Η κατάσταση στη Λιβύη και οι αραβικές επαναστάσεις
του Χρήστου Κεφαλή*
Οι εξεγέρσεις στον Αραβικό Κόσμο αποτελούν γεγονότα κοσμοϊστορικής εμβέλειας, που θα αλλάξουν μακροχρόνια την όψη της περιοχής αλλά και του πλανήτη. Ιδιαίτερα κρίσιμες είναι προφανώς οι εξελίξεις στη Λιβύη, όπου η αποτυχία του κινήματος να ανατρέψει με τις δικές του δυνάμεις τη δικτατορία του Καντάφι και η επέμβαση των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων θέτουν τους επαναστάτες αντιμέτωπους με κρίσιμα διλήμματα. Σε ένα πρόσφατο άρθρο του ο Βερντίλ Βιντέτ προβαίνει σε μια έγκυρη διατύπωση αυτών των διλημμάτων, αλλά και του τρόπου προσέγγισής τους από τους μαρξιστές: «Είναι η στρατιωτική δράση ενάντια στη Λιβύη αναγκαία και υποβοηθητική για να σταματήσει η επίθεση του καθεστώτος Καντάφι ενάντια στους αντιπάλους του ή είναι μια ιμπεριαλιστική επέμβαση οδηγημένη από το στρατηγικό εγωιστικό συμφέρον, η οποία θα κάνει μόνο τα πράγματα χειρότερα για το λιβυκό λαό;… Το ζήτημα είναι πραγματικά περίπλοκο και δεν μπορεί να απαντηθεί με έτοιμα συνθήματα για το ότι πάντα είμαστε αντίθετοι στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις ή τη χωρίς όρους υποστήριξη στους επαναστάτες. Μια σοβαρή απόκριση πρέπει να βασιστεί σε μια συγκεκριμένη εκτίμηση της κατάστασης στη Λιβύη, και όχι σε αφηρημένες αρχές ή την επαναστατική ρητορική»1.
Πραγματικά, μια μαρξιστική απόκριση οφείλει να πάρει υπόψη τα συγκεκριμένα δεδομένα της κατάστασης στη Λιβύη και τον υπόλοιπο Αραβικό Κόσμο. Πρωταρχικό ανάμεσά τους δεν μπορεί παρά να είναι η παναραβική εξέγερση, οι προοπτικές της, τα προβλήματα και οι δυνατότητες επιτυχίας της. Από την άλλη μεριά, στις επαναστάσεις αυτές εμπλέκονται τρεις παράγοντες, οι λαϊκές μάζες, οι τοπικές δικτατορίες και ο ιμπεριαλισμός, ο ρόλος των οποίων δεν είναι σε κάθε στιγμή ταυτόσημος. Γι’ αυτό στην αποτίμηση κάθε ιδιαίτερου γεγονότος απαιτείται να υπολογίζεται ο συγκεκριμένος συσχετισμός και οι συγκρούσεις τους.
Στη στάση ενός μέρους της Αριστεράς, στη χώρα μας ιδίως του ΚΚΕ αλλά όχι μόνο, οι θεωρήσεις αυτές δεν έπαιξαν κανένα ρόλο. Αντίθετα, επικράτησε και επικρατεί η εύκολη λύση της επαναστατικής ρητορικής, με την οικεία μηχανική καταδίκη των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων.
Θεωρούμε πώς μια τέτοια στάση είναι βαθιά λαθεμένη και δεν απαντά στα σύνθετα προβλήματα που εγείρουν οι αραβικές εξεγέρσεις γενικά και η κατάσταση στη Λιβύη ειδικότερα. Στο παρόν κείμενο θα διατυπώσουμε μερικές βασικές θέσεις για την πορεία των γεγονότων στη Λιβύη. Παραπέρα θα κριτικάρουμε τις εγχώριες απλουστευτικές προσεγγίσεις και θα αναφερθούμε σε μερικές γόνιμες αναλύσεις στη διεθνή μαρξιστική αριστερά.
Τέσσερεις θέσεις για τη Λιβύη
1. Τα γεγονότα του Αραβικού Κόσμου αποτελούν μια γνήσια λαϊκή, δημοκρατική επανάσταση, κάτι σαν το ευρωπαϊκό 1848 και το 1905 της Ρωσίας σε αραβικό έδαφος. Ανεξάρτητα από διαφορές, ιδιομορφίες στον τρόπο εκδήλωσης, μορφές πάλης, κ.ά., η ουσία των αναπτυσσόμενων κινημάτων είναι κοινή. Η αγανάκτηση ενάντια στις τυραννικές, διεφθαρμένες εξουσίες, οι οικονομικές στερήσεις, η περιθωριοποίηση της νεολαίας από τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις, συνδυάστηκαν με τις βλέψεις για εθνική ανεξαρτησία και αυτοδιάθεση, για απαλλαγή από την ιμπεριαλιστική ηγεμονία, ωθώντας τους λαούς στην εξέγερση. Μακριά από το να υποκινούνται από θρησκευτικό φανατισμό, οι επαναστάτες θέτουν πρώτα δημοκρατικά και, κατόπιν, κοινωνικο-οικονομικά ζητήματα. Η εξέγερση στη Λιβύη είναι μέρος της επαναστατικής διαδικασίας που αγκάλιασε σχεδόν ταυτόχρονα όλες τις χώρες, από την Τυνησία και την Αίγυπτο, ως το Μπαχρέιν, την Υεμένη, τη Συρία, κ.ά. και δεν μπορεί να διαχωριστεί από τη γενική κίνηση.
2. Σε αντίθεση με ότι συνέβαινε σε άλλες ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις στο παρελθόν, στη Λιβύη υπάρχει σήμερα ένα πραγματικό επαναστατικό κίνημα, που επιπρόσθετα κινδύνευε άμεσα με αφανισμό. Το καθεστώς Καντάφι, άσχετα από το επαναστατικό ξεκίνημά του, μετατράπηκε βαθμιαία στην πιο δεσποτική, διεφθαρμένη δικτατορία της περιοχής. Ενώ ακόμη και οι άρχουσες τάξεις στην Αίγυπτο και την Τυνησία, στο πρόσωπο τυράννων όπως ο Μουμπάρακ, ελίχτηκαν και ήρθαν σε διαβουλεύσεις με τους εξεγερμένους, ο Καντάφι από την πρώτη στιγμή προχώρησε στο μαζικό αιματοκύλισμα χαρακτηρίζοντάς τους ναρκομανείς και πράκτορες της Αλ Κάιντα. Δεν μπορεί να υπάρχει αμφιβολία λοιπόν πως αν με τη στρατιωτική υπεροχή του εξασφάλιζε τη νίκη, θα ακολουθούσε η μαζική σφαγή των επαναστατών.
Η ύπαρξη μιας πραγματικής λαϊκής εξέγερσης, με όλες τις αντιφάσεις της, και η δεινή θέση στην οποία είχε περιέλθει, διαφοροποιεί την κατάσταση στη Λιβύη από τις προηγούμενες επεμβάσεις του ιμπεριαλισμού την τελευταία 20ετία. Κάτι τέτοιο δεν ίσχυε στη Γιουγκοσλαβία το 1999, ούτε στο Ιράκ το 2003, ούτε στο Αφγανιστάν, όπου επρόκειτο βασικά για διαμάχες ανάμεσα στον ιμπεριαλισμό και σε τοπικές δικτατορίες και εθνικισμούς, χωρίς κανένα υπαρκτό επαναστατικό κίνημα. Στο Ιράκ το 1991, όπου ξέσπασε μια πραγματική μαζική εξέγερση των Κούρδων, ο ιμπεριαλισμός επέτρεψε στο σανταμικό καθεστώς να σφαγιάσει τους εξεγερμένους.
Ο ιμπεριαλισμός φυσικά επεμβαίνει στη Λιβύη με το πρόσχημα του ανθρωπισμού κυρίως για να υπερασπίσει και να διαφυλάξει τα δικά του στρατηγικά συμφέροντα. Ωστόσο, αυτό δεν αναιρεί το ότι, ανεξάρτητα από τους μακροχρόνιους σχεδιασμούς του, στη δοσμένη στιγμή, από τη λογική των γεγονότων και αθέλητα, προσφέρει άμεσα και μια βοήθεια στους εξεγερμένους. Αυτός είναι ο λόγος που η καταδίκη των ιμπεριαλιστικών επιδρομών στο Ιράκ και το Αφγανιστάν δεν μπορεί να μεταφερθεί άκριτα στη Λιβύη.
