, οι οργανώσεις και συλλογικότητες που δεν θέλουν να αποδεχθούν την απεριόριστη κυριαρχία μιας ανεύθυνης και άπληστης οικονομικής ολιγαρχίας, της μεγαλοαστικής τάξης και των κυβερνήσεων, καλούνται να υποστηρίξουν τον αγώνα της ελληνικής αντίστασης, των εργαζομένων και των απεργιών τους όπως και του «κινήματος των πλατειών». Η διεθνής αλληλεγγύη είναι πιο απαραίτητη από ποτέ. Ο αγώνας στην Ελλάδα είναι ένας αγώνας για τα κοινωνικά δικαιώματα, την ισότητα, τη δικαιοσύνη και αληθινή δημοκρατία σε όλη την Ευρώπη.

Αυτός ο αγώνας έχει έτσι μια σημαντικότατη διεθνή συνιστώσα. Οι εξελίξεις στην Ελλάδα του Μνημονίου επηρεάζονται από το ευρωπαϊκό και παγκόσμιο γίγνεσθαι και αντίστροφα (όσο μικρή και να είναι η Ελλάδα…). Ωστόσο, θα ήταν λάθος αν πιστεύαμε ότι η μετάβαση της εξουσίας και η μεγάλη κοινωνική ανατροπή θα πρέπει να υλοποιηθεί οπωσδήποτε ταυτόχρονα σε όλες τις χώρες της ευρωζώνης, της ΕΕ ή της Ευρώπης. Αν το κίνημα, π.χ. στην Ελλάδα ή σε οποιαδήποτε άλλη χώρα έχει τη δυνατότητα να ανατρέψει την υφιστάμενη καπιταλιστική και αστική εξουσία και το σύστημά της, πρέπει να αρπάξει την ευκαιρία και να το κάνει. Αλλιώς η ευκαιρία μιας σημαντικής νίκης θα μετατραπεί σε ήττα, κάτι που θα επιδράσει αρνητικά στις εξελίξεις και στους ταξικούς αγώνες των άλλων χωρών.

Το ζήτημα της εξουσίας και ενός εναλλακτικού κοινωνικού και πολιτικού συστήματος δεν τίθεται πλέον μόνο ως αντικειμενική αναγκαιότητα αλλά και από τη σκοπιά ενός γενικού προβληματισμού που συμμερίζονται πολλοί άνθρωποι. Πρέπει να συζητήσουμε με απλά λόγια ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά μιας εναλλακτικής, μη καπιταλιστικής, σοσιαλιστικής κοινωνίας και ενός συστήματος εξουσίας που βασίζεται σε ένα άλλο είδος δημοκρατίας, δηλαδή στην εργατική δημοκρατία με συμβούλια. Αν και το πιο επείγον για την ώρα είναι να πετύχει το κίνημα έστω και μία συγκεκριμένη νίκη, που θα αυξήσει την εμπιστοσύνη της εργατικής τάξης και των καταπιεσμένων, δεν μπορούμε να αποφύγουμε να δώσουμε κάποια (πειστική) απάντηση στο ερώτημα «και τότε, τι;» Πρόκειται για ένα επαναλαμβανόμενο ζήτημα, που θα εμφανίζεται από δω και πέρα σε όλα τα επίπεδα του κινήματος. Ας ετοιμαστούμε, λοιπόν, για τον επόμενο γύρο των αγώνων!

* Ο Ανδρέας Κλόκε είναι μέλος της ΣΕ του Σπάρτακου. Στο παρόν κείμενο χρησιμοποιήθηκαν μέρη και από το άρθρο του Νίκου Συμεωνίδη, «Το “κίνημα των πλατειών” και οι προοπτικές που δημιουργεί», δημοσιευμένο στο International Viewpoint (στα αγγλικά), http://www.internationalviewpoint.org/spip.php?article2181.


 

Προσθήκη νέου σχολίου


Κωδικός ασφαλείας
Ανανέωση