3. Ο ιμπεριαλισμός δεν είναι σήμερα στη θέση ισχύος που βρισκόταν το 1991 ή έστω το 2000. Η παγκόσμια οικονομική κρίση, που έπληξε πιο ισχυρά τα καπιταλιστικά κέντρα, έχει εξασθενίσει σοβαρά τη δύναμη του και την ικανότητά του να αναλαμβάνει νέες σταυροφορίες τύπου Ιράκ και Αφγανιστάν. Αυτή η εξασθένιση φαίνεται στην απροθυμία των ΗΠΑ να ηγηθούν της επέμβασης, τις αντιθέσεις στο στρατόπεδο των χωρών που τη στηρίζουν, την αδυναμία λήψης απόφασης για ανάληψη της επιχείρησης από το ΝΑΤΟ. Όλα αυτά πιστοποιούν ότι αν επικρατήσει η εξέγερση, η στρατηγική του ιμπεριαλισμού θα είναι μάλλον να επιβάλει έναν ευνοϊκό γι’ αυτόν διακανονισμό, που θα διατηρεί τα πλεονεκτήματά του στην περιοχή, παρά μια νέα κατοχή τύπου Ιράκ. Πιο συμφέρουσα έκβαση για τον ιμπεριαλισμό θα είναι ο διαμελισμός της Λιβύης, αφού θα διευκολύνει την εφαρμογή της πάγιας πολιτικής του του διαίρει και βασίλευε.
4. Η επέμβαση στη Λιβύη έχει επιπτώσεις στον υπόλοιπο Αραβικό Κόσμο, όπου αντικειμενικά κλονίζει τα εναπομένοντα αυταρχικά καθεστώτα της Σαουδικής Αραβίας, Υεμένης, Μπαχρέιν, Ιορδανίας, κ.ά. Αν οι ιμπεριαλιστές είχαν επέμβει στη Λιβύη άμεσα, στην περίοδο σύγχυσης του καθεστώτος Καντάφι, αυτό όχι μόνο θα οδηγούσε σε μια σύντομη, με πολύ λιγότερες θυσίες, ανατροπή του, αλλά θα έδινε ισχυρή ώθηση στις άλλες αραβικές εξεγέρσεις. Η ανασύνταξη και προσωρινή εδραίωση του καθεστώτος Καντάφι αντίθετα δίνει νέες δυνάμεις και θάρρος στους τοπικούς δυνάστες για την αιματηρή καταστολή των κινημάτων. Ακόμη και τώρα, ωστόσο, η επέμβαση θα οξύνει τις αντιθέσεις στο εσωτερικό των δυναστικών καθεστώτων, ανάμεσα σε δυνάμεις που επιμένουν στην καταστολή και σε άλλες που προτιμούν μια πιο ήπια πολιτική, φοβούμενες ότι αν τα πράγματα φτάσουν σε μια γενικευμένη σύρραξη τύπου Λιβύης θα έχουν την τύχη του Καντάφι. Αυτό θα διευκολύνει τη μελλοντική δράση των επαναστατών.
Οι απόψεις του ΚΚΕ και ορισμένων αριστερών δημοσιολόγων
Στις διακηρύξεις του ΚΚΕ εκφράστηκε πιο ισχυρά η αντιμετώπιση των γεγονότων από τη σκοπιά της αντιιμπεριαλιστικής ρητορικής, της οργισμένης καταδίκης της επέμβασης, του στιγματισμού της ιμπεριαλιστικής υποκρισίας, κοκ. Αυτός είναι ο λόγος που εξετάζοντάς τις μπορεί να εξάγουμε ένα σαφές συμπέρασμα για το αν η συγκεκριμένη προσέγγιση είναι βάσιμη και μπορεί να στηρίξει μια αριστερή, κινηματική τοποθέτηση απέναντι στις εξελίξεις.
Στην πραγματικότητα, εντελώς το αντίθετο αληθεύει. Η σοβαρή εξέταση αποκαλύπτει ότι η ρητορική του ΚΚΕ όχι μόνο στερείται ουσίας, αλλά σκεπάζει τον οικείο γραφειοκρατικό φόβο απέναντι στην επανάσταση, την περιφρόνηση και απάρνηση των κινημάτων.
Μιλώντας στη Βουλή κατά τη σχετική συζήτηση η Α. Παπαρήγα σχεδόν αρνήθηκε ότι στις αραβικές χώρες εξελίσσεται μια μεγάλη, πραγματική επαναστατική διαδικασία. «Δεν μπήκατε», είπε απευθυνόμενη στην ελληνική κυβέρνηση και τους ιμπεριαλιστές, «στην Τυνησία και την Αίγυπτο, δεν πήγατε εκεί πέρα. Τα λαϊκά στρώματα ξεσηκώθηκαν, αλλά τη σφραγίδα στις εξελίξεις τη βάζουν τμήματα της αστικής τάξης, που θέλουν να προχωρήσουν ορισμένοι εκσυγχρονισμοί στα πλαίσια του συστήματος… Λαϊκές εξεγέρσεις κατά κάποιο τρόπο έγιναν στην Αίγυπτο και στην Τυνησία και δεν έγιναν τώρα, από το 2007, 2008 υπάρχουν εκτεταμένες απεργίες και τοπικές εξεγέρσεις, εργατικές, στην Αίγυπτο. Ανάλογες εξελίξεις έχουμε στην Τυνησία. Στη Λιβύη δεν έγινε λαϊκή εξέγερση. Μακάρι να γινόταν. Λαϊκή εξέγερση δεν γίνεται στο Μπαχρέιν. Μην τα κάνετε όλα έτσι για να δικαιολογήσετε τις παρεμβάσεις και τις επεμβάσεις»2.
Όπως βλέπουμε, η Α. Παπαρήγα αναγνωρίζει μεγαλόψυχα ότι κάτι σαν εξέγερση έγινε στην Αίγυπτο και την Τυνησία, αλλά δεν βλέπει καμιά απολύτως εξέγερση στη Λιβύη και το Μπαχρέιν, ούτε στον υπόλοιπο Αραβικό Κόσμο, που είναι γι’ αυτήν σαν να μην υπάρχει. Ακόμη χειρότερα, για την Αίγυπτο και για την Τυνησία, η ίδια δέχεται ότι οι αστικές δυνάμεις έχουν ήδη ελέγξει σταθερά την κατάσταση και κατορθώσει να δώσουν τη δική τους κατεύθυνση στις εξελίξεις. Μπορεί να φανταστεί κανείς πιο απατηλή εικόνα;
Στην πραγματικότητα, οι εξεγέρσεις σε Αίγυπτο, Τυνησία και όλο τον Αραβικό Κόσμο όχι μόνο δεν έχουν εξαντληθεί, αλλά συνεχίζονται και αναπτύσσονται, σε μια διαδικασία που είναι ακόμη στα πρώτα στάδιά της. Στην Τυνησία από την αρχή των ταραχών συγκροτήθηκε ένα επαναστατικό μέτωπο, το Μέτωπο της 14ης Γενάρη, που μαζί με τη Γενική Συνομοσπονδία Εργατών της Τυνησίας παίζει καίριο ρόλο στα γεγονότα. Το κίνημα είναι τόσο ισχυρό, ώστε πρωθυπουργοί και υπουργοί παραιτούνται κάθε τόσο, σε μια προσπάθεια να αμβλυνθεί η λαϊκή οργή. Στην Αίγυπτο, η απομάκρυνση του Μουμπάρακ και το δημοψήφισμα μπορεί να έδωσαν μια προσωρινή ανάπαυλα, είναι όμως αστείο να φανταστεί κανείς ότι ένα κίνημα που κινητοποίησε εκατομμύρια μπορεί να ικανοποιηθεί και να κατευναστεί με τέτοιες αλλαγές. Οι διαδηλώσεις και οι απεργίες συνεχίζονται και όταν τεθούν τα θέματα των εκλογών, του νέου συντάγματος, κ.λπ., αν όχι και πιο άμεσα, μετά από την απαγόρευση των απεργιών από την κυβέρνηση την τελευταία βδομάδα, θα έχουμε σίγουρα νέες συγκρούσεις και ταραχές. Στην Υεμένη ήδη ένα μέρος του στρατού πέρασε με τους εξεγερμένους. Στο Μπαχρέιν, για να πνίξει τις διαμαρτυρίες, το καθεστώς αναγκάστηκε να καλέσει στρατό από τη Σαουδική Αραβία. Στην Αλγερία, την Ιορδανία, τη Συρία, το Μαρόκο, ακόμη και στο αμερικάνικο προπύργιο, τη Σαουδική Αραβία, σημειώνονται μαζικές ταραχές, συχνά με δεκάδες και εκατοντάδες θύματα. Από όλα αυτά τα κινήματα, που ξεπερνούν ασύγκριτα σε μαζικότητα, ορμή και θυσίες το δικό μας Πολυτεχνείο, η όραση της Α. Παπαρήγα διέκρινε μετά κόπου μια «κατά κάποιο τρόπο» εξέγερση στην Αίγυπτο και την Τυνησία και απολύτως τίποτε άλλο!
Η διαβεβαίωση της Α. Παπαρήγα ότι η εξέγερση υπήρχε στην Αίγυπτο ήδη από το 2007 και 2008 είναι λαθεμένη, συγχέοντας τις μεμονωμένες ταραχές με το παλλαϊκό κίνημα που δεν υπήρχε τότε. Εξίσου ψεύτικη είναι η παραδοχή της ότι οι αστικές δυνάμεις έχουν ήδη ελέγξει την κατάσταση. Στην Ρωσική Επανάσταση του 1917 όλοι ξέρουν ότι η αστική τάξη ανέλαβε την εξουσία από το Φλεβάρη ως τον Οκτώβρη, όμως αυτή η εξουσία αποδείχτηκε αδύναμη και μερικούς μήνες μετά ανατράπηκε από τη σοσιαλιστική επανάσταση. Αν όμως η ηγεσία των Μπολσεβίκων αποτιμούσε τις εξελίξεις όπως η νεοσταλινική ηγεσία του ΚΚΕ, τότε η επιτυχής καθοδήγηση της εξέγερσης δεν θα ήταν δυνατή, γιατί για να καθοδηγήσεις την εξέγερση πρέπει να πιστεύεις στη νίκη της και να μη δέχεσαι ότι οι αντίπαλοί της έχουν ήδη νικήσει πριν αυτό συμβεί στην πράξη. Το λιγότερο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η Α. Παπαρήγα δεν κατανοεί την κατάσταση, ότι υποτιμά τερατωδώς το συσσωρευμένο επί δεκαετίες επαναστατικό δυναμικό στις αραβικές χώρες, οι περισσότερες από τις οποίες κυβερνώνται από αναχρονιστικά καθεστώτα, κατάλοιπα του μεσαιωνισμού, με τους κάθε λογής σεΐχηδες απόλυτους κληρονομικούς αφέντες, ενώ δεν διασφαλίζονται στους πολίτες τους στοιχειώδη αστικά δικαιώματα και ελευθερίες.
Αλλά όλα αυτά, αν και σημαντικά, είναι ίσως δευτερεύοντα. Το κυριότερο είναι η άρνηση της Α. Παπαρήγα να αναγνωρίσει ότι στη Λιβύη υπήρξε μια πραγματική λαϊκή εξέγερση. Αυτό αντιφάσκει πλήρως προς τα γεγονότα.
Το καθεστώς του Καντάφι είναι από τα πιο στυγνά στην περιοχή. Πέρα από τα όργια καταπίεσης χρόνων ενάντια σε λίβυους αντικαθεστωτικούς από τις ειδικές του δυνάμεις, πλήθος μαρτυρίες, από Λίβυους, διπλωμάτες που παραιτήθηκαν και μετανάστες στο εξωτερικό, αραβικά πρακτορεία ειδήσεων, κ.ά., πιστοποιούν ότι η αντίδρασή του βασίστηκε σε ξένους μισθοφόρους από χώρες της Αφρικής (Κένυα, Νιγηρία, Ζιμπάμπουε) ενώ δημοσιεύματα κάνουν λόγο και για ουκρανούς πιλότους, στήριξη από το Ισραήλ, κ.λπ. Το ερώτημα που εύλογα θα τεθεί είναι: μπορεί ποτέ απέναντι σε μια τέτοια μηχανή, τροφοδοτούμενη με δις δολάρια από τα κέρδη του πετρελαίου, να έγινε δυνατό να ελευθερωθεί η μισή χώρα χάρη σε μια μηχανορραφία κατευθυνόμενη από τους ιμπεριαλιστές ή όποιον άλλο, χωρίς πραγματική μαζική εξέγερση;
Η απάντηση είναι όχι. Ακόμη και μια στοιχειώδης γνωριμία με την ειδησεογραφία μετά τις 10 Φλεβάρη όταν ξεκίνησε η εξέγερση, θα το καταδείξει. Ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου, που βρέθηκε ανταποκριτής στη Λιβύη, δίνει μια ενδιαφέρουσα και περιεκτική καταγραφή:
«Αυτό που διαπιστώσαμε ιδίοις όμμασι το τελευταίο δεκαπενθήμερο είναι ότι η εξέγερση έχει συντριπτική λαϊκή υποστήριξη στο ανατολικό τμήμα της χώρας (και φαίνεται να έχει ισχυρή, αν και όχι εξίσου συντριπτική, βάση και στο δυτικό, όπου ο Καντάφι διατηρεί τον έλεγχο, αν και η εξέγερση κέρδισε και εκεί μεγάλες πόλεις, ένθεν κακείθεν της πρωτεύουσας Τρίπολης). Η Βεγγάζη ζει κάθε βράδυ ατμόσφαιρα λαϊκού πανηγυριού και κάθε Παρασκευή διαδηλώσεις της τάξης των 100.000 ανθρώπων (σε έναν πληθυσμό μικρότερο του εκατομμυρίου). Εθελοντές πολιτοφύλακες, κυρίως νέοι, κατατάσσονται καθημερινά στον επαναστατικό στρατό και σπεύδουν κατά εκατοντάδες στην πρώτη γραμμή του μετώπου, ενώ από το Τομπρούκ, προς τα σύνορα με την Αίγυπτο, μέχρι την Αζντάμπια, στα δυτικά, στο δρόμο προς τη γενέτειρα του Καντάφι, Σύρτη, οι απελευθερωμένες πόλεις διοικούνται από επαναστατικά συμβούλια, τα οποία έχουν δημιουργήσει λαϊκές επιτροπές για κάθε τομέα της κοινωνικής ζωής (υγεία, παιδεία, καθαριότητα, οικονομία, ασφάλεια κλπ). Ο πληθυσμός είναι ένοπλος, ύστερα από τις αιματηρές εξεγέρσεις, με εκατοντάδες νεκρούς, που ανέτρεψαν το παλιό καθεστώς σ’ αυτό το τμήμα της χώρας. Ρόλο πυροκροτητή στη λιβυκή εξέγερση έπαιξαν αφ’ ενός μεν το κίνημα για την απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων και για την εξακρίβωση της τύχης των αγνοουμένων του καθεστώτος Καντάφι, αφ’ ετέρου δε το κίνημα της μορφωμένης νεολαίας, που επηρεάστηκε από τις ανατροπές των Μπεν Αλί και Μουμπάρακ, δυτικά και ανατολικά της Λιβύης και ξεκίνησε ένα αντάρτικο στον κυβερνοχώρο. Στην πολιτική ηγεσία της εξέγερσης τον τόνο δίνει η μικρή και μεσαία αστική τάξη και η διανόηση, κυρίως νομικοί, μηχανικοί και πανεπιστημιακοί. Ιδεολογικά, ο ορίζοντας της εξέγερσης είναι βασικά αστικοδημοκρατικός, με έντονη επιρροή του παραδοσιακού, αραβικού εθνικισμού»3.
Το να αποτύχει κανείς να δει την εξέγερση σε μια τέτοια διαδικασία σημαίνει να μη θέλει να δει την εξέγερση, να προφασίζεται τον αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό για να παρακάμπτει τις πραγματικές εξεγέρσεις, ακόμη και αν μιλά στο όνομά τους.
Στο ίδιο φύλλο του Ριζοσπάστη, σε άρθρο γραμμής στην τελευταία σελίδα, γίνεται προσπάθεια να τεκμηριωθεί ότι δεν συνέβηκε εξέγερση στη Λιβύη με το επιχείρημα ότι δεν υπήρξαν εργατικές διαδηλώσεις:
«Τι έγινε στη Λιβύη; Πρόκειται πράγματι για λαϊκή εξέγερση με παλλαϊκά χαρακτηριστικά; Γιατί ακόμη και σε σύγκριση με τον ξεσηκωμό σε Αίγυπτο και Τυνησία μαζική λαϊκή δράση στη Λιβύη δεν προκύπτει. Δεν γέμισαν οι πλατείες λαό. Οι απεσταλμένοι των μεγάλων καναλιών δεν μπόρεσαν να στοιχειοθετήσουν ξεσηκωμό όπως σε Αίγυπτο, Τυνησία. Άλλωστε, σε Αίγυπτο και Τυνησία, από το 2008 υπάρχουν εκτεταμένες εργατικές απεργίες, εργατικοί ξεσηκωμοί. Στη Λιβύη όχι»4.
Όπως βλέπουμε, ο αρθρογράφος θα ήταν πρόθυμος να αναγνωρίσει τη λιβυκή εξέγερση μόνο αν είχε εξεγερθεί μονομιάς όλος ο λαός και αν είχαν προηγηθεί εργατικές ταραχές και διαδηλώσεις. Μπορεί να φανταστεί κανείς πιο μεγαλόψυχη αναγνώριση της εξέγερσης;
Δυστυχώς, αν ως λαϊκές εξεγέρσεις λογίζονταν μόνο όσες ανταποκρίνονται σε αυτό το μοντέλο, είναι ζήτημα αν θα μπορούσε να βρει κανείς στην ιστορία μια εξέγερση για να αναγνωρίσει. Η εξέγερση του Πολυτεχνείου αγκάλιασε ενεργά ένα μικρό τμήμα του ελληνικού λαού και δεν συνοδεύτηκε από εργατικές ταραχές. Η εξέγερση της Πορτογαλίας το 1974 ξεκίνησε από το στρατό, χωρίς προηγούμενες εργατικές απεργίες. Η Ρωσική Επανάσταση του 1905 δεν ξεκίνησε από τους εργάτες, αλλά από μια ειρηνική πορεία απλοϊκών χωρικών που ήθελαν να υποβάλουν τα αιτήματά τους στον τσάρο. Το Εαμικό Κίνημα ξεκίνησε από τη λαϊκή αντίδραση στη γερμανική κατοχή και τον απειλούμενο αφανισμό της χώρας. Η Κουβανική Επανάσταση, η Κινεζική Επανάσταση του 1925-49, η Μεξικανική Επανάσταση του 1910, η Ισπανική Επανάσταση του 1936, ακόμη και η Παρισινή Κομμούνα του 1871 δεν ξεκίνησαν διόλου ως καθαρά εργατικά κινήματα. Είχαν όλες ιδιόμορφες αφορμές, χωρίς αυτό να εμποδίσει να εξελιχθούν στην πορεία σε μεγάλες λαϊκές, και συχνά εργατικές, επαναστάσεις.
Στην πραγματικότητα, είναι ζήτημα αν θα βρεθεί μια επανάσταση με τα γνωρίσματα που ο αρθρογράφος του Ριζοσπάστη θέτει ως όρο για να την εγκρίνει. Αυτό αληθεύει ακόμη και για την ίδια την Οκτωβριανή Επανάσταση. Και αληθεύει πολύ περισσότερο για δημοκρατικές επαναστάσεις, όπως η εξελισσόμενη σήμερα στον Αραβικό Κόσμο, όπου συμμετέχουν διάφορες τάξεις και συνυπάρχουν ποικίλες τάσεις και κατευθύνσεις, συχνά συγκρουόμενες και αντιφατικές.
Οι μαρξιστές, όπως ο Λένιν, αναγνώριζαν πάντα αυτές τις αντινομίες και τις συγχύσεις στα επαναστατικά κινήματα της εποχής τους, όπως και την ύπαρξη αντιδραστικών στοιχείων που προσπαθούσαν να τις εκμεταλλευτούν. Το έκαναν όμως για να υποστηρίξουν τη συνεπή διεξαγωγή της επαναστατικής πάλης, με την έμπρακτη ηγεμόνευσή της από το προλεταριάτο. Οι κονδυλοφόροι του Ριζοσπάστη και η κ. Παπαρήγα, επικαλούνται αντίθετα τις αδυναμίες για να αρνηθούν το ίδιο το γεγονός της επανάστασης. Αυτό ασφαλώς είναι κάτι εντελώς διαφορετικό.
Κατά βάθος, οι κονδυλοφόροι του ΚΚΕ ασπάζονται την αντίληψη της καθαρής επανάστασης, για την οποία ο Λένιν προειδοποιούσε ότι οι οπαδοί της δεν θα ζήσουν για να τη δουν ποτέ. Σύμφωνα με την κατά ΚΚΕ εκδοχή της, επανάσταση είναι να δίνουν εντολές στο λαό να εξεγερθεί και να αντισταθεί, όπως αυτές που γεμίζουν καθημερινά το Ριζοσπάστη, και ο λαός να ανταποκριθεί στις εντολές. Όσοι σκέφτονται έτσι είναι σκουριασμένοι σχολαστικοί που περιφρονούν το κίνημα, θεωρώντας όχι την επανάσταση μέτρο του εαυτού τους, αλλά τον εαυτό τους μέτρο της επανάστασης. Είναι κατά βάση κομματικοί δημόσιοι υπάλληλοι που καταπιάνονται από τη σιγουριά του γραφείου τους να κατατάσσουν σχολαστικά σαν φυσιοδίφες τις επαναστάσεις και να αποχαυνώνουν τους απλούς αγωνιστές. Στην πράξη, οι “επαναστάτες” αυτού του είδους κρύβουν κάτω από ηχηρές φράσεις το φόβο τους απέναντι στην επανάσταση και θα παίζουν πάντα ρόλο αντεπαναστατικό, όπως έκαναν αμέτρητες φορές στο παρελθόν.
Οι αντιιμπεριαλιστικοί φιλιππικοί της Α. Παπαρήγα με αφορμή την επέμβαση στη Λιβύη είναι κλασικά δείγματα αυτής της ψευτο-επαναστατικής υποκρισίας, έχοντας να κάνουν όχι με τα συμφέροντα του κινήματος, αλλά της νεοσταλινικής ηγετικής ομάδας του ΚΚΕ. Στόχος τους είναι να απομακρύνουν τις υποψίες από πάνω τους, να παραπλανήσουν τους εαυτούς τους και τους άλλους για το πραγματικό περιεχόμενο της σταλινικής αναπαλαίωσης που επιχειρούν, αξιοποιώντας τα γεγονότα στη Λιβύη για να παίρνουν πόζες επαναστατικής αδιαλλαξίας. Πιστοποιούν έτσι ότι είναι ένα κακοήθες καρκίνωμα στο σώμα του κινήματος, που πρέπει επιτακτικά να αφαιρεθεί.
Σε αντίθεση με το Ριζοσπάστη, που δεν φέρνει κανένα επιχείρημα για να δικαιολογήσει την άρνησή του της λιβυκής εξέγερσης, ορισμένοι δημοσιολόγοι στο χώρο της Αριστεράς προσπαθούν να παρουσιάσουν μια στοιχειώδη αιτιολόγηση. Έτσι ο Γ. Δελαστίκ, χωρίς να αρνείται το γεγονός της εξέγερσης, όπως και ότι το δίκιο ήταν αρχικά με το μέρος των εξεγερμένων, υποστηρίζει ότι η επέμβαση άλλαξε ριζικά τα πράγματα:
«Η εξαπόλυση της αμερικανονατοϊκής αεροπορικής επίθεσης άλλαξε ριζικά τον χαρακτήρα των συγκρούσεων στη Λιβύη. Μέχρι τώρα είχαμε μια εμφύλια σύρραξη, με τον Καντάφι να έχει βάψει τα χέρια του στο αίμα του λαού του… Από τη στιγμή που ξεκίνησε όμως η επίθεση των αμερικανονατοϊκών επιδρομέων… ο εμφύλιος υποβαθμίζεται και σε πρώτο πλάνο έρχεται ο εθνικός αμυντικός πόλεμος εναντίον των ξένων επιδρομέων… Ο τύραννος Καντάφι τίθεται εκ των πραγμάτων επικεφαλής των λιβυκών δυνάμεων που αμύνονται του πατρίου εδάφους εναντίον της ξένης επιβουλής κατά της πατρίδας τους. Είτε μας αρέσει είτε όχι αυτή είναι η αντικειμενική πραγματικότητα, όσο και αν αντιπαθεί κανείς τον σημερινό εκφυλισμένο Καντάφι που δεν έχει πλέον καμιά σχέση με τον φιλολαϊκό ηγέτη του παρελθόντος. Αντιστοίχως, οι αντικανταφικές δυνάμεις που καλούσαν τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ να βομβαρδίσουν τη χώρα τους και να σκοτώσουν τον Καντάφι για να τους παραδώσουν εν συνεχεία την εξουσία, καθίστανται εξ αντικειμένου συνεργάτες των ξένων επιδρομέων κατά της πατρίδας τους. Οποιαδήποτε κυβέρνηση προέλθει πλέον από τις τάξεις τους δεν θα είναι τίποτε περισσότερο από μια θλιβερή κυβέρνηση ανδρεικέλων των ξένων, δωσιλογικού χαρακτήρα, η οποία θα υπηρετήσει τυφλά τα συμφέροντά τους, εκχωρώντας τους φυσικά πάνω απ’ όλα τη δυνατότητα λεηλασίας του πετρελαίου και του φυσικού αερίου της Λιβύης»5.
Ο Γ. Δελαστίκ προσπαθεί τουλάχιστον να φέρει ένα συγκεκριμένο επιχείρημα. Η ιστορία πράγματι γνωρίζει περιπτώσεις πολέμων που είχαν προοδευτικό χαρακτήρα, ακόμη και αν διεξάγονταν κάτω από ένα αντιδραστικό καθεστώς. Μια από τις πιο αντιπροσωπευτικές ήταν ο ελληνοιταλικός πόλεμος του 1940, όταν ο λαός με τον σύσσωμο ξεσηκωμό του μετέτρεψε σε γνήσια αντιφασιστικό τον πόλεμο παρότι η Ελλάδα κυβερνιόταν από την ωμή δικτατορία του Μεταξά. Αν μπορούσε να δειχτεί ότι στη Λιβύη συμβαίνει κάτι ανάλογο, η απόρριψη της εξέγερσης θα δικαιωνόταν.
Παίρνοντας αυτή τη θέση όμως, ο αρθρογράφος ξεχνά την οικεία μαρξιστική πρόταση ότι ο πόλεμος είναι συνέχεια της πολιτικής, ενώ δεν φέρνει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει πως η επέμβαση προκάλεσε μια τέτοια αλλαγή στην πολιτική κατάσταση. Και η ουσία είναι ότι δεν υπάρχει καμιά μαρτυρία για οποιαδήποτε λαϊκή μαζική αντίδραση, είτε στην ίδια τη Λιβύη, είτε γενικά στη Βόρεια Αφρική. Το μόνο που υπάρχει, όπως έδειξε η δημόσια εμφάνιση του Καντάφι μετά την επίθεση, είναι ένα φοβισμένο ανδρείκελο που απειλεί με τον παγκόσμιο ισλαμισμό. Μη όντας ικανός να υποδείξει καμιά λαϊκή αντίδραση, ο Δελαστίκ αναγορεύει τον Καντάφι και τους μισθοφόρους του σε γνήσιους εκφραστές της λαϊκής θέλησης και καθοδηγητές της “αντίστασης”. Αυτό είναι σαν να έλεγε κανείς ότι ο Μεταξάς και η κυβέρνησή του ήταν οι πρωτεργάτες της αντιφασιστικής πάλης το 1940.
Αλλά και η διαβεβαίωση ότι επειδή οι εξεγερμένοι δέχτηκαν τη βοήθεια του ιμπεριαλισμού θα γίνουν μοιραία δωσίλογοι κάθε άλλο παρά αληθεύει. Στην περίοδο της ειρήνης του Μπρεστ, οι Μπολσεβίκοι δέχτηκαν τη βοήθεια των στρατιωτικών συμβούλων της Αντάντ, χωρίς να γίνουν γι’ αυτό πράκτορες των ιμπεριαλιστών. Ο ΕΛΑΣ δέχτηκε στρατιωτική βοήθεια από τους Εγγλέζους, αλλά δεν έγινε γι’ αυτό το λόγο όργανο της αγγλικής πολιτικής. Φυσικά, στη Λιβύη δεν αποκλείεται να υπάρξουν περιπτώσεις δωσιλογισμού, το να λέγεται όμως γενικά ότι το να δεχτούν οι επαναστάτες βοήθεια από τους ιμπεριαλιστές είναι δωσιλογισμός φανερώνει έλλειψη εμπιστοσύνης στις δυνάμεις του κινήματος. Στην πραγματικότητα –όπως τόνιζαν αδιάλειπτα οι κλασικοί του μαρξισμού– δεν υπάρχει τίποτα επιλήψιμο στο να αξιοποιούν οι επαναστάτες τις αντιθέσεις ανάμεσα στις αντιδραστικές δυνάμεις, εδώ το κανταφικό καθεστώς και τον ιμπεριαλισμό, για να αποφύγουν συντριπτικές ήττες και να βοηθήσουν τον αγώνα τους.
Οι διακηρύξεις του αρθρογράφου είναι έτσι αστήρικτες και μπορεί να εκληφθούν μόνο ως δείγματα πανικού. Το προφανές ασύστατό τους εκθέτει όμως την αντιιμπεριαλιστική ρητορική του ΚΚΕ, καθώς το επιχείρημα του Δελαστίκ είναι το μόνο νοητό επιχείρημα, με το οποίο, αν ευσταθούσε, θα μπορούσε να τεκμηριωθεί ότι πρόκειται για κάτι παραπάνω από ρητορείες.
Μερικές ενδιαφέρουσες μαρξιστικές αναλύσεις
Ενώ στη χώρα μας κυριαρχούν τα δογματικά κλισέ και οι καταγγελίες, στο εξωτερικό μαρξιστές δημοσιολόγοι έχουν παρουσιάσει αναλύσεις που μπορεί να στηρίξουν μια μαρξιστική πολιτική στην κρίση της Λιβύης. Εκτός από το μνημονευμένο κείμενο του Βιντέτ, εμφανίστηκαν στο International Viewpoint μια συνέντευξη και ένα άρθρο του αραβικής καταγωγής πολιτικού αναλυτή Γκ. Ατσκάρ6. Μια αναφορά στα επιχειρήματά τους θα ξεκαθαρίσει καλύτερα τα διαφιλονικούμενα σημεία.
Ο Βιντέτ σημειώνει ότι δεν υπάρχει μια πλήρης εκτίμηση του σε ποιο βαθμό οι ηγέτες της εξέγερσης αντιπροσωπεύουν όντως τη θέληση της πλειοψηφίας του λιβυκού λαού. Ωστόσο, διατυπώνοντας αυτή και άλλες παρόμοιες επιφυλάξεις, τονίζει ότι η στάση της ευρωπαϊκής Αριστεράς, για να είναι υπεύθυνη, δεν μπορεί παρά να έχει ως εστίαση την πορεία της εξέγερσης και την τύχη των εξεγερμένων: «Το γεγονός ότι η ηγεσία των λιβυκών επαναστατικών δυνάμεων κατά τις τελευταίες μέρες έχει ζητήσει από τη Δύση να επιβάλουν μια ζώνη απαγόρευσης πτήσεων δεν μπορεί να αγνοηθεί. Αν η Αριστερά στη Δύση δεν το αντιμετωπίσει αυτό θα φανούμε πολύ χειραγωγητικοί προς τους ανθρώπους που διακινδυνεύουν τις ζωές τους ενάντια σε έναν αδυσώπητο δικτάτορα»7. Αυτή είναι μια πολύ σωστή υπόδειξη της περιφρόνησης απέναντι στην εξέγερση που καταδείξαμε ήδη στις αντιιμπεριαλιστικές ρητορείες του Ριζοσπάστη.
Ο Ατσκάρ επίσης στη συνέντευξή του επισημαίνει την ετερογένεια των επαναστατικών δυνάμεων στη Λιβύη. Σημειώνοντας την υποκρισία των ανθρωπιστικών διακηρύξεων της Δύσης και ξεσκεπάζοντας τα προφανή πραγματικά κίνητρά της, ο ίδιος ωστόσο καταλήγει: «Το γεγονός παραμένει, παρ’ όλα αυτά, ότι αν επιτρεπόταν στον Καντάφι να συνεχίσει τη στρατιωτική επίθεσή του και να πάρει τη Βεγγάζη, θα υπήρχε μια τεράστια σφαγή. Εδώ έχουμε μια περίπτωση όπου ένας πληθυσμός βρίσκεται άμεσα σε κίνδυνο και όπου δεν υπάρχει καμιά εύλογη εναλλακτική επιλογή που θα μπορούσε να τον προστατέψει. Η επίθεση του Καντάφι ήταν ώρες ή το πολύ μέρες μακριά. Δεν μπορείς στο όνομα των αντιιμπεριαλιστικών αρχών να αντιπαρατεθείς σε μια δράση που θα εμποδίσει το σφαγιασμό αμάχων»8.
Αυτό είναι ένα σημαντικό σημείο, ιδιαίτερα απέναντι στη φιλολογία που κατακεραυνώνει την υποκρισία των ιμπεριαλιστών όταν μιλούν για προστασία των αμάχων. Στο Ριζοσπάστη καταχωρήθηκαν αυτές τις μέρες αμέτρητα άρθρα πάνω στο θέμα ότι ο αληθινός στόχος των επεμβατιστών είναι τα πετρέλαια, ότι η Λιβύη έχει τα πιο πλούσια κοιτάσματα, ότι μετά την επέμβαση ιδιαίτερα ο Καντάφι απείλησε να δώσει προτίμηση στις κινεζικές αντί τις αμερικάνικες εταιρείες, κάτι που οι δυτικές δυνάμεις θέλουν να αποφύγουν, κοκ. Όσοι όμως ανακαλύπτουν έτσι την Αμερική θα όφειλαν, μετά από όλα αυτά, να απαντήσουν συγκεκριμένα και με σαφήνεια στο παραπάνω ζήτημα. Ως τα τώρα, δεν το έχουν κάνει· απεναντίας οι αντιιμπεριαλιστικές φωνασκίες χρησιμεύουν για να το υπεκφεύγουν και να το σκεπάζουν.
Στο άλλο, πιο σημαντικό κείμενό του, ο Ατσκάρ φέρνει σαν παράδειγμα τη σύναψη της Ειρήνης του Μπρεστ από τους Μπολσεβίκους, η οποία, αν και αντιπροσώπευε έναν εξαιρετικά δυσμενή συμβιβασμό με τους ιμπεριαλιστές, ήταν επιβεβλημένη από τον αρνητικό στη δοσμένη στιγμή συσχετισμό δυνάμεων. Παραθέτει την επιχειρηματολογία του Λένιν:
«Η Συμφωνία του Μπρεστ-Λιτόφσκ ήταν όντως ένας συμβιβασμός με τους ιμπεριαλιστές, αλλά ήταν ένας συμβιβασμός που, κάτω από τις περιστάσεις έπρεπε να γίνει… Το να απορρίπτεις τους συμβιβασμούς “από άποψη αρχής”, το να απορρίπτεις το επιτρεπτό των συμβιβασμών γενικά, άσχετα από το είδος τους, είναι παιδικότητα, που είναι δύσκολο ακόμη και να την εξετάσεις σοβαρά… Πρέπει να είναι κανείς ικανός να αναλύσει την κατάσταση και τις συγκεκριμένες συνθήκες κάθε συμβιβασμού, ή κάθε ποικιλίας συμβιβασμού. Πρέπει να μάθει κανείς να διακρίνει ανάμεσα σε έναν άνθρωπο που έχει δώσει τα χρήματα και τα όπλα του στους ληστές για να περιορίσει το κακό που μπορούν να κάνουν και να διευκολύνει τη σύλληψή και εκτέλεσή τους, και έναν άνθρωπο που δίνει τα χρήματα και τα όπλα του στους ληστές για να έχει μερίδιο στη λεία»9.
Αυτό επίσης είναι εξαιρετικά σημαντικό απέναντι σε όσους αποκαλούν την πρόσκληση των εξεγερμένων προς τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις δείγμα “δωσιλογισμού” και αξιώνουν ότι η καταδίκη της επέμβασης είναι η μόνη νοητή αριστερή στάση. Ιδιαίτερα όσοι διατυπώνουν αυτές τις θέσεις στο όνομα του μαρξισμού, θα έπρεπε να αποδείξουν πρώτα ότι η στάση των εξεγερμένων δεν ήταν ένας αναγκαίος συμβιβασμός, μια περίπτωση όπου έπρεπε προσωρινά να καλέσουν τους ληστές, για να αποφύγουν την εξόντωσή τους από τους δολοφόνους. Το ότι οι λίβυοι επαναστάτες απέρριψαν αρχικά και για καιρό την επιλογή της έκκλησης βοήθειας προς τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και προέβησαν σ’ αυτή μόνο όταν έγινε σαφές ότι ο Καντάφι απέκτησε πλήρη στρατιωτική υπεροχή και επαπειλούνταν η συντριβή τους, πιστοποιεί αναμφισβήτητα ότι επρόκειτο για τη δεύτερη περίπτωση, της αναγκαστικής, επιβεβλημένης από τις περιστάσεις, κλήσης των ληστών. Και, από την άλλη, καταρρίπτει τις αιτιάσεις ότι αυτό που συνέβηκε στη Λιβύη δεν ήταν πραγματική εξέγερση αλλά χειραγωγούμενη διαδικασία, αφού αν οι εξεγερμένοι ήταν υποχείρια θα είχαν σπεύσει να ζητήσουν τη βοήθεια των ιμπεριαλιστών πολύ πριν.
Ο Ατσκάρ δίνει ακόμη αρκετά στοιχεία για το καθεστώς του Καντάφι και τις δυνάμεις της λιβυκής εξέγερσης. Για την τελευταία σημειώνει πάλι την ετερογένειά της, «ένα μίγμα πολιτικών και διανοούμενων διαφωνούντων των δημοκρατικών και ανθρώπινων δικαιωμάτων, μερικοί από τους οποίους πέρασαν πολλά χρόνια στις φυλακές του Καντάφι, ανθρώπους που έσπασαν με το καθεστώς για να συμμετάσχουν στην εξέγερση, και αντιπροσώπους των τοπικών και φυλετικών ποικιλιών του λιβυκού πληθυσμού»10. Ωστόσο, υποδεικνύει, στη σύνθεση και τα αιτήματά της, η εξέγερση δεν διαφέρει ουσιαστικά από εκείνες στις άλλες αραβικές χώρες, «το πρόγραμμα στο οποίο είναι ενωμένοι είναι ένα πρόγραμμα δημοκρατικής αλλαγής –πολιτικές ελευθερίες, ανθρώπινα δικαιώματα, και ελεύθερες εκλογές– ακριβώς όπως όλες οι άλλες εξεγέρσεις στην περιοχή». Αυτό είναι επίσης ένα πολύ σημαντικό σημείο, γιατί δείχνει ότι αν κάποιος διαλέξει να απορρίψει τη λιβυκή εξέγερση λόγω της ασάφειας των αιτημάτων και της ηγεσίας της, θα έπρεπε να κάνει το ίδιο με όλες τις αραβικές εξεγέρσεις.
Αισθανόμενος το λαθεμένο της προσέγγισης του ζητήματος στη βάση γενικόλογων καταγγελιών, ο Ατσκάρ σε ορισμένα σημεία πηγαίνει λίγο στο αντίθετο άκρο, της αναγνώρισης μιας δυνητικής γενικά θετικής σημασίας στην επέμβαση, με την έννοια ότι θα μπορούσε πραγματικά μακροχρόνια να γίνει με τρόπο ώστε να εγγυηθεί την προστασία των αμάχων χωρίς ιμπεριαλιστικούς σκοπούς. Έτσι κάνει λόγο για «έλλειψη εγγυήσεων» και «ασάφεια»11 στην απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας για τη μη εξυπηρέτηση ιμπεριαλιστικών σκοπών.
Η αλήθεια είναι ότι, άσχετα από φραστικές διατυπώσεις, η πολιτική του ιμπεριαλισμού θα εξυπηρετεί τα σχέδια και τα συμφέροντά του στην περιοχή. Εκτός από τη δύναμη των λαών, αποκρυσταλλωμένη σε μια λαϊκή εξουσία ικανή να ματαιώσει αυτά τα σχέδια, καμιά άλλη εγγύηση δεν μπορεί να υπάρξει, ούτε είναι δυνατό να διασφαλιστεί μέσω αποφάσεων του ΟΗΕ. Ωστόσο, πέρα από ανακολουθίες, ο Ατσκάρ ξεκινά από τη σωστή αφετηρία ότι η αντιιμπεριαλιστική ρητορική δεν αποτελεί μαρξιστική απάντηση και ότι «από μια αντιιμπεριαλιστική θεώρηση δεν μπορεί και δεν πρέπει να αντιπαρατίθεται κανείς στη ζώνη απαγόρευσης πτήσεων»12, αλλά μόνο στη χερσαία εμπλοκή του ιμπεριαλισμού.
Ο ίδιος εξετάζει επίσης, αν και όχι στο απαιτούμενο βάθος, το θέμα της επίδρασης που θα είχε η κατάπνιξη της λιβυκής εξέγερσης στα κινήματα στις άλλες αραβικές χώρες. Εδώ κάνει μια εκτίμηση για τη στάση του Αραβικού Συνδέσμου: «Η πίεση της αραβικής κοινής γνώμης ασφαλώς έπαιξε ένα ρόλο στην έκκληση του Αραβικού Συνδέσμου για μια ζώνη απαγόρευσης πτήσεων πάνω από τη Λιβύη, αν και δεν μπορεί να υπάρχει αμφιβολία ότι τα περισσότερα αραβικά καθεστώτα επιθυμούσαν να μπορέσει ο Καντάφι να καταστείλει την εξέγερση και έτσι να αντιστρέψει το επαναστατικό κύμα που διατρέχει όλη την περιοχή και κλονίζει τα δικά τους καθεστώτα από την αρχή αυτού του χρόνου»13.
Η πραγματικότητα, νομίζουμε, είναι κάπως πιο περίπλοκη.
Είναι σαφές ότι τα δεσποτικά αραβικά καθεστώτα και ο ιμπεριαλισμός ωφελούνται από τα κτυπήματα που κατέφερε ο Καντάφι στις δυνάμεις της λιβυκής εξέγερσης. Τα κτυπήματα αυτά από τη μια προκαλούν ένα μούδιασμα και ανασφάλεια στις άλλες αραβικές εξεγέρσεις, ενώ από την άλλη αυξάνουν τις πιθανότητες να μπορέσει ο ιμπεριαλισμός να επιβάλει τους όρους του στην μετακανταφική Λιβύη απέναντι σε ένα αποδυναμωμένο κίνημα. Αυτό άλλωστε εξηγεί γιατί οι ιμπεριαλιστές προτίμησαν να αφήσουν το στρατό του Καντάφι να καταφέρει τόσο ισχυρά κτυπήματα προτού αναλάβουν δράση.
Ωστόσο, η πλήρης επικράτηση του Καντάφι και το αιματοκύλισμα που θα ακολουθούσε δεν θα ήταν προς το συμφέρον της αντίδρασης. Από ένα σημείο και μετά, η διαδικασία μπορούσε να γυρίσει μπούμερανγκ και να έχει το αντίθετο αποτέλεσμα. Το ξέσπασμα της λαϊκής οργής στην Τυνησία ξεκίνησε από μια πράξη απόγνωσης, την αυτοπυρπόληση ενός απελπισμένου άνεργου, στην οποία οι αραβικές μάζες αναγνώρισαν την αποτύπωση της μοίρας τους. Αν ο Καντάφι καταλάμβανε τη Βεγγάζη, τα πογκρόμ που θα ακολουθούσαν θα πολλαπλασίαζαν την οργή των άλλων αραβικών λαών, η οποία θα στρεφόταν αναπόφευκτα ενάντια στα δικά τους καθεστώτα. Οι δεσμοί μεταξύ των Αράβων είναι ιδιαίτερα ισχυροί, σε βαθμό που σχεδόν προδικάζει ότι η αντίδρασή τους θα εκδηλωνόταν με αυτό τον τρόπο. Σε κάθε περίπτωση, πέρα από την περιπλοκή με τα πετρέλαια, που θα αντιπροσώπευε η νίκη του Καντάφι, αυτό ήταν ένας πραγματικός κίνδυνος, που οι αντιδραστικές δυνάμεις δεν μπορούσαν να αγνοήσουν. Οι ιμπεριαλιστές έδειξαν λοιπόν την εμπειρία τους στο να υπηρετούν το σύστημά τους, πραγματοποιώντας την επέμβαση τη στιγμή ακριβώς που ήταν πιο κατάλληλη για τα συμφέροντά τους.
Από την άλλη μεριά, για διαφορετικούς λόγους, η συντριβή των επαναστατών στη Βεγγάζη δεν θα ήταν προς το συμφέρον της επαναστατικής διαδικασίας στην περιοχή. Πρώτ’ απ’ όλα, η καταστροφή του επαναστατικού κινήματος μιας χώρας δεν μπορεί γενικά, εκτός από πολύ απίθανες περιστάσεις, να είναι προς το συμφέρον της παγκόσμιας επανάστασης. Κατά δεύτερο λόγο, αν οι συγκρούσεις και η αιματοχυσία έπαιρναν ένα τόσο απεγνωσμένο χαρακτήρα, θα προέκυπταν σημαντικές δυσκολίες και κίνδυνοι, που θα έκαναν αμφίβολο το κέρδος από την πιθανή ανατροπή ενός ή δύο καθεστώτων. Όχι μόνο τα μαζικά πογκρόμ θα μπορούσε να επεκταθούν σε άλλες χώρες, αλλά θα δημιουργούνταν όροι για επανεμφάνιση του ισλαμικού φανατισμού, ενώ και η άντληση των οφελών από την επαναστατική διαδικασία θα δυσχεραινόταν αφάνταστα από τις τεράστιες καταστροφές. Οι επαναστάτες δεν θεωρούν τη βία αυτοσκοπό, απεναντίας υποστηρίζουν την άσκηση της βίας στη μικρότερη δυνατή κάτω από δοσμένες περιστάσεις έκταση και με τρόπο που να διευκολύνει την επίτευξη των στόχων του κινήματος.
Μια σημαντική πλευρά στην ανάλυση του Ατσκάρ είναι η ισχυρή αντιπαράθεση των τωρινών εξεγέρσεων στα παλιά κινήματα του αραβικού εθνικισμού στις δεκαετίες του ’50 και του ’60. Πραγματικά, εκείνη η περίοδος γνώρισε την άνοδο εθνικών κινημάτων, στην Αίγυπτο (νασερισμός), τη Συρία, αργότερα τη Λιβύη, κ.λπ., τα οποία προώθησαν συχνά σοβαρές προοδευτικές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Ωστόσο, τα κινήματα αυτά, που καθοδηγούνταν από μερίδες της αστικής τάξης, έμειναν κυρίως κινήματα κορυφής, δεν παραμέρισαν τις αυταρχικές πολιτικές δομές και πισωγύρισαν, είτε με την αλλαγή των προσώπων στην εξουσία (Σαντάτ και Μουμπάρακ στην Αίγυπτο), είτε κάτω από τον ίδιο ηγέτη που μετατράπηκε σε δυνάστη (Καντάφι στη Λιβύη), σε καταπιεστικές εξουσίες, υποτελείς στον ιμπεριαλισμό. Ο Ατσκάρ έχει δίκιο να υπογραμμίζει ότι τα τωρινά κινήματα είναι κυρίως κινήματα βάσης, παρουσιάζοντάς μας μια επαναστατική δράση των αραβικών μαζών χωρίς όμοιό της στο παρελθόν.
Είναι έτσι σαφές ότι σε αυτή τη στιγμή οι γενικές καταγγελίες του ιμπεριαλισμού όχι μόνο δεν βοηθούν στον καθορισμό μιας σωστής στάσης, αλλά και αποτελούν δείγμα ηττοπάθειας, της αντίληψης της παντοδυναμίας του ιμπεριαλισμού και της έλλειψης πίστης στις δυνάμεις του κινήματος όσων καταφεύγουν σε αυτές.
Η μαρξιστική απόκριση στα γεγονότα στη Λιβύη θα έπρεπε αντίθετα να περιλαμβάνει στοιχεία όπως:
1) Μια γενικά κριτική στάση απέναντι στην επέμβαση, ώστε να διαλύονται ιδιαίτερα αυταπάτες στη λαϊκή βάση της εξέγερσης για το μελλοντικό ρόλο του ιμπεριαλισμού.
2) Η αντιπαράθεση ιδιαίτερα σε μια χερσαία εμπλοκή του ιμπεριαλισμού.
3) Κριτική της ιμπεριαλιστικής διπροσωπίας, που αφού άφησαν για καιρό τους επαναστάτες στην τύχη τους, επενέβηκαν μόνο τη στιγμή που βόλευε τις δικές τους επιδιώξεις, ενώ την ίδια ώρα αδιαφορούν για τις σφαγές που προέρχονται από φίλα προσκείμενά τους καθεστώτα (Μπαχρέιν, Σαουδική Αραβία, κ.λπ.).
4) Η μη απόρριψη της επιβολής στη δοσμένη στιγμή της ζώνης απαγόρευσης πτήσεων, η αναγνώριση ότι αυτό ήταν ένας θεμιτός συμβιβασμός από τη μεριά της εξέγερσης.
Σαν συμπέρασμα
Στο βιβλίο του Η Ρωσία Σήμερα και Αύριο ο Π. Μιλιουκόφ, ο ηγέτης των ρώσων φιλελεύθερων και οξυδερκής αντίπαλος των Μπολσεβίκων κατά την Οκτωβριανή Επανάσταση, προβαίνει σε μερικές θεμελιώδεις σκέψεις για τη φύση της επανάστασης:
«Η ψυχολογία όλων των πραγματικών επαναστάσεων είναι η ίδια. Αναπτύσσονται από συγκριτικά μετριοπαθείς σε πιο προωθημένες και ακραίες τάσεις, καθώς το κίνημα περνά από τις ηγετικές ομάδες στις ανοργάνωτες μάζες. Μια επανάσταση δεν είναι μόνο η δραματική ανατροπή μιας κεντρικής κυβέρνησης. Είναι μια διαδικασία, μια μεταβαλλόμενη κατάσταση πνεύματος σε μεγάλα κοινωνικά στρώματα, και αυτή η διαδικασία παίρνει καιρό για να ριζώσει και να περάσει από όλα τα στάδιά της. Για όσο αυτή η εσωτερική διαδικασία στον κοινωνικό οργανισμό δεν έχει διατρέξει την αναπόφευκτη πορεία της, η επανάσταση είναι προορισμένη να διαρκεί και να αναπτύσσεται. Το φυσικό τέλος της διαδικασίας είναι – η εκπλήρωση των διεκδικήσεων και επιθυμιών που προβάλλουν οι μάζες και που έμειναν χωρίς ικανοποίηση από τις κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις οι οποίες καταστρέφονται στη διαδικασία του επαναστατικού αγώνα»14.
Τέτοια είναι όντως η δυναμική των πραγματικών επαναστάσεων, δηλαδή των κινημάτων εκείνων που κατορθώνουν να ξεπεράσουν το όριο μιας απλής, περιορισμένης αναταραχής και να μετατραπούν σε λαϊκές εξεγέρσεις. Και τα κινήματα στις αραβικές χώρες είναι τέτοιες πραγματικές επαναστάσεις, που είτε έχουν ήδη ξεπεράσει αυτό το όριο, είτε βρίσκονται πολύ κοντά στο να το κάνουν.
Αυτός είναι ο λόγος που οι αραβικές εξεγέρσεις αποτελούν ένα φαινόμενο κοσμοϊστορικής σημασίας, από εκείνα που συμβαίνουν κάθε 50 ή 100 χρόνια. Σε όχι λίγα κινήματα του 20ού αιώνα, όπως ο Μάης του ’68, οι εξεγέρσεις τράνταξαν το αντιδραστικό οικοδόμημα, αλλά λόγω της σταθερότητας του τελευταίου δεν στάθηκαν ικανές να του αφαιρέσουν τα υποστυλώματα και πολύ περισσότερο να το ανατρέψουν. Από αυτή την άποψη, οι αραβικές εξεγέρσεις ισοδυναμούν με δέκα ή εκατό Μάηδες και Πολυτεχνεία. Εκεί οι λαοί μπόρεσαν ή πλησιάζουν να αποτινάξουν το καπάκι με το οποίο το σύστημα τους περιόριζε μέσα στη χύτρα και αγωνίζονται τώρα να βγουν από τη φυλακή τους. Ακόμη δε και αν δεν το καταφέρουν άμεσα, οι ρωγμές που θα έχουν επιφέρει στα αντιδραστικά οικοδομήματα θα είναι τόσο μεγάλες, που θα εγγυούνται τη νίκη στον επόμενο γύρο.
Η εμπειρία των πραγματικών επαναστάσεων δείχνει επίσης ότι, ιδίως στο αρχικό στάδιό τους, όταν δεν έχουν αναπτύξει ακόμη πλήρως τη δυναμική τους και ο αντίπαλος παραμένει πιο ισχυρός, συχνά είναι αναγκασμένες να προβαίνουν σε συμβιβασμούς για να αποφύγουν ασύμφορες μάχες και να κερδίσουν χρόνο. Τέτοια ήταν η περίπτωση της Ειρήνης του Μπρεστ και τέτοια είναι η έκκληση της λιβυκής εξέγερσης στους ιμπεριαλιστές, που, τηρουμένων των αναλογιών, όταν τα πράγματα ξεκαθαρίσουν, θα θεωρείται σαν το Μπρεστ των αραβικών εξεγέρσεων.
Εκείνο που αποτελεί αρνητικό συντελεστή της κατάστασης είναι η έλλειψη επαναστατικής ηγεσίας, αποτέλεσμα της αποσύνθεσης στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα μετά την επικράτηση του σταλινισμού και, τελικά, τη διάλυση της ΕΣΣΔ. Αυτός είναι ο κύριος λόγος που οι αντιιμπεριαλιστικές ρητορείες, αναφορικά με την κατάσταση στη Λιβύη και γενικότερα, δεν μπορούν να γίνουν στην παρούσα φάση ανεκτές, αφού σκεπάζουν και μεταμφιέζουν σε αξία την ανικανότητα να προσφερθεί επαναστατική ηγεσία.
Σε κάθε περίπτωση, κρίνοντας από την εμπειρία τόσο της ευρωπαϊκής επανάστασης του 1848 όσο και της ρωσικής του 1905, η εξέλιξη των αραβικών δημοκρατικών επαναστάσεων προοιωνίζεται μακροχρόνια, όπως θα είναι και η αφομοίωση των αποτελεσμάτων τους. Το ότι πρόκειται για δημοκρατικές επαναστάσεις σημαίνει ότι στα πλαίσιά τους εμφανίζεται μια ποικιλία τάσεων, κάποτε συγχυσμένων ή και αντιδραστικών, σε επίπεδο όχι μόνο κορυφής αλλά και βάσης. Σε αυτή τη συνάφεια, η ικανότητα νηφάλιας προσέγγισης των γεγονότων από τους πρωτοπόρους επαναστάτες θα είναι ένας όχι ευκαταφρόνητος συντελεστής της κατάστασης.
Σημειώσεις
1. Μπερτίλ Βιντέτ, «Βόμβες πάνω από τη Λιβύη», http://www.internationalviewpoint.org/spip.php?article2041
2. Α. Παπαρήγα, «Στα μέτρα των ιμπεριαλιστών το “διεθνές δίκαιο”», Ριζοσπάστης, 23/3/2011.
3. Π. Παπακωνσταντίνου, «Αποφασιστική καμπή για τη Λιβυκή Επανάσταση», 12/3/2011, http://www.aristerovima.gr/details.php?id=1993 .
4. Ι., «Αλήθειες και Ψέματα», Ριζοσπάστης, 23/3/2011.
5. Γ. Δελαστίκ, «Άλλαξε η φύση του πολέμου στη Λιβύη», Έθνος 21/3/2011.
6. Βλ. Μπ. Βιντέτ, ό.π. και Γκ. Ατσκάρ, «Τι συμβαίνει στη Λιβύη», http://www.internationalviewpoint.org/spip.php?article2038 , και «Λιβύη: μια νόμιμη και αναγκαία διαμάχη από μια αντιιμπεριαλιστική θεώρηση», http://www.internationalviewpoint.org/spip.php?article2046.
7. Μπ. Βιντέτ, ό.π.
8. Γκ. Ατσκάρ, «Τι συμβαίνει στη Λιβύη».
9. Παρατίθεται στο Γκ. Ατσκάρ, «Λιβύη: μια νόμιμη και αναγκαία διαμάχη από μια αντιιμπεριαλιστική θεώρηση». Ο Λένιν πήρε παρόμοιες θέσεις σε πολλές άλλες περιστάσεις. Όταν κατά τη γερμανική επίθεση πριν τη σύναψη της Ειρήνης στο Μπρεστ οι δυνάμεις της Αντάντ προσφέρθηκαν να δώσουν τεχνική βοήθεια στους Μπολσεβίκους, πάρθηκε με επιμονή του η απόφαση «Να εξουσιοδοτηθεί ο σύντροφος Τρότσκι να δεχτεί τη βοήθεια των ληστών του γαλλικού ιμπεριαλισμού ενάντια στους γερμανούς ληστές» (παρατίθεται από τον Τρότσκι, στο Η Ζωή μου, http://www.marxists.org/archive/trotsky/1930/mylife/ch32.htm ). Όπως αναφέρει ο Τρότσκι, στην περίπτωση εκείνη, ο Μπουχάριν «επέμεινε ότι ήταν απαράδεκτο για μας να κάνουμε οποιεσδήποτε διευθετήσεις με τους ιμπεριαλιστές».
10. Γκ. Ατσκάρ, στο ίδιο.
11. Γκ. Ατσκάρ, «Τι συμβαίνει στη Λιβύη;»
12. Στο ίδιο.
13. Γκ. Ατσκάρ, «Λιβύη: μια νόμιμη και αναγκαία διαμάχη από μια αντιιμπεριαλιστική θεώρηση».
14. Βλέπε το αφιέρωμα της Μαρξιστικής Σκέψης στον Μιλιουκόφ, τόμ. 1, σελ. 197.
*Ο Χρήστος Κεφαλής είναι χημικός και συγγραφέας. Το παρόν αποτελεί προδημοσίευση από τον τόμ. 2 της Μαρξιστικής Σκέψης (κυκλοφορεί αρχές Μάη. Άρθρα του Χρήστου για ποικίλα πολιτικά, ιδεολογικά και επιστημονικά θέματα έχουν εμφανιστεί κατά καιρούς σε αριστερές εφημερίδες (Αυγή, Εποχή) και περιοδικά (Πολίτης, Δαίμων της Οικολογίας, Σπάρτακος, κ.ά.). Έχει δημοσιεύσει δύο δοκίμια για τον Τρότσκι και τον Λούκατς με μεταφράσεις κειμένων τους (εκδ. Παρασκήνιο), καθώς και δικές του μελέτες, όπως Οι Διαλεκτικοί της Συμφοράς και οι Συμφορές της Διαλεκτικής (εκδ. Κορφή, 2000), μια κριτική των παραχαράξεων της διαλεκτικής, κ.ά. Ασχολήθηκε επίσης με το σκάκι, δύο βιβλία του για το οποίο κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Κέδρος, Σκάκι και Κουλτούρα (2004) και Σκακιστική Εγκυκλοπαίδεια (2008).